Charles Baudelaire, Τα Άνθη του Κακού, μτφρ. Α. Πρωτοπάτση, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2019.
Μεταφράσεις στα ποιήματα του Καρόλου Μπωντλαίρ έχουν γίνει πολλές, γίνονται συνεχώς νέες και θα γίνονται. Και τούτο γιατί ο Μπωντλαίρ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ευρώπης, του οποίου η φωνή έχει εμβέλεια σε όλον τον χρόνο και τον χώρο της λογοτεχνικής επικράτειας. Ίσως θα έπρεπε κανείς να μιλάει για ποίηση προ και μετά Μπωντλαίρ, εφόσον εκείνος πρώτος τολμά να φέρει το «Κακό» στην ποίηση και να επισημάνει την παθολογία της modernité, στο δοκίμιό του Salon de 1859. Με Τα Άνθη του Κακού η γαλλική ποίηση «όχι μόνο έδωσε τον θεμέλιο φθόγγο στην ευρωπαϊκή, αλλά και την αναγκαία παρώθηση στον ίδιο τον εαυτό της να πειραματιστεί περαιτέρω με άκρατη τόλμη με τις ιδέες, τους ρυθμούς και τα μέτρα», επισημαίνει ο καθηγητής και ποιητής Γιώργος Κεντρωτής που και εκείνος πρόσφατα εκπόνησε τη μετάφραση του μεγάλου έργου (εκδ. Gutenberg, 2019).
Επομένως, είναι φυσικό κάθε ποιητής να μην μπορεί να ησυχάσει σκεπτόμενος το του Μπωντλαίρ τρόπαιο, να μην μπορεί να το παρακάμψει και ευλόγως να θέλει να καταθέσει το δικό του μεταφραστικό δείγμα. Δείγμα ψυχικής συγγένειας κυρίως, άδηλης συνταύτισης με τον μεταφραζόμενο και διακριτικής συνδήλωσης του είμαι κι εγώ εδώ, μπωντλερικός. Et in Arcadia ego.
Ο Μπωντλαίρ με τα Άνθη του κάνει τη γαλλική ποίηση διεθνή, της δίνει τον ρόλο της καθοδηγήτριας του πνεύματος και την καθιστά πρότυπο της νεωτερικής ποίησης.
Η παρούσα μετάφραση, η μετάφραση του Αντώνη Πρωτοπάτση, έχει τα δικά της χαρακτηριστικά αλλά αγγίζει και όλα των άλλων ψυχικά και πνευματικά κίνητρα.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, όπως εκτίθενται στην παρούσα έκδοση.
Ο νομικός και λόγιος Βάσος Βόμβας, του οποίου, όχι μόνο η προσωπική βιβλιοθήκη, η προσωπική πινακοθήκη, αλλά πάνω απ’ όλα η ευαισθησία, διαθέτει έναν πλούτο, που πέρα από την συναισθηματική του αξία έχει και την αντικειμενική, με την καλλιτεχνική έννοια, φιλοξένησε στα συρτάρια του τη μετάφραση των ποιημάτων του Μπωντλαίρ, Των Ανθών του Κακού, του εικαστικού και ποιητή, συμπατριώτη του Αντώνη Πρωτοπάτση. Ο φάκελος που περιείχε τη δακτυλογραφημένη μετάφραση τού παραδόθηκε για να τη φυλάξει από τον Γιώργο, γιο του φίλου του Βάσου Καραμάνου.
Και τη φύλαξε μέχρι που, πρόσφατα, την ανακάλυψε, την ξαναδακτυλογράφησε, για να έχει αντίγραφο, και προχώρησε στην έκδοσή της. Όπως διαβάζουμε στο προλογικό του σημείωμα, με τον τίτλο «Η περιπέτεια μιας μετάφρασης», ο Πρωτοπάτσης γνώρισε τον Μπωντλαίρ όταν ήταν έφηβος και όπως ο ίδιος γράφει, άρχισε τις πρώτες του μεταφραστικές δοκιμές στον Μπωντλαίρ το 1913 και δημοσίευσε το πρώτο του μετάφρασμα το 1915. «Δεν ήμουν ακόμη είκοσι χρονώ».
