στον Χρήστο Αντισθένη Ζάχο
Μετά τη δημοσίευση των θέσεων και αρχών μας στο, ομολογουμένως, αρκετά λακωνικό «Μανιφέστο του Κυνικού Αυτοσαρκασμού» (το κείμενο εδώ), ένα σύντομο κείμενο με τις σκέψεις μας για την κοινωνία, τις σχέσεις των ανθρώπων, τις ηθικές αξίες και τη στάση μας απέναντι σ’ αυτές, γραφτήκανε επ’ αυτού διάφορα σχόλια στις σελίδες των κοινωνικών δικτύων και του facebook, όπου, ως επί το πλείστον και εμμέσως πλην σαφώς, οι επικριτές μας μας χαρακτηρίζουν ποταπούς, τιποτένιους, αντικοινωνικούς, διεφθαρμένους, διεστραμμένους, δειλούς, βλαβερούς, ανήθικους και μύρια άλλα, επειδή «δεν υπηρετούμε τις ηθικές αρχές», μεταξύ των οποίων «την ευπρέπεια, τη συμπόνια, τη συνεργασιμότητα, τη συνεργατικότητα, την ανδρεία, την ευγένεια, την αξιοπιστία, τη γενναιοδωρία, την εντιμότητα, την εργατικότητα, τη μετριοπάθεια, την υπομονή, τη φρόνηση, την αυτοπειθαρχία, τη διακριτικότητα κ.ά., η παρουσία των οποίων ωφελεί όλα τα μέλη της κοινωνίας, αλλά και τον καθένα χωριστά».
Σήμερα συντάσσουμε το παρόν κείμενο, σαφώς πιο αναλυτικό και επεξηγηματικό αυτή τη φορά, αφενός για να αποδείξουμε το ανυπόστατο των επιχειρημάτων τους και αφετέρου προς επίρρωση των θέσεών μας, αναλύοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις ιδιότητες μερικών πολυθρύλητων «ηθικών αξιών», αρχίζοντας από τη γενναιότητα.
Η γενναιότητα είναι, σύμφωνα με τους επικριτές μας, μια αρετή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στη δειλία και τη θρασύτητα.
Δειλία είναι το «να το βάζουμε στα πόδια» μπροστά σε κάθε κίνδυνο και θρασύτητα το να ριψοκινδυνεύουμε υπερβολικά αψηφώντας τον κίνδυνο.
Κατ’ αρχάς θα συμφωνήσουμε με το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος, ότι η γενναιότητα βρίσκεται πράγματι ανάμεσα στη δειλία και τη θρασύτητα, αλλά αναρωτιόμαστε γιατί θα πρέπει αυτό να αποτελεί το λόγο που την καθιστά «ηθική αξία» και «ιδανικό». Μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται ανάμεσα σε δύο «αρνητικές έννοιες»; Και για ποιο λόγο η δειλία και η θρασύτητα είναι «αρνητικές έννοιες»; Κανείς δεν εξήγησε! Θεωρούμε λοιπόν ότι εδώ έχουμε μια αυθαίρετη εξιδανίκευση της γενναιότητας και τίποτα περισσότερο!
Όσον αφορά τη δειλία, δεν χρειάζεται να απαντήσουμε εμείς, έχει απαντήσει ήδη ο απλός λαός με το γνωμικό του: «Όπου βρεις φαγητό, κάτσε. Όπου ξύλο, φύγε». Και έχει απόλυτο δίκιο! Ιδού λοιπόν γιατί η δειλία δεν αποτελεί απαραίτητα αρνητικό χαρακτηριστικό!
Επίσης στην κλασική ταινία του Francis Ford Coppola Apocalypse Now ο αντισυνταγματάρχης Kilgore είναι ένας αξιολάτρευτος και αγαπητός ήρωας εξαιτίας της αυθόρμητης θρασύτητάς του (μιας θρασύτητας δίχως προηγούμενο στον παγκόσμιο κινηματογράφο): Σε όλες τις μάχες όπου παίρνει μέρος δεν προφυλάσσει ούτε μία στιγμή τον εαυτό του, ούτε ακόμα όταν εκρήγνυνται βόμβες ακριβώς δίπλα του! Στέκεται όρθιος και αγέρωχος, ενώ οι στρατιώτες του προσπαθούν να καλυφθούν όπως όπως! Δεν είναι λοιπόν ο αντισυνταγματάρχης Kilgore ένας «ωραίος τρελός», μια αξιομνημόνευτη φιγούρα του παγκόσμιου κινηματογράφου; Άρα κακώς, πολύ κακώς, η θρασύτητα θεωρείται κάτι το αρνητικό!
