Ας παίξουμε κρυφτό
[Ελένη Μαρινάκη, Μετράω ως το δέκα, Μελάνι, Αθήνα 2018.]
Στο κρυφτό ένα παιδί μετράει με κλειστά τα μάτια και τα άλλα κρύβονται. Μόλις το παιδί τελειώσει το μέτρημα ανοίγει τα μάτια του και αρχίζει να ψάχνει πού έχουν κρυφτεί τα άλλα παιδιά. Η Ελένη Μαρινάκη με συνένοχο στο παιγνίδι τη Μάρω Δούκα (της αφιερώνει το βιβλίο), μετράει ως το δέκα λοιπόν, κι αναζητά τα άλλα παιδιά: κυρά Λένη, Τζούλια, Φανή, Μαρία, Νίτσα, Αλέκο, κύριο Φωκίων, Θεανώ, Αθηνούλα, Κώστα, Τάσο, Αποστόλη, Σοφία, Φωτεινή, θεία Ελληνίκη, Αργυρώ, Ίβο, Τασία, Ρίτα, Αριστέα, Θωμά, και Γιάννη. Όλα αυτά τα παιδιά που πήγαν και κρύφτηκαν μέσα στα ποιήματα του βιβλίου.
Τόλμησα αυτό το μικρό βιβλίο να το παρουσιάσω στους μαθητές μου της βιωματικής γραφής, για να εξάρω τις αρετές του, αφήνοντας να μιλήσουν πρώτα αυτοί. Η εντύπωσή τους ήταν θετική από το πρώτο ποίημα που διαβάσαμε τυχαία, ακολουθώντας την τόσο προσφιλή μας μέθοδο της στιχομαντείας, την «Ευχή»:
Το ’θαψε η Τασία το σκυλί στο περιβόλι κι
ακούει κάθε νύχτα τ’ αλυχτίσματα η γειτο-
νιά. Χειμώνα καλοκαίρι δεμένο σε δυο μέτρα
χώρο μασούσε με τα νύχια του τις φλέβες να
κόψει το σκοινί. Δώσε του Κύριε ένα χωράφι
ανοικτό κι έναν ορίζοντα να τρέχει.
Μορφολογικά τα ποιήματα της συλλογής (poème en prose) έτσι τετραγωνισμένα όπως είναι, μοιάζουν με κουτάκια για φυλακτά και τιμαλφή: ανοίγοντάς τα βρίσκεις σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, αγκράφες, βέρες, μανικετόκουμπα. Οι στίχοι βγάζουν ατόφιο συναίσθημα χωρίς να είναι καθόλου συναισθηματικοί. Οι λέξεις είναι τόσο απλές ώστε να δημιουργούν μια πρωτόγνωρη αντίληψη του κόσμου και των αντικειμένων που μας περιβάλλουν. Η απορία πως μας γεννήθηκε αυτό το δυνατό συναίσθημα από τόσο φτωχά υλικά, είναι η έκπληξη που μας επιφυλάσσει η Μαρινάκη, σε κάθε ανάγνωση των ποιημάτων της.
Με το όγδοο βιβλίο της η Ελένη Μαρινάκη έρχεται να μου επιβεβαιώσει αυτό που της έλεγα πριν χρόνια χαριτολογώντας στην πίσω αυλή του σπιτιού της στα Χανιά, πως είναι ο μεγαλύτερος ποιητής ‒όχι ποιήτρια‒ της Κρήτης. Αγέρωχη, υψιτενής, με μια ορεσίβια αυστηρότητα και μετρημένες κουβέντες. Ένα λόγο που δημιουργεί αστραπιαίες μεταφορές (ο Γιάννης σχεδιάζει μιαν ακύμαντη ζωή, και πίσω από τα κάγκελα μας πριονίζουν με τα μάτια οι φυλακισμένοι), με κοφτές εικόνες πάντα στην «κόψη της ανάσας».
Ένα βιβλίο που είναι από μόνο του εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής και το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους μαθητές μου, αλλά και στους «συναδέλφους» μου εκπαιδευτικούς. Πώς από την ελάχιστη χρήση της γλώσσας μπορεί να πετάξει η ποίηση «αιμόφυρτη στην άνοιξη».
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Μπαίνεις νύχτα στο μαγαζί με το παλτό και
χέρια παγωμένα. Το όπλο κρέμεται στην πλά-
τη. Σωπαίνουν οι φωνές κρυώνει ο καφές στο
μπρίκι. Ένας σου δίνει μια καρέκλα και ξανα-
κάθεται. Δεν βγαίνει λέξη α’ το στόμα σου.
Μάταιος κόπος, μάταιος πόλεμος. Στο πόδι
κάτω από το γόνατο βαθαίνει η σχισμή. Εκεί
που σ’ έπιασε η σφαίρα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]