frear

Η Υπόθεση του Υποκίτρινου Φαντάσματος – του Γεώργιου-Νεκτάριου Παναγιωτίδη


Κατέβηκε χαμηλά το σύννεφο.
«Τι φυσώσι και βομβεύουσιν οι Έλληνες;»
Το σύννεφο κατέβηκε χαμηλά. Έχω δει
το σκοτεινό λαβύρινθο που χάνονται ψυχές-
κι όλα τα ψεύτικα είδωλα να καταρρέουν.
(…)
Σκοτείνιασεν ολούθε ο τόπος.
Μα κανείς δε σηκώνει πια ψηλά τα μάτια.
(Κ. Στεργιόπουλος, «Το σύννεφο»)

1.

30 Οκτωβρίου 2019, 10 μ.μ.

-Λοιπόν, Ραμόνα, τι λέει σήμερα το πρόγραμμα;

-Ό,τι όλων εδώ μέσα, φιλενάδα. Καμιά αρπαχτή ή καμιά κοροϊδάρα να του τα μασουλάω.

Η «φιλενάδα» της Ραμόνας φάνηκε κάπως να δυσανασχετεί με τα τελευταία λόγια.

-Έλα τώρα, ρε Μαρινάρα, μην τσινάς έτσι… Φάε πριν σε φάνε οι άλλοι, δεν το ξέρεις; Έτσι πάει ο κόσμος. Τι θες νά ’σαι, καμιά παναγίτσα;

Τα τελευταία λόγια της βγήκαν πιο uncool από ό,τι θά ’θελε. Όταν θά ’βρισκε ευκαιρία, μήπως να την ξέκοβε και τη Μαρίνα; Προς το παρόν, της ήταν χρήσιμη αλλά και πάλι την κρατούσε πίσω.

Γύρω τους έπαιζε μουσική μπιτ στη διαπασών, ενώ πριν από λίγο είχε τελειώσει ένα ζωντανό «στριπ σόου» που έδειχναν να απολαμβάνουν εξίσου οι θαμώνες και των δύο φύλων. Κάθονταν στο μπαρ με γυρισμένη την πλάτη στον μπάρμαν και στραμμένες προς την πίστα. Οι φήμες έλεγαν πως αυτό ήταν ένα από τα πιο ανερχόμενα ιν και μαστ κλαμπάκια στην πόλη και πράγματι έτσι φαινόταν.

Η Ραμόνα τώρα, με τακούνι εικοσάποντο, με το μαλλί κομμωτηριακό, με φιξάρισμα που της πήρε καμιάν ώρα, κάποιον μάτιαζε. Ένας τύπος που τον έκανε για δεκαετία των πενήντα, ψηλός, γκριζαρισμένος. Ο τύπος φαινόταν παραλής.

Πώς τό ’χε διαβάσει; Α, ναι… «Φάτον με τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και μετά κάνε πως τον έχεις στο φτύσιμο. Έτσι, θα τον τρελάνεις…» Ήταν ταλεντάρα στο να αφομοιώνει δημιουργικά τέτοιες οδηγίες από παλιά. «Θα τα χάσεις, παππού, μαζί μου…»

2.

Ο τύπος, που εξέπεμπε κύρος από πολλά μέτρα μακριά, καθόταν με στητό τον κορμό και έπινε αργά, τελετουργικά, σκατς ον δε ρακς, όταν αντιλήφθηκε την κίνηση που έκανε η Ραμόνα.

Κατάπιε καλά, κούνησε το ποτήρι του αργά-αργά, το πήρε στο χέρι του και πήγε προς το μέρος της.

«Καλησπέρα», είπε με υπερεκχυνόμενη αυτοπεποίθηση. Οι δυο κοπελιές τον κοίταζαν εξεταστικά.

«Μπορώ να κεράσω ένα ποτό;», είπε απευθυνόμενος στη Ραμόνα μόνο τώρα. «Είμαι ο Αλβέρτος».

«Καλησπέρα, Αλβέρτο. Με λένε Ραμόνα κι από εδώ η φίλη μου η Μαρίνα», είπε η Ραμόνα. Το ντύσιμο του πενηντάρη φαινόταν τουλάχιστον τρεις-τέσσερις τάξεις μεγέθους ακριβότερο από το δικό της, κάτι που προς στιγμή την έφερε σε αμηχανία. «Λεφτάς ο τύπος. Πέσαμε σε κελεπούρι».

