[Κίρκη Κεφαλέα, Τοπία της ψυχής. Μελέτες για τη νεότερη λογοτεχνία, Αθήνα: Αρμός 2018, σελ. 248]
Το βιβλίο της Κίρκης Κεφαλέα, αναπληρώτριας καθηγήτριας Συγκριτικής Λογοτεχνίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έρχεται να προστεθεί στις μέχρι τώρα δημοσιευμένες μελέτες της συγγραφέως γύρω από τη νεοελληνική κυρίως λογοτεχνία, και πιο συγκεκριμένα γύρω από τη σχέση της με τη θεολογία [1]. Η συγγραφέας, λοιπόν, κινείται σε ένα πεδίο το οποίο, σε αντίθεση με τα ξένα πανεπιστήμια, έχει μικρή παρουσία στα καθ’ ημάς πανεπιστημιακά ιδρύματα. Με την παρούσα συναγωγή μελετημάτων, επεξεργασμένες μορφές δημοσιεύσεων σε τόμους συνεδρίων, επετηρίδες, φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες, όπως μας πληροφορεί ο πολύ χρήσιμος κατάλογος πρώτων δημοσιεύσεων στο τέλος του βιβλίου, η Κεφαλέα επιμένει στη νεότερη λογοτεχνία, αυτή τη φορά, όμως, οι μελέτες εξακτινώνονται και στην ευρωπαϊκή παραγωγή του 20ού αιώνα, αφορώντας είτε καθεαυτές περιπτώσεις ξένων δημιουργών, είτε διακειμενικές σχέσεις ελλήνων λογοτεχνών μαζί τους, είτε την σημερινή παρουσία βιβλίων της Αγίας Γραφής («Διαβάζοντας τη νέα μεταγραφή των “Ψαλμών”»). «Η σχέση της λογοτεχνίας με τη θρησκεία», γράφει η Κεφαλέα στην επιγραφόμενη «Αγία Γραφή και λογοτεχνία» μελέτη του πρώτου μέρους του βιβλίου», «με τη θρησκεία αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας, γι’ αυτό και έχει απασχολήσει στο παρελθόν και εξακολουθεί να απασχολεί πολλούς μελετητές» (σελ. 156) [2].
Λογοτεχνία και Θεολογία σε παράλληλη κίνηση
Τα Τοπία της ψυχής χωρίζονται σε τρία άνισα μεταξύ τους μέρη: το πρώτο, που καταλαμβάνει περισσότερο από το μισό του συνόλου του βιβλίου, αποτελείται από εννέα μελετήματα, τα οποία, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας στον πρόλογό της, «αναφέρονται κυρίως […] στον τρόπο με τον οποίο οι λογοτέχνες πραγματεύονται τα θρησκευτικά θέματα» (σελ. 7). Ανάμεσα στα μελετήματα βρίσκουμε το επιγραφόμενο «Μηνύματα της Αποκάλυψης στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα», το οποίο συζητά τη σχέση του “σκοτεινού” αυτού βιβλίου της Καινής Διαθήκης, το οποίο ας θυμηθούμε ότι δεν περιλαμβανόταν πάντα στον κανόνα των βιβλίων που την απάρτιζαν, με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του περασμένου αιώνα. Την αρχή της σχέσης αυτής η συγγραφέας εντοπίζει στην Καρδιά του σκότους (1902) του Joseph Conrad, ο οποίος δίνει της σκυτάλη στον W. B. Yeats της «Δευτέρας Παρουσίας» και στον T. S. Eliot της Έρημης χώρας, έργο στο οποίο θα επανέλθει η Κεφαλέα στη μελέτη «Ερημότοπος – Έρμη Χώρα – Έρημη – Χώρα – Έρημη Γη», εξετάζοντας την επίδραση του ποιήματος στον ελληνικό ποιητικό λόγο. Εκτός όμως από τον Eliot, ο Ιωάννης, φερόμενος ως συγγραφέας της Αποκάλυψης, επηρεάζει μια μεγάλη σειρά ξένων ποιητών ή πεζογράφων, και βέβαια Ελλήνων. Ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, ο Παπατσώνης με τους «Gigantes Gog et Magog», ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Εμπειρίκος, ο Παπαδίτσας από τους μεταπολεμικούς, περιλαμβάνονται στη μελέτη αυτή και η συγγραφέας της εντοπίζει στο έργο τους, σε ορισμένους για πρώτη φορά μάλιστα, την παρουσία, δηλωμένη (ως «παράθεμα» ή «υπαινιγμό», για να θυμηθούμε τις ζενετικές κατηγορίες) ή λανθάνουσα.