Μια άλλη αρετή που της πλέκουν το εγκώμιο και που εμείς προσωπικά απεχθανόμαστε μετά βδελυγμίας είναι η γενναιοδωρία.
Γιατί η γενναιοδωρία υπερτερεί της σπατάλης ή της φιλαργυρίας; Γιατί θεωρείται καλύτερο το να δώσουμε κάτι από τα υπάρχοντά μας στους άλλους από το να προτιμήσουμε να τα σπαταλήσουμε μόνοι μας, ή με τους φίλους μας, ή με το άλλο (ή ίδιο) φύλο, σε ταξίδια, νυχτερινές διασκεδάσεις ή όπου αλλού θέλουμε; Ο φιλάργυρος, λένε, δίνει λίγα, ο σπάταλος πάρα πολλά. Πόσα όμως, αναρωτιόμαστε, είναι αυτά που πρέπει να δίνει κανείς ώστε να είναι γενναιόδωρος; Κανείς δεν ξέρει, γιατί απλούστατα κανείς δεν μπορεί να είναι γενναιόδωρος, μιας και η γενναιοδωρία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αφηρημένη έννοια!
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ηθικό ζήτημα με τη γενναιοδωρία: Το ιδεώδες της γενναιοδωρίας απαιτεί να δώσουμε στους άλλους όλο το χρόνο και το χρήμα μας, γιατί, όπως υποστηρίζεται, είναι άδικο να υπάρχουν φτωχοί που λιμοκτονούν, ενώ εμείς καλοπερνάμε. Έτσι το ιδανικό, λένε, είναι να απαρνηθούμε τη μέχρι τώρα ζωή μας και να δοθούμε «ψυχή τε και σώματι» στον «αγνό» αγώνα κατά της φτώχιας. Να απορρίψουμε τις όποιες ανέσεις μας, να αγνοήσουμε τις επιθυμίες μας και να δωρίσουμε τα υπάρχοντά μας στους άπορους μέχρι του σημείου να καταστήσουμε τον εαυτό μας… άπορο! Ιδού, λοιπόν, η τέλεια γενναιοδωρία, η τέλεια αυταπάρνηση! (Παρόλα αυτά δεν είδα κανέναν να δίνει όχι μόνο τον έναν από τους δύο «χιτώνες» του, αλλά ούτε καν τη ζώνη του…)
Τώρα ο λόγος για την εντιμότητα.
Όχι, δεν πιστεύουμε πως η εντιμότητα μπορεί να μας αποφέρει κάποιο όφελος. Αντίθετα η παραπλάνηση μπορεί να μας ωφελήσει πολλαπλώς, όπως έχει αποδειχτεί άλλωστε και από το βίο του… Αγίου Αθανασίου (παρόλο που δεν πιστεύουμε σε αγίους, οσίους και ιερομάρτυρες)!
Η ιστορία είναι γνωστή, αλλά ας την επαναλάβουμε:
Κάποια στιγμή ο (Άγιος) Αθανάσιος (ανοίγει παρένθεση·: τότε δεν είχε ανακηρυχθεί ακόμη «Άγιος», εξου και η παρένθεση στο «Άγιος»· κλείνει η παρένθεση) είχε φυλακιστεί από τους εχθρούς του, αλλά λίγο καιρό αργότερα κατάφερε να αποδράσει. Εξαπολύθηκε τότε ένα τρομερό κυνηγητό εναντίον του. Προσπαθώντας να ξεφύγει, ο (Άγιος) Αθανάσιος βρέθηκε σε ένα ποτάμι, και, ενώ κωπηλατούσε σε μια βάρκα, για κακή του τύχη, συναντά από το αντίθετο ρεύμα κάποιους από αυτούς που τον καταδίωκαν, οι οποίοι δεν τον αναγνωρίζουν και τον ρωτούν μήπως τυχόν ξέρει πού βρίσκεται «ο δραπέτης ο Αθανάσιος». «Όχι μακριά», τους απαντά αυτός, χαμογελώντας κάτω από τα μούσια και τα μουστάκια του, και τους προσπερνά, χωρίς να τον υποπτευθούν!