«Ένα κούμπα λίμπρε».

Ο Αλβέρτος τακτοποίησε με αργές, βέβαιες κινήσεις την παραγγελία και σε λίγο το ποτό σερβιρίστηκε. Η Μαρίνα επικαλέστηκε ανάγκη για τουαλέτα, ενώ φεύγοντας έριξε μια τελευταία έντονη ματιά στη Ραμόνα, που τη μισοπαρατήρησε αδιάφορα. Τα βλέμματα της Ραμόνας με του παραλή δε διασταυρώνονταν, μόνο ρουφούσαν περιστασιακά από το ποτήρι κοιτώντας ολοτρόγυρα. Τελικά, ο τύπος ξαναμίλησε με περίσσεια φυσικότητα.

«Έχω τη λίμο μου παρκαρισμένη εδώ έξω. Θες να πάμε μόνοι μια βόλτα;»

Η Ραμόνα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μη φανεί η έκπληξή της. «Λιμουζίνα…!!! Άκουσα καλά;..»

Ο Αλβέρτος βγήκε από το κλαμπ, με τη Ραμόνα να τον ακολουθεί. Περπατούσε σε ρυθμό, ώστε τη συνοδεύει, έχοντας εποπτεία της κίνησής της με την περιφερειακή του όραση. Της άνοιξε την δεξιά πίσω πόρτα της οκτάθυρης λίμο. Η Ραμόνα μπήκε και κάθησε, περιεργαζόμενη τον χώρο και τα γκατζετάκια του. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνέλθει από τον ίλιγγο της χλιδής και να περιβλέπει το χώρο πλησίον του λιμένα μέσα από το ασφαλισμένο πολυτελές όχημα με τα φιμέ τζάμια και τα άθραυστα παράθυρα.

3.

21 Οκτωβρίου 2019, 00.45 π.μ.

Ο αρχιφύλακας Πετρίτης και ο αστυφύλακας Γεωργίδης καταδίωκαν τον ύποπτο για ληστεία. Ο Γεωργίδης, νεότερος στο Σώμα, επιδείκνυε υπερβάλλοντα ζήλο. Ο τύπος είχε δράσει σε ένα κοσμηματοπωλείο πολυτελείας στη Βασ. Όλγας, του οποίου ο ιδιοκτήτης του “δε μασούσε από τους υποκριτές του ανθρωπισμού”, όπως έλεγε. Ήταν ματσωμένος γερά, αφού η ζήτηση για τα προϊόντα του ήταν ανελαστική και προερχόταν από την ανώτερη κοινωνικοοικονομική τάξη της πόλης, η οποία σκορπούσε αφειδώς για ακριβά κοσμήματα και εντός της πολυετούς Κρίσης, μέσα στην οποία άλλωστε είχε κατά πολύ αυξήσει τα εισοδήματα της.

Ο ύποπτος, που προσπαθούσε να διαφύγει με ακανόνιστο τρόπο, τρεκλίζοντας και παραπατώντας, ξεστράτισε από τη Βασ. Όλγας, διέτρεξε καταμεσίς του δρόμου, αντίθετα προς τη ροή της, την Παπαντωνίου και έφτασε στην οδό Αλεξανδρείας. Ο αστυφύλακας Γεωργίδης, που είχε απαιτήσει σχεδόν απ’ τον οδηγό του περιπολικού όπου ήταν συνοδηγός να σταματήσει αιφνίδια, για να κατέβει, έβλεπε τώρα διαυγώς τον δράστη, αλλά δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.

Κάποιος –ή κάτι– ντυμένος σα φάντασμα κοντοστεκόταν στη συμβολή Παπαντωνίου-Αλεξανδρείας κοντανασαίνοντας. Συλλογιζόταν ποιον δρόμο να πάρει, αλλά η απόφαση πάρθηκε γρήγορα. Το «φάντασμα» μ’ ένα στιγμιαίο ανάβλεμμα κάρφωσε τον Γεωργίδη και αυτοστιγμεί κινήθηκε αντίρροπα.

«Ακίνητος!», φώναξε ο Γεωργίδης, εκπλήσσοντας και τον εαυτό του με την ένταση και τη χροιά της φωνής του.

