Ο τόμος Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική (εκδ. Καστανιώτη, 2019), αποτελείται από δέκα μελέτες που συνιστούν τα κείμενα που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο που διοργανώθηκε τον Φεβρουάριο του 2018 από τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Πρόκειται για μελέτες από ανθρώπους-ερευνητές της ζωής και του έργου του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα και η κάθε μια από αυτές προσφέρει μια ξεχωριστή ματιά και ερμηνεία της πολιτικής διαδρομής του Καζαντζάκη. Την επιμέλεια του τόμου φέρουν η Ιωάννα Σπηλιοπούλου και ο Νίκος Χρυσός.
Το μελέτημα αυτό είναι σημαντικό για δύο λόγους: αφενός γιατί έρχεται να καλύψει πολλά κενά που υπάρχουν μέχρι σήμερα στη γνώση μας για την πολιτική δράση του Καζαντζάκη και αφετέρου, επειδή καταδεικνύει την αναγκαιότητα να συνεχίσουν να γίνονται εξειδικευμένες μελέτες σχετικά με το έργο του Καζαντζάκη. Ο δεύτερος λόγος προκύπτει από το γεγονός ότι, ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στο σύνολο της βιβλιογραφικής παραγωγής που αφορά το έργο του Νίκου Καζαντζάκη μέχρι σήμερα, συνειδητοποιεί πως για πολλά χρόνια υπήρχε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο είδος των μελετών που δημοσιεύονταν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να αναπαράγονται τα ίδια συμπεράσματα, δίχως ουσιαστικές επισημάνσεις. Έτσι, υπήρχε σχετική έλλειψη από νέες προτάσεις, ικανές να δώσουν ώθηση σε μια πιο παραγωγική σκέψη και ανάλυση πάνω στον τρόπο ανάπτυξης των έργων του Καζαντζάκη.
Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι η πολιτική διάσταση και δράση του Νίκου Καζαντζάκη, θα ήταν παράλειψη να μην γίνει αναφορά σε μια άλλη, σχετικώς πρόσφατη, μελέτη με τον τίτλο Ο «πολιτικός» Νίκος Καζαντζάκης από τον Παύλο Τζερμιά (εκδ. Σιδέρης, 2010). Στον πληθωρικό αυτό τόμο επιχειρείται από τον συγγραφέα για πρώτη φορά μια αναλυτική παρουσίαση του θέματος της πολιτικής διάστασης του Καζαντζάκη. Είναι γεγονός πως το θέμα της εξέτασης του Καζαντζάκη ως πολιτικού όντος, μέσα από τα έργα του, όσο και τις επιστολές και τα άρθρα του στις εφημερίδες, είναι ένα μεγάλο ζήτημα και χωράει πολλή συζήτηση και έρευνα. Είναι θετικό που τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν τα κομμάτια του παζλ που θα δημιουργήσουν μια συνολική εικόνα σε αυτό το θέμα.
Το βιβλίο προλογίζει η Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία, χάρη στη μακρόχρονη ερευνητική ενασχόλησή της με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, μάς δίνει μια πολύ καλή εισαγωγή στα θέματα των κειμένων. Συνοψίζοντας τα βασικά σημεία της κάθε μελέτης, επιτρέπει στους αναγνώστες να σχηματίσουν μια εικόνα για τον τρόπο που θα γίνει η προσέγγιση του ζητήματος της πολιτικής δράσης και λειτουργεί ως χρήσιμος οδηγός για την κατατόπιση του αναγνώστη, ακόμη και αυτού που δεν έχει ερευνητική επαφή με το έργο του Καζαντζάκη.