Έτσι, αν ένας άγιος, και μάλιστα όχι κάποιος άγνωστος και τυχαίος, αλλά μια εξέχουσα προσωπικότητα της αγιοσύνης, παραπλανά τον κόσμο σε κάθε ευκαιρία, με τι τρόπο να αντιμετωπίσουμε τότε εμείς, οι απλοί θνητοί, τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής μας; Ζήτω το ψεύδος και η παραπλάνηση λοιπόν!
Στο σημείο αυτό ίσως υπάρξει μια ένσταση από τους επικριτές μας: Ο Άγιος Αθανάσιος δεν ψευδολόγησε, αλλά παραπλάνησε. Ορθώς, δε διαφωνούμε. Γιατί λοιπόν αποτίνουμε φόρο τιμής στο ψεύδος;
Για να αιτιολογήσουμε την ανενδοίαστη προτίμησή μας στο ψεύδος, την ψευδολογία και την ψευδορκία, θα αναφέρουμε μια πραγματική ιστορία για την οποία κάνει λόγο ο γνωστός ιστορικός Antony Beevor.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αρκετοί Χιώτες ψαράδες φυγάδευαν με τις βάρκες τους στις ακτές της Τουρκίας Εβραίους πρόσφυγες, Άγγλους στρατιωτικούς ή Έλληνες πολιτικούς. Όμως συχνά τους σταματούσαν περιπολικά των ναζί και τους έκαναν διάφορες ερωτήσεις: πού πήγαιναν, ποιος άλλος ήταν στην βάρκα τους, κλπ. Οι ψαράδες είχαν δύο επιλογές: ή να ψευδολογήσουν και να σώσουν τους πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο στην Μέση Ανατολή, ή να πουν την αλήθεια και να χαθούν αθώες ζωές. Τρίτη επιλογή δεν υπήρχε (δε μπορούσαν να ξεφύγουν από τους ναζί αναπτύσσοντας ταχύτητα ή να σιωπήσουν). Έτσι οι Χιώτες ψαράδες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το δίλημμα: να φανούν είτε φιλάνθρωποι, αλλά ψεύτες, είτε φιλαλήθεις, αλλά μισάνθρωποι!
Τέτοιου είδους διλήμματα δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα, καθώς αντιμετωπίζονται πολύ συχνά στην καθημερινή ζωή. Θα αναφέρουμε άλλες δύο τέτοιες περιπτώσεις.
Υποθέστε ότι είστε ερωτευμένος με μια πολύ ωραία γυναίκα, με την οποία έχετε ξεκινήσει μια σχέση, και κάποια βραδιά εμφανίζεται με τα μαλλιά της βαμμένα σε ένα ασυνήθιστο και, για πολλούς, κακόγουστο χρωματισμό (ας πούμε τιρκουάζ με ροζ ανταύγειες) και σας κάνει την ερώτηση αν σας αρέσει το νέο της look. Τι θα απαντούσατε; Θα ήσασταν ευγενικός απέναντί της, για να μην της χαλάσετε τη διάθεση, ή έντιμος και ειλικρινής και θα της λέγατε την πραγματική σας γνώμη;
Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από τον Ευθύφρονα του Πλάτωνα. ο Σωκράτης, που βρίσκεται στο χώρο ενός δικαστηρίου, μαθαίνει πως ο Ευθύφρονας έχει προσέλθει για να καταγγείλει τον ίδιο του τον πατέρα για διάπραξη φόνου. Έκπληκτος, ρωτά τον Ευθύφρονα πώς είναι δυνατόν ένας γιος να διατυπώνει κατηγορίες εις βάρος του πατέρα του, για να λάβει από εκείνον την απάντηση πως δε βρίσκει κάτι οξύμωρο ή αντιφατικό στην ενέργεια αυτή. Κατά τον Ευθύφρονα, ο φόνος είναι φόνος και είναι υποχρέωση κάθε πολίτη να καταγγέλλει τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις, όποιος κι αν είναι ο δράστης.