Δύο από τα μελετήματα του πρώτου αυτού μέρους αφορούν το έργο του Νάσου Βαγενά, ενός από τους δύο έλληνες ποιητές στους οποίους επικεντρώνεται η συγγραφέας [3]. Πρόκειται για τα μελετήματα «Νάσος Βαγενάς: Η θρησκευτικότητα ενός αγνωστικιστή» και «“Οι τρεις άγγελοι”: Διακειμενικότητα και αρνητική θεολογία». Στο πρώτο της μελέτημα για τον Βαγενά, ποιητή της γενιάς του ’70 με τις περισσότερες θρησκευτικές αναφορές, η συγγραφέας διερευνά την παρουσία θρησκευτικών αναφορών τόσο μέσω κειμενικού όσο και παρακειμενικού υλικού (τίτλοι ποιημάτων, μότο κλπ)· ο Βαγενάς, καταλήγει, «είναι ένας μυστικός σε αναζήτηση Θεού, όπως δείχνει ο συμβολισμός των θρησκευτικών αναφορών των ποιημάτων του […]» (σελ. 138). Ο φακός εστιάζει στο δεύτερο μελέτημα στο ποίημα «Οι τρεις άγγελοι»· εδώ, διερευνάται όχι μόνο η –με τη θεολογική σημασία του όρου– παρουσία των αγγέλων, αλλά εξετάζονται οι διακειμενικές σχέσεις του ποιήματος με έργα άλλων ομοτέχνων του δημιουργού του (Yeats και Nikolaus Lenau) αλλά και η διακαλλιτεχνικές σχέσεις των «Τριών αγγέλων» με τον γνωστό πίνακα «Ο πληγωμένος άγγελος» του φιλανδού ζωγράφου Hugo Simberg. «Τα ποιήματα όπου παρουσιάζεται η χριστιανική εικονογραφία είναι από τα καλύτερα του Βαγενά», παρατηρεί η Κεφαλέα. «Οι θρησκευτικές αναφορές σε αυτά δεν είναι απλά διακοσμητικές, “ποιητικές” εικόνες, αλλά εξωτερικεύουν βαθιά αισθήματα για τον άνθρωπο» (σελ. 140).
Στον παράλληλο του διακειμένου
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου συναντάμε τέσσερα μελετήματα «για λογοτεχνικά έργα που εξετάζονται κυρίως από συγκριτική σκοπιά» (σελ. 7). Δύο μελετήματα αφορούν τον άγγλο πεζογράφο John Fowles («Τζων Φάουλς: Αποκάλυψη στη νήσο Φράξο» και «Γιώργος Σεφέρης – Τζων Φάουλς: Παράλληλοι»), ένα τη σχέση του Miroslav Holub με τον Αλεξανδρινό («Μίροσλαβ Χόλουμπ – Κ. Π. Καβάφης») κι ένα την τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγενά («Νάσος Βαγενάς: Πανωραία: Ένα μυθιστόρημα σε στίχο»). Στον Μάγο (1968) του Fowles, το σημαντικότερο πεζογράφημά του, με το ταξίδι του πρωταγωνιστή του στην Ελλάδα, τη «μυστική» Φράξο (το μυθιστορηματικό όνομα των Σπετσών), έχουμε τη συνάντηση του συγγραφέα με τον Σεφέρη και την αναφορά σε αυτόν μεταξύ άλλων νεοελλήνων ποιητών (Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης), η οποία γίνεται το έναυσμα για μια αναζήτηση διακειμενικών σχέσεων μεταξύ του μυθιστορήματος και της σεφερικής Κίχλης (1947), έργα τα οποία στη μελέτη ονομάζονται «παράλληλα». Έτσι, διερευνώνται η λειτουργία του τοπίου, η αναφορά στον μύθο της Κίρκης, ο συμβολισμός του φωτός και το τέλος του καθενός μυητικού ταξιδιού.