Στο πρώτο κείμενο ο Peter Bien αφορμάται από επιστολές που ο Καζαντζάκης έστειλε σε συνομιλητές του (Πρεβελάκης, Μαρκάκης). Σε αυτές αναφέρεται η πνευματική οφειλή του στη διδασκαλία του Γάλλου φιλοσόφου και ακαδημαϊκού Ανρί Μπερξόν, μαθήματα του οποίου είχε παρακολουθήσει στη Σορβόννη το 1908. Η βασική φιλοσοφική ιδέα, την οποία αφομοίωσε και εισήγαγε στην Ελλάδα μέσω μιας μελέτης που έγραψε για τον Μπερξόν (δημοσιεύτηκε ως «Η. Bergson» στο Δελτίον Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1913) αφορά το elan vital, τη ζωική ορμή, η οποία είναι η δημιουργική τάση που βοηθάει τον άνθρωπο και τα πράγματα στη Γη να εξελιχθούν. Αυτή η ορμή είναι για τον Καζαντζάκη η ανάγκη για ζωή, ενώ ο Μπερξόν την περιγράφει ως πνεύμα, κίνηση και δημιουργία. Όπως σημειώνει ο Bien, ο Μπερξόν μεταδίδει στον Καζαντζάκη την ιδέα για την αξία της ελευθερίας ως την εσωτερική κατάσταση μιας δημιουργικής, ασυμβίβαστης ψυχής. Ο Bien εντοπίζει πως ο Καζαντζάκης στα μυθιστορήματά του, αλλά και στην Οδύσεια, μετουσιώνει την ιδέα της ελευθερίας σε δράση των πρωταγωνιστών, μέσω της αφηγηματικής πλοκής. Ουσιαστικά, οι καζαντζακικοί ήρωες ενσαρκώνουν το elan vital, τον αγώνα για ζωή.
Η Αθηνά Βουγιούκα στο δεύτερο κείμενο εντοπίζει την ανησυχία, στην οποία βρίσκεται ο Καζαντζάκης, μαζί βέβαια και ο υπόλοιπος κόσμος, την εποχή που γράφει το έργο του Ασκητική (η περίοδος γραφής είναι μεταξύ 1922 και 1923, δημοσιεύεται το 1927). Είναι η εποχή που η Ευρώπη βρίσκεται σε αναταραχή, οι παλιές αξίες που έφεραν τον πόλεμο και την παρακμή κλείνουν τον κύκλο τους, ενώ παράλληλα γεννιούνται νέες. Ο Καζαντζάκης αντιλαμβάνεται αυτήν την αλλαγή, καθώς ζει εκτός Ελλάδας (Βιέννη, Βερολίνο) και συνομιλεί με ανθρώπους που θεωρούν επιτακτική την ανάγκη αναμόρφωσης του πολιτισμού που έχει χάσει το σημείο αναφοράς του. Θα γράψει στην Ασκητική: «Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη. Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της. Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μες στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει. Δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης». Προσπαθεί να γίνει άνθρωπος της πράξης. Ταξιδεύει τέσσερις φορές στη Ρωσία, προκειμένου να ζήσει από κοντά αυτό που φαντάζεται ως κοσμογονική αλλαγή (την Οκτωβριανή επανάσταση). Παράλληλα, ταξιδεύει σε μεγάλο μέρος της Ασίας (Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Σινά) και στην Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος) για να βιώσει το παγκόσμιο πνεύμα της ζωικής ορμής.