Ο Πρωτοπάτσης ασχολήθηκε με τον Μπωντλαίρ συστηματικότερα όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μέχρι το 1939, όταν επανήλθε στη Μυτιλήνη είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση στο σύνολό της∙ δεν προχώρησε όμως στην έκδοση, παρά το 1944, όταν εξέδωσε από τα τυπογραφεία του Ταχυδρόμου μέρος μόνο των Ανθών του Κακού με τίτλο «ΠΕΝΗΝΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΙΦΗΜΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ του CHARLES BAUDELAIRE μεταφρασμένα από τον Αντώνη Πρωτοπάτση». Την συνολική έκδοση δεν πρόλαβε να την δει γιατί πέθανε το 1947 σε ηλικία πενήντα ετών.
Παράλληλα με τη μετάφραση ο Πρωτοπάτσης είχε ετοιμάσει, από το 1940, ογκώδη εργασία γύρω από τον γάλλο ποιητή, όπως μας παραδίδει ο Φοίβος Ανατολέας στην εφημερίδα των Λεσβίων. Ο σημαντικός Μυτιληνιός λόγιος Βαγγέλης Καραγιάννης, από την αλληλογραφία του με τον Πρωτοπάτση είχε δημοσιεύσει σχετικά με την μεταφραστική του δουλειά στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» του Γιώργου Βαλέτα. Απόσπασμα του κειμένου του μας καταθέτει ο Βόμβας, στο οποίο σχολιάζεται η ψυχολογία του Πρωτοπάτση, η διαχυτική του απλότητα, η ανεξικακία, η φυσική αβροφροσύνη του «καλοαναθρεμμένου και διακριτικού παιδιού», η μαχητικότητά του να υποστηρίξει τις απόψεις όταν πίστευε πως ήταν σωστές.
Ο Τάκης Σιφναίος μιλάει για το ενδιαφέρον που είχαν τα καλοκαίρια στη Μυτιλήνη εξαιτίας του Πρωτοπάτση, για τον πλούτο των γνώσεών του, τα ποικίλα διαβάσματά του, για τα σχέδιά του να μεταφράσει την Σαπφώ, τις πρωτότυπες και επαναστατικές θεωρίες του, τα εικονογραφημένα τοπία της Λέσβου. Η κρίση του ’30 όμως τον ανάγκασε να ξαναφύγει στο Παρίσι.
Ο Βάσος Βόμβας, στο μεράκι, την φιλοτιμία και την γαλαντομία του οποίου χρωστάμε την παρούσα έκδοση, συνθέτει ένα πλήρες πορτρέτο για τον συμπατριώτη του τον Πρωτοπάτση και ανάμεσα στα πολλά, επί της ουσίας ενδιαφέροντα, μας ενημερώνει και για τα τυπικά∙ ότι τήρησε την ορθογραφία και τους τύπους της γραμματικής του ίδιου του μεταφραστή, «για να μεταφερθεί το ύφος της μετάφρασης στο ακέραιο» και ότι πρόσθεσε από την έκδοση του 1944 το ποίημα «Εκ βαθέων», που έλειπε από το δακτυλόγραφο.