«Τον Μίροσλαβ Χόλουμπ», μας λέει στην τρίτη κατά σειράν μελέτη, «συνδέουν με τον Καβάφη ορισμένα στοιχεία που συγκροτούν τη βάση μιας, σε εμφανή βαθμό συγγενικής ευαισθησίας» (σελ. 177). Η Κεφαλέα εστιάζει σε τρία ποιήματα του τσέχου Holub και διακρίνει παραλληλίες μεταξύ των δύο δημιουργών, μορφικές και θεματικές. Με τον Βαγενά και πάλι καταπιάνεται στην τέταρτη μελέτη η συγγραφέας, αυτή τη φορά με ένα μόνο βιβλίο του, την Πανωραία, έργο με το οποίο ο ποιητής από απομακρύνεται κατά ένα μέρος από τη θεματική αλλά και τη μορφή των έργων που προηγήθηκαν. Διερευνώνται τα ρεαλιστικά στοιχεία του ποιήματος, τα τοπωνύμια και τα ανθρωπονύμια που ο ποιητής χρησιμοποιεί, αλλά και στις τεχνικές των αναδρομών (flash-back) και μεταδρομών (flash-forward) που αρμόζουν τους στίχους του.
Εικόνες της Ελλάδας
Έντεκα μικρές μελέτες συγκροτούν το τρίτο και τελευταίο μέρος των Τοπίων της ψυχής, μελέτες που ανήκουν στο πεδίο της εικονολογίας (Imagologie). Στις σελίδες του τρίτου μέρους, λοιπόν, περιλαμβάνονται μελέτες που σχετίζονται με την αναπαράσταση της Ελλάδας σε κείμενα ξένων συγγραφέων («Η εικόνα της Ελλάδας στην πρόσφατη ευρωπαϊκή πεζογραφία», «Εικόνες της Ελλάδας» και «Η Ελλάδα του Μισέλ Ντεόν»), αλλά και την αναπαράσταση της πόλης («Αυτοπροσωπογραφία μιας πόλης», «Μεσολόγγι: Η εικόνα και ο στίχος», «Η Πομπηία της Λευκωσίας»). Εκκινώντας από τη θεωρητική συζήτηση για τη λογοτεχνία της πόλης [4], η συγγραφέας άλλοτε εστιάζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις λογοτεχνών και πόλεων («Ανθολογώντας την ποίηση των Βαλκανίων») κι άλλοτε θωρεί μακροσκοπικά το υλικό της.
Στα μελετήματα αυτά αναδεικνύεται παράλληλα και η υπολανθάνουσα λειτουργία που επιτελεί η αναπαράσταση μιας χώρας ή πόλης στη λογοτεχνία για την εθνική αυτοσυνειδησία: «Τόσο οι ετεροεικόνες (οι διάφοροι τύποι εικόνων που έχουν τα έθνη για άλλα έθνη) όσο και οι αυτο-εικόνες (οι διάφοροι τύποι εικόνων που έχουν τα έθνη για τον εαυτό τους), όπως παρουσιάζονται μέσα στα λογοτεχνικά κείμενα, μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας ενός έθνους. Μπορούν, έστω και έμμεσα, να μεταβάλουν ή ακόμη και να αποδυναμώσουν εθνικά παραδοσιακά κλισέ και στερεότυπα ενός λαού και, παράλληλα, να συμβάλουν στη βαθιά και ουσιαστική κατανόηση των εθνών μεταξύ τους» (σελ. 208).