Το «φάντασμα» διέσχισε κάθετα τη Χριστοβασίλη, τρεκλίζοντας ακόμη περισσότερο, και αίφνης, με ολότελα αδέξιο τρόπο, μπήκε μέσα σε μια εσοχή πλάι σ’ ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό στη συμβολή των δρόμων. Ο Γεωργίδης μ’ εξαιρετική ταχύτητα και φωνάζοντας προειδοποιητικά σε εκκωφαντική ένταση προσέγγισε στο αρχοντικό. Σε φρενίτιδα, φτάνοντας, πυροβόλησε στον αέρα. Προσπέρασε το σπίτι και, κάνοντας να στρέψει τον κορμό προς την εσοχή, άκουσε ένα φοβερό γδούπο.

Το θέαμα αποτρόπαιο: η ξέθωρη λευκή περιβολή του «φαντάσματος» είχε καταστεί διάστικτη με κόκκινα στίγματα. Οι διανοιγμένες οπές στο παλιοκαιρισμένο, υποκίτρινο σεντόνι που είχε ως ντύμα τώρα δε φανέρωναν άλλο από δυο βλέφαρα σφαλισμένα για το μεγάλο ύπνο.

Ο Γεωργίδης έστρεψε το κεφάλι του προς τα πάνω, για να δει το «σερπετό που εθέριεψε κισσό», το ανθεκτικό αναρριχητικό φυτό που είχε επιχειρήσει να σκαρφαλώσει ο ληστής σε μια απόπειρα διαφυγής που διακόπηκε απότομα. Προς στιγμήν, η όψη του πήρε ένα χαμόγελο αυταρέσκειας, ώσπου μια διαπεραστική κραυγή να σχίσει τον αιθέρα και να διατρυπήσει τα αυτιά του. Κοίταξε ολόγυρά του σαστισμένος. Στη μέση του δρόμου, στη συμβολή Χρηστοβασίλη-Αλεξανδρείας, ένα παιδί, 8 ή 10 ή 12 χρόνων, είχε σταματήσει και τον κοίταζε ασάλευτο, συνοφρυωμένο. Ο Γεωργίδης έστρεψε το βλέμμα του προς το αρχοντικό σπίτι πάλι και, όταν ξανάστρεψε τη ματιά του, το παιδί είχε εξαχνωθεί μέσα στη νύχτα.

Η ματιά του Γεωργίδη πρόκαμε να συλλάβει τον Πετρίτη που προσέγγιζε στη συμβολή των οδών με ενεργοποιημένη τη σειρήνα. Ο Πετρίτης είδε μέσ’ απ’ το παράθυρο το πρόσωπο του σκοτωμένου. Ένα πρόσωπο λιπόσαρκο, αποστεωμένο, με ρουφηγμένα τα μάγουλα. Κατόπιν, έστρεψε ερωτηματικά το βλέμμα του στον Γεωργίδη. Τα φώτα του φάρου έκτακτης ανάγκης του περιπολικού έβαφαν με κόκκινες αποχρώσεις το εγκαταλειμμένο διώροφο μέγαρο, ενώ ο αστυφύλακας Γεωργίδης, με τα δάχτυλα στους κροτάφους, είχε αδράξει το μέτωπο του κατεβασμένου κεφαλιού του.

4 .

30 Οκτωβρίου 2019, 11.55 μ.μ.

Ο Στέργιος Πετράκης στεκόταν, με ανοιγμένη την κουρτίνα του γραφείου ιδιωτικών ερευνών του, ατενίζοντας με ιδιωτικότητα το νυχτερινό δρόμο από το ύψος του 3ου ορόφου. Όχι «χαζοθεραπεία», αλλά νέες προσλαμβάνουσες.

Ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος, ώσπου στην Αλεξανδρείας φάνηκε κάτι αλλότριο, παράξενο. Μια κοπελιά γύρω στα 26-28, με πλατινέ μαλλί του οποίου το επισταμένο φιξάρισμα είχε χαλάσει, βάδιζε καταμεσής του δρόμου με τους ώμους γερτούς και τρεκλίζοντας ανεξέλεγκτα. Σε μερικές στιγμές, φάνηκε να κουρνιάζει στο κείθε άκρο του πεζοδρομίου. Ο Πετράκης κούμπωσε αυτοστιγμεί τη σκουρόχρωμη καμπαρτίνα του και κατέβηκε στην Αλεξανδρείας.