Ακολουθεί εκτεταμένο κείμενο του Μυτιληνιού λόγιου Στρατή Μολίνου, ο οποίος μας παραδίδει βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Πρωτοπάτση (1897-1947), σχέσεις με άλλα πρόσωπα της Λεσβιακής Άνοιξης, σπουδές και ενασχολήσεις στη Γαλλία, συνεργασίες με γαλλικές εφημερίδες και περιοδικά, επιφανείς φιλίες, ταξίδια, γάμο με την Γαλλίδα Marie-Louise, γενικώς πληροφορίες, οι οποίες συνθέτουν/ φιλοτεχνούν το πορτρέτο μιας πολυτάλαντης, αδογμάτιστης, ελεύθερης, αδέσμευτης, προσωπικότητας, που περιφρόνησε τους «συμβατικούς φραγμούς» και τους «τυπικούς κανόνες» για να ολοκληρώσει το όραμά του στην τέχνη της σκιτσογραφίας και να πάρει τον τίτλο του maître.
Από τους επιφανείς ομοτέχνους του, ο Ορέστης Κανέλλης έλεγε ότι ο Πρωτοπάτσης «δεν πίστεψε σε καμιάν αισθητική θεωρία παρά μονάχα στα μάτια του και το συναίσθημά του», γιατί είχε αντιληφθεί ότι «Οι σχολές ζωγραφικής νεκρώνουν τα ταλέντα» και δήλωνε με έμφαση: «Ό,τι μ’ ελκύει, ό,τι μου σταματήσει το μάτι… Κάμω ενσταντανέ όχι πόζα. Ζητώ την απόχρωση της στιγμής». Έτσι, σκιτσάρησε γλέντια, λαϊκές γιορτές και πανηγύρια, τη λεσβιακή λεβεντιά, τη βράκα, το τσάκισμα της μέσης, το χορό. Στη Γενεύη στη Σύνοδο της Κοινωνίας των Εθνών σκιτσάρησε τις πολιτικές προσωπικότητες και αναγνωρίστηκε κορυφαίος στο είδος του. Ζωγράφισε ακουαρέλες και λάδι, ασχολήθηκε λίγο και με χαρακτική. Παράλληλα, αναδείχτηκε και ως διανοούμενος. Έγινε φίλος του Μυριβήλη, έμαθε από αυτόν, έκανε προτάσεις για τις αλλαγές στη Ζωή εν Τάφω, ενστερνίστηκε τις ιδέες του για την ανασύσταση του πνεύματος της Ψάπφας και την αναβίωση του αιολικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό συνέθεσε και την ανέκδοτη εργασία «Σαπφώ η παντοτινή», της οποίας το πρώτο μέρος «Η λύρα δεν είναι σύμβολο» παρουσίασε ο Β. Καραγιάννης το 1979 στα Αιολικά Γράμματα. Οι δραστηριότητές του Πρωτοπάτση όμως δεν σταματούν εκεί. Γίνεται ο θεωρητικός της Λεσβιακής Άνοιξης, το πρωτοπαλίκαρο της παρέας των λογίων (της Ορδής των βασιβουζούκων, όπως λέγονταν), τάχτηκε στο πλευρό των δημοτικιστών πιστεύοντας πως η δημοτική πρέπει «ν’ απλωθεί σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και όχι μόνο στη λογοτεχνία», εξέδιδε μαζί με άλλους το έντυπο «Οι μαλλιαροί της Μυτιλήνης», έγραφε δημοσιεύματα υπέρ του Βενιζέλου.
Και μέσα σε όλα δεν ξεχνούσε τον Μπωντλαίρ. Ο Βαλέτας κάνει λόγο για είκοσι πέντε χρόνια ενασχόλησης και ο ποιητής Αλέξανδρος Μπάρας εξηγεί το γιατί με τον Μπωντλαίρ: γιατί αγαπά τον ποιητή του, τον αγώνα του, τις ψυχικές διακυμάνσεις του, όλα εκείνα που συνιστούν την «μεταφυσική» του, τη «δικαίωσή» του, τις «ανανήψεις» του, τις «πτήσεις του στα υπερκόσμια», τις «μελαγχολικές του πεδιάδες…».