Εξαιτίας της σχέσης του με τους κομμουνιστές της Γερμανίας και κυρίως με τη Ρωσία, υπήρχε η άποψη πως ο Καζαντζάκης ήταν κομμουνιστής. Η Βουγιούκα εντοπίζει σωστά πως ο Καζαντζάκης προσεγγίζει με διαλεκτικό τρόπο τον κομμουνισμό, επισημαίνοντας τα σημεία στα οποία χρειάζεται να αλλάξει και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και τονίζοντας αυτά που φαίνονται χρήσιμα για τον ανθρώπινο αγώνα. Ωστόσο, πολύ σωστά διευκρινίζεται ότι ο Καζαντζάκης δεν ταυτίζεται με τη θεωρία του κομμουνισμού, όπως δεν ταυτίστηκε με κάποια άλλη ιδεολογία. Παραμένει ουμανιστής, υπέρμαχος της ελευθερίας και θεωρεί πως ο άνθρωπος αδικεί τον εαυτό του όταν γίνεται δογματικός υπέρμαχος μιας μόνης πολιτικής ιδεολογίας, απορρίπτοντας τον διάλογο με άλλες ιδέες. Θετικό δείγμα της προσήλωσής του στον αγώνα για ειρήνη των λαών παραμένει η πεποίθησή του πως, όταν και όπου ο άνθρωπος βρίσκεται σε καθεστώς τυραννίας και καταπίεσης, πρέπει να αγωνίζεται ηρωικά για εθνική και κοινωνική ελευθερία. Έτσι, θα υπερασπιστεί με δημοσίευμά του στο περιοδικό Νέα Εστία τον λαό της Κύπρου, όταν ξέσπασε ο ένοπλος αγώνας κατά των Άγγλων.
Στο τρίτο κείμενο του τόμου ο Κωνσταντίνος Δημάδης επιχειρεί να εξετάσει τη σχέση του Καζαντζάκη με το κίνημα του φασισμού. Μέσα από αναφορές σε επιστολές και άρθρα του Καζαντζάκη σε εφημερίδες, ο Δημάδης πιάνει το νήμα της υπόθεσης από την εποχή που ο συγγραφέας βρισκόταν στην Ισπανία, όταν δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν στον ισπανικό εμφύλιο. Όσο μένει στη Μαδρίτη, αρθρογραφεί και στέλνει ανταποκρίσεις στην Καθημερινή γύρω από τις εξελίξεις στην Ισπανική επικράτεια. Αργότερα, με το ξέσπασμα του εμφυλίου, αρθρογραφεί για την πορεία των εθνικιστών από το στρατόπεδο του Φράνκο, ενώ φαίνεται να εκφράζει θετική γνώμη για το πρόσωπο του δικτάτορα.
Οι λόγοι που μπορούν να ερμηνεύσουν τη θετική στάση του έχουν αναλυθεί εδώ και καιρό, επισημαίνοντας ένα μοναδικό χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του Καζαντζάκη. Αυτό που τον γοητεύει είναι η δυνατότητα ενός κινήματος να έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα και να σταθεί ενεργητικά στην ασταθή εποχή της δεκαετίας του 1930. Πολύ σωστά, ο Δημάδης επισημαίνει το γεγονός ότι στα μυθιστορήματά του δεν πέρασε ίχνος αυτής της θέσης, δείγμα της κριτικής στάσης που είχε ο Καζαντζάκης απέναντι σε κάθε ιδεολογία. Τουναντίον, η πολιτική άποψη της αντίθεσης κατά της εκτέλεσης για ιδεολογικούς λόγους, μια πρακτική καθαρά φασιστική, έχει κυρίαρχη θέση στα έργα του. Επιπλέον, ο Καζαντζάκης πρώτος θα καταδικάσει, τη στιγμή που συνέβη, με ενυπόγραφο κείμενό του στην Καθημερινή, τη δολοφονία για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όπως σημειώνει ο Δημάδης, πρόκειται για κίνηση πολιτικού θάρρους σε αντίθεση με άλλες φωνές λογοτεχνών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη που σίγησαν μπροστά σε αυτό το συμβάν.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης του ο Δημάδης εξετάζει την περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας και τη σχέση του Καζαντζάκη με αυτήν. Είναι συγκλονιστική η αφήγηση του πώς έφτασε η Βρετανική κυβέρνηση να απελάσει τον Καζαντζάκη ως persona non grata για πολιτικούς λόγους, τη στιγμή που αυτή η πράξη συνέπεσε με την άρνηση ανανέωσης του διαβατηρίου του εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ως μια πράξη εκδικητικότητας για τα υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματά του, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να περάσει το υπόλοιπο της ζωής στο εξωτερικό, στην άτυπη εξορία του.