Μισή ώρα αργότερα, ήταν και πάλι μόνος και μιλούσε με επαφή του στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, τον Παντελή Χρονά.

-Παντελή, καλησπέρα. Πετράκης εδώ.

-Καλώς τον Στέργιο. Σε τι οφείλω την τιμή αυτή την περασμένη ώρα;

-Δική μου η τιμή, φίλε. Ξέρω ότι είσαι σαν το γκιώνη, νυχτοπούλι. Μια παράξενη, γριφώδης υπόθεση.

-Εξειδικεύσαι σε αυτές τελευταίως, έχω μάθει.

-Είναι αλήθεια αυτό, ορισμένως.

-Περί τίνος πρόκειται;

-Μια κοπελιά 28 ετών, Ραμόνα Βλάχου. Έφευγε από κείνο το κλαμπάκι στην Παραλία, το Dives, μ’ ένα τύπο σε μια λιμουζίνα.

Ο Χρονάς δε μίλησε και ο Πετράκης συνέχισε.

-Φαίνεται ότι η κοπελιά ναρκώθηκε και μια ώρα αργότερα κοντά βρέθηκε μέσα σ’ ένα παλιό διώροφο μέγαρο πού έχουμε δω πέρα, Αλεξανδρείας με Χριστοβασίλη.

-Πες μου πως ήταν κάνας κόπανος που έκανε φάρσες για το Χαλοουίν…

-Η κοπελιά ξύπνησε στον πάνω όροφο του σπιτιού, σ’ ένα καθιστικό. Ήτανε κατασκότεινα αλλά δίπλα της είχε τοποθετηθεί ένας φακός. Η μόνη πόρτα που ήτανε ξεκλείδωτη οδηγούσε στο κλιμακοστάσιο.

Ο Χρονάς άκουγε άναυδος.

-Όταν έριξε όμως τη φωτεινή δέσμη προς την εσωτερική σκάλα, είδε κάτι πολύ περίεργο. Μα πάρα πολύ περίεργο…

-Τι πράγμα, Στέργιο;

-Ένα φάντασμα.

Ο Χρονάς έσκυψε, κρατώντας το κεφάλι του.

-Τι φάντασμα; Τι πράγμα;…

-Ικτερικό. Έτσι μου τό ’πε. Ωχροκίτρινο δηλαδή και τα ρέστα. Η κοπελιά εν τω μεταξύ κατατρόμαξε, γύρισε στο καθιστικό, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και κατόρθωσε, δεν ξέρω πώς, να κατεβεί κουτσά-στραβά από το μπαλκόνι, χωρίς να γκρεμοτσακιστεί.

-Τι να σου πω, ρε Στέργιο… Αν δεν είναι φάρσα κανενός ηλιθίου, τότε είναι κάτι πολύ χοντρό. Φυσικά εμπλέκεται και αδίκημα. Κακούργημα δηλαδή, αρπαγή με πιθανή ηθελημένη έκθεση προσώπου σε κίνδυνο.

-Για αυτό σε πήρα κι εγώ. Την κοπελιά την έβαλα σε ταξί και έρχεται σε σας κάτω. Βάλτε οπότε μπρος το μηχανισμό σας, διότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο. Στο κλαμπάκι δεν είδανε τίποτα. Η λιμουζίνα είχε σταθμευτεί σε μέρος πολύ πριβέ και τους πολύ φραγκάτους δε τους κάνουνε και πολλές-πολλές οχλήσεις, τα ξες και συ.

-Εμ τι, να δαγκώσεις το χέρι που σε ταΐζει; Καλά, Στέργιο, θα δω τι μπορεί να γίνει από αύριο πρωί.

-Έγινε, Παντελή. Κάτι τελευταίο.

-Τι;

-Η κοπελιά είχε στο δεξί της βραχίονα γραμμένο κάτι με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Η γραφή έλεγε: «άφευκτος ο θάνατος».

5.

31 Οκτωβρίου 2019, 8.20 π.μ.

Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης- Διεύθυνση Ασφάλειας-Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας.

Οι Πετρίτης και Γεωργίδης προσήλθαν στο γραφείο του Αστυνόμου Α’ Παντελή Χρονά, ο οποίος και άνοιξε τη συζήτηση.

-Ζήτησα να σας δω προσωπικά, διότι έμαθα την εμπλοκή σας στην Υπόθεση εκείνου του… φαντάσματος, ξεκίνησε με παράδοξα παιγνιώδη τρόπο τη συζήτηση.