Το επιχείρημα του Ευθύφρονα είναι ισχυρό. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση του; Θα κατηγορούσατε κάποιον από την οικογένειά σας για ένα φόνο που διέπραξε (άρα θα ήσασταν ασεβείς, αλλά δίκαιοι) ή θα μεροληπτούσατε υπέρ του (άρα θα ήσασταν άδικοι, αλλά ευσεβείς);
Ας δεχτούμε ότι ο Σωκράτης έχει δίκιο – πράγματι, πώς είναι δυνατό να κατηγορήσουμε ένα οικογενειακό μας πρόσωπο για ένα έγκλημα που διέπραξε; Όμως την ίδια μεροληπτική σκοπιά θα μπορούσαμε να έχουμε και για τα αδέρφια μας, για τους/τις συζύγους μας, για τα παιδιά μας, για τους κολλητούς μας φίλους, για τους κουμπάρους μας, για τα βαφτιστήρια μας, τους νονούς μας και τους νονούς των παιδιών μας, για τον γείτονα, που έχουμε μαζί του χρόνια πολλά τις καλύτερες σχέσεις, για την όμορφη περιπτερού της γειτονιάς μας… και ο κατάλογος συνεχίζεται επ’ αόριστον! Πού μπορεί λοιπόν να σταματήσει η μεροληψία μας; Πουθενά! Θα είμαστε πάντα μεροληπτικοί, ή τέλος πάντων πάντα θα υπάρχει λόγος να είμαστε μεροληπτικοί! Άρα δεν είμαστε ποτέ δίκαιοι!
Με τα παραπάνω παραδείγματα αποδείξαμε πως, αν κάποιος είναι φιλάνθρωπος, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και φιλαλήθης, πως, αν είναι δίκαιος, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και ευσεβής και πως, αν είναι ειλικρινής, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και ευγενικός. Έτσι, αφού οι ηθικές αρετές δεν μπορούν να εφαρμοστούν συγχρόνως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν ούτε ηθικές αξίες ούτε ηθικοί και ενάρετοι τρόποι, αφού δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις ηθικές αρετές à la carte!
Και όσοι βέβαια διατείνονται ότι είναι ηθικοί και ενάρετοι δεν είναι τίποτε άλλο από ψεύτες και υποκριτές! Οι μόνοι ειλικρινείς είμαστε εμείς, οι Κυνικοί Αυτοσαρκαστές, που δηλώνουμε ρητά και απερίφραστα πως είμαστε διεστραμμένοι και ανήθικοι! Γιατί ή ανήθικος, πλην ειλικρινής, μπορεί να είναι κανείς ή «ηθικός», πλην υποκριτής και φαύλος!
Ένα άλλο ζήτημα τώρα. Μας κατηγορούν ότι έχουμε δημιουργήσει μια «σχολή φιλοσοφίας» που δεν απευθύνεται σε ευρύ κοινό, αλλά μόνο σε κάποιους λίγους. Ότι δηλαδή το «Μανιφέστο» δεν έχει καθολικό χαρακτήρα, ότι, αν εφαρμοζόταν απ’ όλο τον κόσμο, τότε η κοινωνία θα οδηγούνταν σε παρακμή και σήψη.
Απαντάμε πως αφενός δε ζητήσαμε από ΚΑΝΕΝΑΝ να μας ακολουθήσει –απλώς ανακοινώσαμε τις ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ μας αξίες (αν σας αρέσουν ή όχι αδιάφορο!)– και αφετέρου ούτε και τα δικά σας «πιστεύω» τα εφαρμόζει, ή μπορεί να τα εφαρμόσει, όλος ο κόσμος (κι ας είναι προς όφελός του, όπως διατείνεστε)! Και βέβαια δε θυμόμαστε πότε συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε ότι τους νόμους και τους κανόνες θα τους εφαρμόζουμε όλοι! (Ήταν ομόφωνη η απόφαση; Υπήρξαν διαφωνούντες; Αν όχι, διαφωνούμε τώρα εμείς! Άραγε γιατί θα πρέπει να συμφωνούμε με τις επιλογές των προγόνων μας;) Αφήστε μας ήσυχους λοιπόν να ζήσουμε με τους ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ κανόνες, γιατί απλούστατα δεν πιστεύουμε στο περιβόητο «κοινωνικό συμβόλαιό» σας! Δεν αξίζει ούτε το χαρτί στο οποίο ΔΕΝ γράφτηκε!
Επίσης μας κατηγορούν ότι δεν είμαστε αλτρουιστές, ότι το «Μανιφέστο» είναι μια παρουσίαση, μια προβολή των καταχθόνιων και υποχθόνιων συναισθημάτων μας.
Απαντάμε πως πράγματι δεν είμαστε αλτρουιστές. Όμως, αν διαβάζατε προσεχτικά το «Μανιφέστο» μας, θα βλέπατε πως δεν είμαστε ούτε εγωιστές! Όχι, δεν είμαστε ρατσιστές: Τους μισούμε όλους! Δεν ενδιαφερόμαστε για κανέναν! Ούτε για τους άλλους, αλλά, πάνω απ’ όλα, ούτε καν για τον εαυτό μας!
Επιπλέον πιστεύουμε ότι ο αλτρουισμός έχει εγωιστικά κίνητρα! Υποστηρίζουμε πως συμπονάτε και βοηθάτε τον πλησίον σας μόνο και μόνο για να έχετε τη συνείδησή σας ήσυχη! Για να μπορείτε να κοιμάστε ξέγνοιαστοι! Το επιχείρημα ότι πρέπει να νοιαζόμαστε περισσότερο για τους άλλους απ’ ό,τι για τον εαυτό μας το βρίσκουμε αυθαίρετο και ανεδαφικό! Γιατί θα πρέπει να νοιαζόμαστε για τους άλλους; Νοιάστηκε ποτέ κανείς για μας;
Τέλος, μας κατηγορούν ως αφελείς και ασεβείς προς τα θεία, επειδή δημιουργήσαμε τους δικούς μας κανόνες, τη στιγμή που υπάρχουν κανόνες ευλογημένοι από τη Θεία Χάρη!
Τους απαντάμε:
Πρώτον: Γιατί πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει Θεός;
Δεύτερον: Ας πούμε ότι δεχόμαστε (που δε δεχόμαστε, αλλά έστω, για χάρη της συζήτησης) ότι υπάρχει Θεός. Γιατί θα πρέπει να δεχτούμε και τους κανόνες Του;
Τρίτον και σημαντικότερο: στο ψευδοερώτημά σας αν οι κανόνες είναι δίκαιοι επειδή τους ορίζει ο Θεός ή, επειδή ο Θεός τούς ορίζει, είναι οι εν λόγω κανόνες δίκαιοι, εμείς απαντάμε πως είναι… ΑΔΙΚΟΙ! Και αντιστρέφουμε το ερώτημά σας: είναι άδικοι επειδή τους ορίζει ο Θεός ή, επειδή ο Θεός τούς ορίζει, είναι οι εν λόγω κανόνες άδικοι; Ιδού, λοιπόν, το πραγματικό ερώτημα!
Έτσι, εν κατακλείδι, επαφίεται σε σας, και σε όλους βέβαια, να αξιολογήσετε και να αποφασίσετε σε ποιον κόσμο και με ποιες αρχές θέλετε να ζήσετε:
Α) Θέλετε να είστε αγαθών προθέσεων, ενώ οι άλλοι είναι εγωκεντρικοί; Θέλετε οι άλλοι να σας χτυπάνε πισώπλατα (ή μπροστά σας) προς όφελός τους και εσείς όχι μόνο να μην αντιδράτε, αλλά «να στρέφετε και την άλλην σιαγόνα»;
Β) Θέλετε να είστε εγωκεντρικός εσείς, αλλά και οι γύρω σας; Θέλετε να κοιτάτε το συμφέρον σας, τον εαυτούλη σας, να μη βοηθάτε κανέναν, αλλά να μη σας βοηθά και κανείς; Ο καθένας για την πάρτη του, και όλοι εναντίον όλων;
Γ) Θέλετε να είστε αγαθών προθέσεων τόσο εσείς όσο και οι υπόλοιποι; Θέλετε να ζείτε σε έναν κόσμο αλτρουιστών, όπου μπορεί να μην απολαμβάνετε τα όποια πλεονεκτήματα σας προσφέρει η αδιαφορία για τους άλλους, ενώ συγχρόνως θα έχετε παντού και πάντοτε υποχρεώσεις, αλλά θα έχετε, έστω, μια αξιοπρεπή μεταχείριση από τους άλλους;
Δ) Ή μήπως –λέμε μήπως– θα ήταν καλύτερα εσείς να είστε εγωκεντρικός και όλοι οι υπόλοιποι αγαθών προθέσεων; Να αποκομίζετε τα οφέλη της γενναιοδωρίας τους και του υπάρχοντος συστήματος, χωρίς να είστε αναγκασμένος να προσφέρετε το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε, χωρίς να κάνετε χάρες, χωρίς υποχρεώσεις; Ένας τυπικός «λαθρεπιβάτης». Ένας free rider.
Δρ. Χάουζ
περιοδικό Κυωνόκρανο