Ο Σήφης Μιχελογιάννης αναπτύσσει στο κείμενό του μια επισκόπηση της ιδεολογικής τοποθέτησης του Καζαντζάκης μέσω των έργων του. Εντοπίζει πως κυρίαρχο μοτίβο του αφηγηματικού λόγου του συγγραφέα είναι η ανάγκη για αγώνα και ελευθερία, μια ιδέα που χαρακτηρίζει και τη φιλοσοφία του. Επίσης, αναφέρεται η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και οι υπηρεσίες που προσέφερε ο πρώτος στον δεύτερο. Η πιο χαρακτηριστική δράση του Καζαντζάκη ήταν η προσπάθεια μεταφοράς στην Ελλάδα 150.000 Ελλήνων του Καυκάσου, οι οποίοι το 1919 κινδύνευαν από τις διώξεις των μπολσεβίκων της Οκτωβριανής επανάστασης. Τέλος, έχουν ενδιαφέρον οι αναφορές στα σημεία που εντοπίζονται οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στον Καζαντζάκη και τον Βενιζέλο, δεδομένου του μεγέθους των δύο προσωπικοτήτων και της πνευματικής υπόστασής τους.
Στο πέμπτο κείμενο του τόμου ο Μιχάλης Πάτσης εξετάζει τη σχέση του Καζαντζάκη με τον κομμουνισμό. Με βάση την Ασκητική ο Πάτσης αναπτύσσει τις κοινωνικές και φιλοσοφικές θέσεις του Καζαντζάκη που δείχνουν τη ριζοσπαστικότητα της σκέψης του, αλλά και τη διαλεκτική διάθεση απέναντι στις ιδέες. Αναφέρει πως μελετά και συνομιλεί με όλα τα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του, διαμορφώνοντας από νωρίς άποψη και θέση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 φαίνεται να αποδέχεται τη θεωρία του κομμουνισμού και να συζητάει για αυτόν ως κάτι που μπορεί να φέρει δικαιοσύνη στον κόσμο. Αυτό συμβαίνει όσο βρίσκεται στο Βερολίνο και έχει στενή επαφή με έναν κύκλο Εβραίων γυναικών που συζητούν εντατικά για τον κομμουνισμό και την πολιτική και κοινωνική πορεία της Ρωσίας. Το στοιχείο που κάνει τη Ρωσία να αποτελεί πόλο πνευματικής έλξης για τον Καζαντζάκη είναι η ιδέα του πώς στην αχανή αυτή χώρα μπορούν να εφαρμοστούν οι ιδέες του για ανατροπή του παλιού πολιτισμού και της αστικής τάξης και η άνοδος ενός νέου πολιτισμού με επίκεντρο τον άνθρωπο. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια αντίστοιχη αλλαγή στην Ευρώπη.
Μια αντίφαση που εντοπίζει ο Πάτσης στον Καζαντζάκη αφορά το αν ήταν άνθρωπος της θεωρίας ή της πράξης, ή και των δύο. Για τον λόγο αυτό, κάνει αναφορές σε κείμενα που γράφει και δράσεις που αναλαμβάνει ο Καζαντζάκης προκειμένου να υποστηρίξει τις ιδεολογικές του θέσεις. Ο ίδιος προσπάθησε να οργανωθεί πολιτικά σε ομάδες και φορείς που είχαν επαναστατικό και ριζοσπαστικό πρόσημο και συμφωνούσαν με την ιδεολογική του κατεύθυνση. Όταν δεν θα τα καταφέρει, θα επιχειρήσει να ιδρύσει το 1945 ένα δικό του κόμμα, τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση. Έτσι, φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, ωστόσο οι δυσκολίες πρακτικής εφαρμογής όσων είχε στο μυαλό του τον περιόρισαν στη μεταφορά της επιθυμίας του για δράση στα γραπτά του και τα μυθιστορήματά του.