-Ναι, κ. Αστυνόμε, απάντησε ο Πετρίτης. Εγώ ήμουν οδηγός του περιπολικού, και ο Γεωργίδης συνοδηγός όταν λάβαμε σήμα από τον Αξιωματικό Ασφαλείας για ληστεία στο κοσμηματοπωλείο στην Όλγας.

-Πείτε μου λίγο, τι γνωρίζετε σχετικά με τον αποθανόντα δράστη;

Ο Γεωργίδης έξυσε το κεφάλι του, πριν αποκριθεί.

-Βρήκαμε πάνω του ένα κινητό Nokia 105, πολύ απλό, μέσω του οποίου μπορέσαμε να κάνουμε την ταυτοποίηση από συγγενικά πρόσωπα. Ονομαζόταν Βασίλης Τσιριμιάγκος.

-Ποια ήταν η οικονομική του κατάσταση;

-Μίλησαμε με την κουνιάδα του. Εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο, το οποίο και έκλεισε στα πρώτα-πρώτα χρόνια της κρίσης. Είχα πάρει στεγαστικό δάνειο, αλλά βρέθηκε σε αδυναμία πληρωμών στα τέλη του 2014, διότι η τράπεζα του πρότεινε διακανονισμό στον οποίο εκ προοιμίου, όπως μας είπε, δε μπορούσε να ανταπεξέλθει.

-Και έκτοτε λοιπόν διήγε πλάνητα βίο, συμπλήρωσε ο Χρονάς, που είχε ελαφρώς εξοργιστεί από τα λεγόμενα.

-Ακριβώς, κ. Αστυνόμε, είπε ο Γεωργίδης.

-Ακούστε κάτι, είπε, στρεφόμενος στο Γεωργίδη, έχω υπόψη μου ότι έγιναν παρατυπίες κατά την καταδίωξη του Τσιριμιάγκου. Δεν έχω σκοπό εκ των υστέρων να σας εκθέσω στην υπηρεσία και το σώμα –άλλωστε δε θα υπήρχε τώρα κάτι να κερδηθεί απ’ αυτό- αλλά θέλω να μου απαντήσετε ειλικρινά: πώς επήλθε ο θάνατός του; Είχε ανεβεί στο μπαλκόνι της βίλας;

Ο Γεωργίδης απάντησε, μετά από δευτερόλεπτα όπου περιέβλεψε τον περιβάλλοντα χώρο με βιάση.

-Έπεσε από τον κισσό, όπου σκαρφάλωνε. Υποθέτω λόγω αδεξιότητας ή λόγω του άσκοπου πυροβολισμού εκ μέρους μου, είπε και κατέληξε να κρατά το μέτωπό του.

Ο Αστυνόμος Χρονάς επεξεργάστηκε τα νέα δεδομένα, σημειώνοντας κάτι σε μια λευκή κόλλα Α4.

-Καταλαβαίνω. Κοιτάξτε, εν ολίγοις, ο λόγος που σας κάλεσα είναι ένα χθεσινοβραδινό περιστατικό αρπαγής προσώπου.

Οι δυο τους τώρα τον κοιτούσαν με προσήλωση.

-Το πρόσωπο απήχθη από την περιοχή της παραλιακής- από γνωστό νυχτερινό κέντρο, ναρκώθηκε και κατέληξε, άγνωστο πώς, στο εγκαταλειμμένο αρχοντικό της Αλεξανδρείας. Ευτυχώς, το θύμα επέζησε. Ήδη μας κατέθεσε μήνυση κατ’ αγνώστου για αρπαγή.

Ο Γεωργίδης είχε αρχίσει να αποκτά ο ίδιος ένα χρώμα υποκίτρινο.

-Άρα τι, κ. Αστυνόμε; Πώς σχετίζονται αυτά τα δύο;

Ο Χρονάς κάθησε πίσω στην καρέκλα του, ενώ έξω είχε ξεκινήσει μόλις να πέφτει μια πολυαναμενόμενη βροχή.

-Ειλικρινά αγνοώ. Σκεφτείτε όμως τα δεδομένα: έχουμε θάνατο κάποιου με περιβολή φαντάσματος στον χώρο του εγκαταλειφθέντος σπιτιού, και δέκα μέρες μετά ένα «φάντασμα» που εμφανίζεται στον ίδιο χώρο. Μάλιστα, ένα φάντασμα επίσης ωχροκίτρινο, όπως μας το περιέγραψε το θύμα.