Ο Μολίνος, συγκρίνοντας τη ζωή του ποιητή και του μεταφραστή βρίσκει δύο αλληλοκαλυπτόμενες προσωπικότητες. Και οι δύο διέκοψαν τις σπουδές τους, έζησαν ανεξάρτητη ζωή, σκανδάλισαν με το έργο τους. Και οι δύο πέθαναν νέοι, ο ένας από εγκεφαλικό και ο άλλος από καρκίνο στον εγκέφαλο. Ο Πρωτοπάτσης θαύμαζε στον Μποντλέρ την ειλικρίνειά του, αναγνώριζε την ανάγκη και τη φρίκη της εξομολόγησης, κατανοούσε ότι ήθελε να τον θαυμάζουν και όχι να τον λυπούνται. Αυτά και πολλά άλλα ήταν εκείνα που τον έκαναν να δώσει τον δικό του αγώνα να τον μεταφράσει και τρία χρόνια πριν πεθάνει να εκδώσει τα πενήντα μόνο ποιήματα, ξέροντας ότι «το απόλυτο είνε αζύγωτο» αλλά έρχεται κάποια στιγμή που είναι «παρουσιάσιμο». «Η δύσκολη εποχή μ’ αναγκάζει να μη δώσω τ’ Άνθη του Κακού ολόκληρα», έγραφε. Εξέδωσε λίγα και τα μοίρασε στους φίλους. Τρία χρόνια μετά, το 1947, πέθανε.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι ο Πρόλογος του ίδιου του Πρωτοπάτση για την έκδοση των πενήντα ποιημάτων, το 1944, μια μετάφραση που ξεκίνησε ως «εγωιστική άσκηση κ’ ευχαρίστηση» και κατέληξε έργο ζωής χωρίς τέλος που όλο βελτίωνε, άλλαζε, τροποποιούσε. Η επιλογή των ποιημάτων είναι «αναγκαστικά αυθαίρετη», λέει. Ο μεταφραστής προβληματίζεται με το κριτήριο της επιλογής, την αδυναμία κάποιες στιγμές να μεταφράσει. Ωστόσο, η επιλογή έγινε. Προτιμήθηκαν τα πιο «αυτόνομα κομμάτια», εκείνα που δεν χρειάζονταν σχολιασμό και μια σημαντική παρατήρηση: «μόνο με το έντυπο έχει ο συγγραφέας κάποιαν αίσθηση της δουλειάς του που το χειρόγραφο δεν μπορεί να του τη δώσει».
Ακολουθεί η «Σημείωση του μεταφραστή». Ένα εξαντλητικό κείμενο πάνω στις εκδόσεις του μπωντλερικού έργου. 1857, 1861, 1868, 1922, ποια ποιήματα παραλήφθηκαν από τη μία στην άλλη, ποια προστέθηκαν, ποια άλλαξαν πότε, από ποιους και γιατί. Τι έγινε με τα «Απαγορευμένα», με τα «Παρνασσικά», ποια ήταν η τύχη των ποιημάτων της συλλογής «Τα Ναυάγια», ποιες διαφωνίες, διαμαρτυρίες είχαν εκδότες και επιμελητές.
Ανάλογη είναι και η περιπέτεια της μετάφρασης∙ τι θα συμπεριλάβει σε ποια ενότητα και πώς θα ταιριάξει τα ποιήματα, πώς θα βάλει τάξη σε ένα χάος. Το χάος το τακτοποίησε και καταλήγει: «θα ήμουν ο χειρότερος αχάριστος, αν δεν φανέρωνα εδώ όλη την ευγνωμοσύνη, τη θερμή, τη βαθιά, στο μεγάλο μου δάσκαλο και σεβαστό μου φίλο Ιάκωβο Κρεπέ. Οι κριτικές εκδόσεις του των έργων του Μπωντλαίρ, οι μελέτες, τ’ αμέτρητα άρθρα του… τα “Μπωντλαιρικά Ψίχουλα” … ουσιαστική τροφή… απαραίτητη …κοινή οφειλή που συμμερίζεται κάθε μπλωντλαιριστής… Έχω προσωπικό χρέος απέναντί του την ανεπιφύλακτη , την αληθινά πατρική υποδοχή που, άγνωστος και ξένος, βρήκα κοντά του».
Η ωραία και πλούσια περιδιάβαση στην προσωπικότητα του Πρωτοπάτση στα «γραφειοκρατικά» της μετάφρασης τελείωσε. Ακολουθούν τα ποιήματα. Εδώ παραθέτουμε μεταφραστικά δείγματα από το πλούσιο τραπέζι του Μπωντλαίρ και του Πρωτοπάτση.
Η τελευταία στροφή του ποιήματος «Προς τον αναγνώστη»:
Πλήξη! – Δάκρυ’ αθέλητα στο βλέφαρό της τρέμουν,
Κρεμάλες μέσα στον καπνό νείρεται του λουλά.
Το ξέρεις, αναγνώστη μου, τ’ αβρό τέρας καλά,
-Υποκριτή αναγνώστη εσύ- παρόμοιε μου – αδελφέ μου!
Η δεύτερη στροφή από το ποίημα «Η όρεξη του μηδενός»:
Αφανισμένε νου! Για σε γεροκουρσάρε πια
Δεν έχει χάρη ο έρωτας, η μάχη δε σε φραίνει∙
Έχετε γεια, ύμνοι του χαλκού, του αυλού τόνοι θλιμένοι!
Μην προσκαλείτε πια, ηδονές, τέτοια μουγγή καρδιά!
Έχασε η Άνοιξη η γλυκιά, κάθε της μυρουδιά!
Και οι δύο τελευταίες στροφές από το ποίημα «Σε μια διαβάτισσα»:
Μιαν αστραπή… κι απέ η νυχτιά!-Φευγατική ομορφιά,
Που μ’ έκανε το βλέμμα σου ξάφνου να ξαναζήσω,
Πριν απ’ την αιωνιότητα μη θα σε συναντήσω;
Αλλού πολύ μακρυά από δω, αργά, ίσως ποτές πια!
Γιατί δεν ξέρω που έφυγες, δεν ξέρεις πού τραβούσα ,
Ω εσύ, ω εσύ, που τόνιωσες πόσο θα σ’ αγαπούσα!
Η μετάφραση των ποιημάτων του Μπωντλαίρ, καλοδουλεμένη, με επιτυχημένη ομοιοκαταληξία, από τον Αντώνη Πρωτοπάτση είναι πλέον γεγονός. Και ενώ έχουν περάσει 75 χρόνια μετά την έκδοση των πενήντα ποιημάτων, είναι νέα, φρέσκια, μερικές λέξεις μόνο σηκώνουν το βάρος της ηλικίας. Ο Πρωτοπάτσης, ο «μερακλής», συνέθεσε τη μετάφρασή του με ευαισθησία, με τρυφερότητα, με αγάπη, νιώθοντας βαθιά ευθύνη για το υλικό που είχε στα χέρια του. Είναι πραγματωμένη σε ωραία επιμελημένη έκδοση με την εικόνα του ποιητή, ξυλογραφία ίσως, στο εξώφυλλο και στο μέσα φύλλο του βιβλίου, ενώνοντας τη τέχνη του μεταφραστή με αυτήν του σκιτσογράφου. Εικόνα, που ο ίδιος ο φιλοτέχνησε, βασισμένος στο πορτρέτο του Etienne Carjat (1862) το οποίο σύμφωνα με τον μελετητή Κρεσέντσιο Σαντζίλιο «δείχνει τα ενδότερα της ψυχής του ποιητή στο πρόσωπο και στα μάτια». Θα ήταν ευχαριστημένος αν έβλεπε την θαυμάσια αυτή έκδοση. Θα ένιωθε, ίσως, ότι ζύγωσε το «απόλυτο αζύγωτο» και ο κριτής χρόνος δικαίωσε την ευγενική φιλοδοξία του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]