Ο Γιώργος Ρωμαίος στο κείμενό του πραγματεύεται την ιδιαίτερη σχέση του Καζαντζάκη με τη Μεγάλη Βρετανία, από τη στιγμή που έγραψε το βιβλίο του Ταξιδεύοντας: Αγγλία μέχρι την οριστική απέλασή του από το νησί για πολιτικούς λόγους. Η εστιασμένη αναφορά του Ρωμαίου στη θέση που κράτησε ο Καζαντζάκης απέναντι στην πολιτική της βρετανικής υπερδύναμης τη στιγμή που η τελευταία επιθυμούσε ενεργή εμπλοκή στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, καταδεικνύει τον ακέραιο χαρακτήρα που κράτησε ο Καζαντζάκης τόσο σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, όσο και σε κάθε άλλη στιγμή, δείχνοντας έτσι το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του.
Η Φωτεινή Τομαή εξετάζει το θέμα της αντιμετώπισης του Καζαντζάκη από τις ελληνικές αρχές. Εμφανίζοντας πολλά στοιχεία από τον ατομικό φάκελό του που είχε συσταθεί και ο οποίος βρίσκεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και με βάση αποχαρακτηρισμένα δημόσια έγγραφα, παρουσιάζεται η κινητικότητα των αρχών της εποχή. Συγκεκριμένα, βλέπουμε την προσπάθεια που γίνεται να συκοφαντηθεί το έργο και η προσωπικότητα του Καζαντζάκη ως εχθρικά προς την πατρίδας, με κομμουνιστικές απόψεις. Πολεμήθηκε, ώστε το κράτος να μην ανανεώσει το διαβατήριό του την ώρα που το χρειαζόταν. Πολεμήθηκε για να μην καταφέρει να βραβευτεί με το Νομπέλ (για το θέμα αυτό υπάρχει εξαιρετική ιστορική ανάλυση στο βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα Το χαμένο Νόμπελ (εκδ. Καστανιώτη, 2015). Πολεμήθηκε για να μην καταφέρει να διοριστεί στη θέση της UNESCO, με τη δικαιολογία ότι είναι κομμουνιστής. Πολεμήθηκε για τις θέσεις που εκφράζει στα μυθιστορήματά του, με ορατό το ενδεχόμενο αφορισμού, ο οποίος τελευταία στιγμή ακυρώθηκε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Για όλα αυτά οι μαρτυρίες της Τομαή είναι αποκαλυπτικές και καταδεικνύουν το μένος και την απέχθεια της άρχουσας τάξης απέναντι σε ένα από τα φωτεινότερα μυαλά που έβγαλε αυτή η χώρα.
Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης στο κεφάλαιό του πραγματεύεται το ιστορικό ζήτημα της προσπάθειας που κατέβαλε το 1919 η ελληνική κυβέρνηση με συντονιστή ως Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως τον Νίκο Καζαντζάκη να μεταφέρει στην Ελλάδα τον αριθμό των εκατόν πενήντα χιλιάδων Ελλήνων από τον Καύκασο κάτω από την πίεση του διωγμού τους. Μέσα από αναφορές σε έγγραφα που συντάσσει ο Καζαντζάκης προς τα αρμόδια Υπουργεία φανερώνεται η αγωνιώδης προσπάθειά του να διαχειριστεί το ζήτημα, να συγκεντρώσει όσες πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν, να κανονίσει όλες τις ενέργειες που μπορούν να γίνουν και εν τέλει να καταθέσει αναλυτικό υπόμνημα με τα όσα προτείνει, όλα με την αυστηρή τακτοποίηση ενός άκρως πρακτικού μυαλού. Ο Καζαντζάκης αναδεικνύει, ακόμη, το Ζήτημα του Πόντου ως ιδιαίτερης εθνικής σημασίας, αναζητά τρόπο να βοηθήσει, επισημαίνοντας τον τεράστιο αριθμό Ελλήνων (πεντακόσιες εξηνταέξι χιλιάδες) που ζουν στα νότια παράλια της Ρωσίας και κινδυνεύουν άμεσα από αρρώστιες και την πείνα.
Όπως μας πληροφορεί ο Φωτιάδης, η ελληνική κυβέρνηση τελικά ακύρωσε το έργο διάσωσης των Ελλήνων του Πόντου, προβάλλοντας ως δικαιολογία την έλλειψη υποδομών μεταφοράς και υποδοχής τους. Το γεγονός αυτό θα έχει τραγικές συνέπειες για τους χιλιάδες Έλληνες που τελικά αφέθηκαν στη μοίρα τους και αποδεκατίστηκαν. Τα υπομνήματα που συντάσσονται την εποχή αυτή τόσο από τον Καζαντζάκη όσο και από την ελληνική κυβέρνηση έχουν ιδιαίτερη σημασία και φανερώνουν την τραγική αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να διαχειριστεί ένα, ομολογουμένως, τιτάνιο έργο, αλλά και την ακατάπαυστη προσπάθεια του Καζαντζάκη, μέχρι την τελευταία στιγμή, να δοθεί κάποια λύση. Ο Καζαντζάκης, όντας οξύνους και γνωρίζοντας την εθνολογική κατάσταση στη Μακεδονία, προτείνει να γίνει αυτή ο τόπος υποδοχής των προσφύγων, διαβλέποντας ότι έτσι θα άλλαζε η ποσόστωση των πληθυσμών, η οποία μέχρι τη στιγμή εκείνη ήταν συντριπτική κατά των Ελλήνων. Ωστόσο, όλα έμειναν στα χαρτιά, καθώς ο αριθμός που θα καταφέρει να φτάσει στην Ελλάδα είναι πολύ μικρός και ουσιαστικά, καταβεβλημένοι από τις αρρώστιες και την πείνα, δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο, ο Νίκος Χρυσός εξετάζει τη σχέση του Καζαντζάκη με ανθρώπους της Αριστεράς. Από νωρίς απέκτησε φιλικά αισθήματα προς τον ριζοσπαστικό χώρο και άρχισε να δημοσιεύει έργα με ανατρεπτικό για την εποχή περιεχόμενο. Σε αυτό το διάστημα, αλλά και αργότερα, υπήρξαν υποστηρικτές του, αλλά και επικριτές μέσα στο σώμα των διανοητών της Αριστεράς. Εξάλλου ο Καζαντζάκης στο πλαίσιο των ανεπτυγμένων γνωριμιών του με ανθρώπους από κάθε ιδεολογικό χώρο, είχε πολλές επαφές με μέλη της Αριστεράς, πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους, με τους οποίους διαλεγόταν συχνά για την πορεία των κινημάτων και τους τρόπους οργάνωσης της πολιτικής δράσης. Πέρα από αυτό, όμως, δεν εντάχθηκε σε κομματικό μηχανισμό, ούτε επεδίωξε να εξαργυρώσει τις φιλίες του με στελέχη της Αριστεράς. Εξάλλου, είναι γνωστό πως, λόγω της σχέσης του με τον Βενιζέλο και της προηγούμενης υπηρεσίας του στην κυβέρνησή του, είχε την –εσφαλμένη– φήμη του δεξιού, ενώ στον αντίποδα, εξαιτίας της ριζοσπαστικής γραφής του, της προσπάθειάς του για δημιουργία Σοσιαλιστικού κόμματος και των ταξιδιών στη Ρωσία, καθώς και την πολύχρονη θητεία του στον αγώνα για επικράτηση μιας δημοκρατικής ιδεολογίας, θεωρήθηκε –πάλι εσφαλμένως– κομμουνιστής. Ωστόσο, η δεύτερη κατηγορία του κόστισε περισσότερο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Οπως σημειώνει ο Χρυσός, σημαντικές μορφές που άσκησαν φανερά κριτική στο έργο του ήταν οι Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης και Γιάννης Κορδάτος, οι οποίοι αρχικά υπήρξαν συνοδοιπόροι του, αλλά και η πρώτη γυναίκα του, η Γαλάτεια. Η ίδια στο έργο της Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι παρουσίασε μια στρεβλή εικόνα για τον συγγραφέα και πρώην άντρα της, αδικώντας τον σε πολλά σημεία και γράφοντας σε άλλα σοβαρές ανακρίβειες. Σε παρόμοιο μονοπάτι κινήθηκε και η Έλλη Αλεξίου, αδερφή της Γαλάτειας και για χρόνια φίλη του Καζαντζάκη, στο βιβλίο της Για να γίνεις Μεγάλος.
Τέλος, ο Νίκος Ψιλάκης κλείνει τον τόμο αξιοποιώντας μαρτυρίες γνωστών και φίλων του Καζαντζάκη και σκιαγραφώντας με ψυχραιμία την προσωπικότητα του Κρητικού συγγραφέα. Αναφέρεται η παραμονή του στην Αίγινα, όπου σχεδόν εγκλωβισμένος προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην μεταφράζοντας, ενώ παράλληλα ξεκινάει την πρώτη γραφή του έργου του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Στη συνέχεια, αναφέρεται το πολύ σημαντικό ταξίδι του στην Κρήτη το 1945, όπου μετέχει στην «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη», μαζί με τους Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή. Στην πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση ο Καζαντζάκης περιγράφει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τις ωμότητες των κατακτητών και τη θηριωδία τους κατά του άμαχου πληθυσμού. Ήταν τέτοιες οι ζημιές που είχαν προκληθεί και τόσο μεγάλο το μέγεθος του πόνου των κατοίκων, που ο Καζαντζάκης θα περιγράψει πόσο βαθιά τον σημάδεψε αυτή η εμπειρία. Όπως σημειώνει ο Ψιλάκης, μέσα στο 1945 ο Καζαντζάκης θα αποφασίσει να κατέβει στην πολιτική, συγκλονισμένος από την κατάσταση που είχε περιέλθει η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Επιθυμεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη θετική προβολή της χώρας στο εξωτερικό, χάρη στις γνωριμίες του με διεθνείς προσωπικότητες. Θεωρεί πως ο χώρος του πολιτισμού είναι ένας χώρος που γνωρίζει καλά και εκπροσωπεί επάξια, ως ο ένας από τους δύο διεθνώς αναγνωρισμένους Έλληνες λογοτέχνες που ανέδειξε η χώρα, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Δεδομένων των όσων λέχθηκαν παραπάνω, μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως υπήρξαν δύο ειδών άνθρωποι απέναντι στον Νίκο Καζαντζάκη: αυτοί που τον πολέμησαν για τις ιδέες του και τα έργα του και αυτοί που τον θαύμασαν για όσα προσέφερε στον πολιτισμό της Ελλάδας. Ο Καζαντζάκης, χάρη στη συνθετική σκέψη του, μπόρεσε να συνδυάσει με επιτυχία φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες στα έργα του, ακόμη και όταν μερικές ιδέες δεν ήταν δικές του. Ωστόσο, κατάφερε να αφομοιώσει και να κατανοήσει σε βάθος όσα μελέτησε και παρουσίασε και τα οποία για την εποχή του ήταν κάτι πρωτοποριακό. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιος που να υποστηρίξει ότι ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρξε ένας μεγάλος συγγραφέας με διεθνές εκτόπισμα. Μελετώντας αυτόν τον τόμο ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως, όπως υπήρξε πολυετής η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, έτσι ήταν πολυετής και η προσπάθειά του να προσφέρει στην πολιτική.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]