Ο Αστυνόμος Χρονάς προσπάθησε να ακούγεται όσο φυσικότερος και άνευρος γινόταν, αλλά η ένταση του βλέμματός του μετά την αφήγηση των γεγονότων πρόδιδε τις άδηλες σκέψεις του.

-Να μη σας κρατήσω όμως άλλο. Έχω ένα σημαντικό τηλεφώνημα να κάνω.

Ο Πετρίτης έφυγε πρώτος, με το Γεωργίδη να ακολουθεί κάτωχρος, με γερτούς ώμους, βυθισμένος στις σκέψεις του.

6.

Ο Χρονάς είχε παραμείνει επί πολύ καθισμένος στο γραφείο του, ακούγοντας τον ήχο της βροχής. «Δεν υπάρχει καλύτερο ισοκράτημα για τέτοιες περιπτώσεις», σκέφτηκε.

Σε λίγο πλοηγήθηκε στο κινητό του, επιλέγοντας μια νεοδημιουργηθείσα επαφή.

-Παρακαλώ;

-π. Αλέξανδρε, εσείς;

-Ο ίδιος. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;

-Είμαι ο Αστυνόμος Παντελής Χρονάς. Με σύστησε ο Στέργιος Πετράκης, που εκτιμά τη σοφία σας.

-Γενικώς μας έχουνε για μπρουκλυνάδες εδώ πάνω, Αστυνόμε. Καλοσύνη του. Μπορείτε να μου μιλάτε στον ενικό.

-Χωρίς περιστροφές, π. Αλέξανδρε, το ερώτημα είναι: μπορούν οι νεκροί να επιστρέφουν ή να επιστρέφουν κάποιες συγκεκριμένες μέρες ή νύχτες;

Ο π. Αλέξανδρος γέλασε ρυθμικά, αινιγματικά.

-Εννοείτε, αγαπητέ μου, λόγω του Χαλοουίν;

-Ε καλά… Δεν είναι αμερικάνικα αυτά με το Χαλοουίν;, γέλασε ο Αστυνόμος.

-Όχι. Είναι ακριβέστερα η παραμονή των αγίων Πάντων, η Mέρα των Νεκρών ή των Ψυχών, όπως είχε καθιερωθεί πολύ νωρίς στην Ορθόδοξη δυτική παράδοση.

Έκανε μια στιγμιαία παύση.

-Κάποιοι θεώρησαν ακόμη πως ήταν η μέρα αυτή η τελευταία ευκαιρία για τους αδικοχαμένους νεκρούς να πάρουν εκδίκηση από τους θύτες τους.

Ο Αστυνόμος Χρονάς δεν απάντησε.

-Προσωπικά νομίζω πως οι νεκροί γενικώς μπορούν να παίρνουν εκδίκηση. Αν έχετε παρακολουθήσει τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, για παράδειγμα, θα έχετε μια πολύ καλή εικόνα. Ο Μάκβεθ τιμωρείται για τη συνωμοσία του εναντίον του Στρατηγού Μπάνκο μέσω του πνεύματος του τελευταίου.

Έκανε ακόμη μια παύση.

-Πάντως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι… τιμωρίας. Ο Τριαδικός Θεός συγχωρεί, η ζωή όμως τιμωρεί.

-Ευχαριστώ πολύ, π. Αλέξανδρε. Έχω καλυφθεί πλήρως.

-Τις ευχές μου.

7.

31 Οκτωβρίου 2019, 10.55 μ.μ.

Ο Στέργιος Πετράκης περίμενε υπομονετικά ν’ ακούσει το θυροτηλέφωνο, το οποίο χτύπησε πράγματι στις 10.55.

Σε τρία λεπτά είχε έρθει ένας τύπος με σακάκι, χαρτοφύλακα και ομπρέλα Alviero Martini. Ο τύπος εμφανώς ήταν πολύ εύπορος. Το χλωμό πρόσωπό του συσπάστηκε απότομα σ’ ένα γκροτέσκο χαμόγελο, όταν χαιρέτησε τον Στέργιο Πετράκη, που του πρότεινε να καθήσει στην περιστρεφόμενη καρέκλα μπροστά απ’ το έπιπλο του γραφείου του.

