Είμαι σ’ ένα μπαρ και πίνω ένα Haig, με συνοδεία ξηρών καρπών. Πιο συγκεκριμένα: κάθομαι σ’ ένα άνετο μαρμάρινο τραπεζάκι —από τα πολλά που διαθέτει το κατάστημα— το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το μπαρ, πάνω στην πλατεία. Κοιτάζω ψηλά τα φύλλα των δέντρων που κινούνται από τις ανοιξιάτικες ριπές του ανέμου. Τα δροσερά μπουμπούκια μόλις έχουν ξεπεταχτεί.
Κάποια στιγμή μπαίνει ένα κουνούπι στον αυχένα μου. Φοράω μια πόλο μπλούζα και, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, αυτό έχει προσγειωθεί στον σβέρκο μου, έχει απλώσει την μουσούδα του και ρουφάει ζεστό, με γεύση αλκοόλ, αίμα. Αμέσως σηκώνω το χέρι για να το διώξω αλλά είναι αργά. Έχει ήδη αρχίσει η φαγούρα. Λυγίζω το χέρι προς τα πίσω για να φτάσω την καταραμένη πληγή που με τρώει τόσο πολύ ώστε το νιώθει ακόμη και το μικρό δακτυλάκι του ποδιού μου. Τρώγομαι. Ξύνομαι. Σηκώνω και το άλλο χέρι και ξύνω και με τα δύο. Ξύνομαι έντονα με άτσαλες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Μοιάζω σαν να κρύβω μια ποδοσφαιρική μπάλα πίσω από το κεφάλι μου και είμαι έτοιμος να εκτελέσω «πλάγιο».
Η κοπέλα που δουλεύει σερβιτόρα εξαπατάται από τις γρήγορες κινήσεις των χεριών μου και σπεύδει από το εσωτερικό του μαγαζιού να με εξυπηρετήσει. Κάνει ένα απότομο ζιγκ- ζαγκ με τους γυμνασμένους ώμους της για να αποφύγει μια παρέα νεαρών και σε μερικά δευτερόλεπτα είναι ακριβώς μπροστά μου.
«Θα θέλατε κάτι;», με ρωτάει με ύφος ναζιάρικο τεντώνοντας τα δύο της χέρια προς τα πίσω, μέχρι που συναντήθηκαν.
«Ένα Haig με πάγο σε χαμηλό», της λέω.