Τα Τοπία της ψυχής αποτελούν μία ακόμη κατάθεση της συγγραφέως στον χώρο των ελληνικών λογοτεχνικών σπουδών, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα πεδίο μάλλον παρεξηγημένο και εν πολλοίς παραγνωρισμένο, αυτό της σχέσης της θρησκείας/θεολογίας με τη λογοτεχνία. Με τη βαριά θεωρητική της σκευή, που εν πολλοίς τεκμαίρεται από τη γενική και ειδική βιβλιογραφία που συνοδεύει τις μελέτες κυρίως των δύο πρώτων μερών του βιβλίου, αλλά παράλληλα σε γλώσσα κατανοητή, που καθιστά τις μελέτες ευανάγνωστες ακόμη και για τον μη ειδικό αναγνώστη, η Κίρκη Κεφαλέα μάς προσφέρει μια σειρά μελετημάτων που εύκολα θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως παραπληρωματικά· κοινοί τους αρμοί η διακειμενικότητα, η ανίχνευση των θρησκευτικών αναφορών, η πολιτισμική εικονολογία. Ο Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος υπογράφει το εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, τονίζει τη σημασία των λογοτεχνικών σπουδών στον χώρο της Θεολογίας: «Σε μια Θεολογική λοιπόν Σχολή η σπουδή της μαστορικής του λόγου (λογο-τεχνίας) αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την πρόσβαση στη σημαντική του αρρήτου μέσα από την κριτική εξοικείωση με τις δυνατότητες σημαντικής του ρητού» (σελ. 10). Η συγγραφέας, με το διδακτικό και ερευνητικό της έργο, αποδεικνύεται «μαστόρισσα», όπως το θέτει ο Γιανναράς, και μας καλεί να διευρύνουμε τους φακούς με τους οποίους διαβάζουμε ή εξετάζουμε τη λογοτεχνία.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αναφέρω ενδεικτικά τις δύο τελευταίες μονογραφίες της: Κραταιά ως θάνατος αγάπη. Το Άσμα Ασμάτων στη νεοελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Gutenberg 2015· Μη μου άπτου! Η εικόνα της Μαγδαληνής στη νεοελληνική ποίηση, Αθήνα: Gutenberg 2016 (παλιότερη έκδοση: Ίνδικτος 2004). Μια συνοπτική παρουσίαση της εικόνας της Μαγδαληνής στην καινοδιαθηκική και ευρύτερα χριστιανική γραμματεία κάνει η συγγραφέας στη μελέτη του πρώτου μέρους «Η μορφή της Μαρίας Μαγδαληνής» (σελ. 161-166).
2. Από την πιο πρόσφατη ξενόγλωσση βιβλιογραφία αναφέρω: S. M. Felch, (ed.), The Cambridge Companion to Literature and Religion (Cambridge Companions to Literature). New York: Cambridge University Press 2016. Στα καθ’ ημάς, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πρόσφατα υποστηρίχτηκε η διατριβή του Βασίλη Μακρυδήμα, Θρησκεία και Ποίηση: η περίπτωση του Τ. Κ. Παπατσώνη, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
3. Ο έτερος ποιητής είναι ο Στέφανος Μαρτζώκης στη μελέτη «Τρία αθησαύριστα ποιήματα του Στέφανου Μαρτζώκη» (σελ. 107-119). Εστιασμένη σε έναν δημιουργό είναι και η μελέτη «Οργή Θεού: Οι ελληνικές εκδοχές της “Ελεωνόρας” του Μπρύγκερ» (σελ. 42-68), με αναφορές στις μεταφράσεις του ποιήματος από έλληνες ποιητές.
4. Βλ. Λίζυ Τσιριμώκου, Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα: Άγρα 2000.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]