«Ο κ. Κλαδής;»

«Ο ίδιος».

«Καταρχάς, κύριε Κλαδή, ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν θα είχαν όλοι την ίδια σοφία».

«Τι εννοείτ…», πήγε να αρθρώσει ο Κλαδής.

«Ξέρετε, κύριε Κλαδή, ποιο είναι ένα από τα προνόμια, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι, του ιδιωτικού ερευνητή;», ρώτησε ο Πετράκης, σταυρώνοντας τα χέρια του και κοιτάζοντας προς το ταβάνι.

Ο Κλαδής δε μίλησε.

«Η βαθύτερη γνώση της χαβούζας στην οποία πλέει η κοινωνία μας».

Ο Κλαδής πήγε ν’ αντιδράσει αλλά και πάλι διακόπηκε από τον Πετράκη.

«Αλλά μην ενοχλείσαι. Δε μιλάω για σένα, κύριε Κλαδή… όχι μόνο δηλαδή.

Σε ξέρω καλά. Η γυναίκα σου με είχε προσεγγίσει για να μου αναθέσει την υπόθεση της παρακολούθησής σου. Φοβότανε πως θα τη βλάψεις.

Ήσουν γενικός διευθυντής εταιρείας με προσανατολισμό την εσωτερική αγορά, όπως μου είπε. Έμενες σε βίλα στα περίχωρα, αλλά έχασες τα πάντα στην κρίση μέσα. Σωστός άρχοντας ξεπεσμένος και τα ρέστα.

Η ελαφρόμυαλη αυτή γυναίκα, που σ’ απατούσε ήδη με διάφορους, σ’ άφησε τελικά για άλλα γκόλντεν μπόιζ. Πήγαινες και σε ποιητικές βραδιές όπου σίγουρα θ’ απάγγελνες Ελύτη και Αντρέα Κάλβο, ε; Πολιτισμένος μεγαλοαστός με τα όλα σου, όχι αστεία…»

Ο Κλαδής είχε τώρα σκύψει το κεφάλι και βαριανάσαινε.

«Μετά όμως τά ’χασες όλα. Έγινες κάτι σαν τον Τίμωνα το Μισάνθρωπο, για να στο πω στα μορφωμένα. Ζούσες –κι ακόμα ζεις– σ’ ένα ερείπιο. Πρόσφατα, όμως, κληρονόμησες μεγάλη περιουσία, όταν πέθαναν οι γέροι γονιοί σου. Τα είχες χάσει –όπως νόμιζες– όμως ήδη όλα: φήμη, κοινωνικό στάτους. Τα πάντα απ’ όσα άξιζαν για σένα είχαν συντριβεί. Ανεπανόρθωτα. Κι έτσι διάλεξες την κοπελιά αυτή, ένα βούρλο από εκείνα που κάνει μαζική παραγωγή η κοινωνία μας και που θά’ κανε δυστυχισμένο τον εαυτό της κι όσους θα την πλησίαζαν, για να τιμωρήσεις τους ανθρώπους για το κακό που σου κάνανε».

«Τι… τι θες από μένα;», ψιθύρισε ο Κλαδής.

«Άκουσε κάτι. Σε δικαιολογώ για όσα έκανες. Έχεις πολλά ελαφρυντικά», είπε ο Πετράκης σοβαρά και σηκώθηκε κοιτάζοντας τη βροχή από το παράθυρο.

«Επίσης, δεν εργάζομαι για την ελληνική αστυνομία ούτε λογοδοτώ σε αυτή για τις υπηρεσίες μου».

Ο Κλαδής σήκωσε τώρα ελαφρά το βλέμμα.

«Αυτή όμως η φορά θα είναι η τελευταία, κύριε Βικέντιε ή Αλβέρτε Κλαδή», συνέχισε ρίχνοντάς του ένα στιγμιαίο νευρώδες ανάβλεμμα πριν ξαναστρέψει προς το παράθυρο.

«Τελευταία».

Όταν ο Πετράκης γύρισε, η πόρτα είχε ήδη κλείσει πίσω του. Η βροχή τώρα δυνάμωνε, σαρώνοντας τις φυλλωσιές στην οδό Αλεξανδρείας και μαστιγώνοντας το πανύψηλο δέντρο μπροστά από το κοντινό μοναχικό διώροφο αρχοντικό.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη