Αν ανατρέξει κανείς σε περιοδικά στοχασμού και πολιτικές επιθεωρήσεις προ δεκαετίας θα διαπιστώσει, ίσως με κάποια έκπληξη, πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μας απ’ την ευδαίμονα εκείνη εποχή. Το 2003 διεξαγόταν, με τη συμμετοχή στοχαστών όπως οι Habermas, Derrida, Eco, Savater, Vattimo κ.ά., μια μεγάλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ταυτότητα, για το αν η Ευρώπη είναι ένα «κλειστό χριστιανικό κλαμπ» κι αν σ’ αυτήν θα είχε θέση η Τουρκία, για το ποια θα πρέπει να είναι η Ευρώπη του μέλλοντος κ.λπ. –όλα αυτά με αφορμή την πεποίθηση ότι το κοινό πλέον νόμισμα δίνει τη δυνατότητα οικοδόμησης και κοινών αξιών (Toni Negri) και κυρίως τις ζυμώσεις για το Ευρωσύνταγμα, το οποίο όμως ποτέ δεν υπερψηφίστηκε. Κι ίσως αυτό ακριβώς το γεγονός να σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το κοινό μας όραμα…
Αν κάτι απέδειξαν οι σχοινοτενείς εκείνες θεωρητικές συζητήσεις –στις οποίες οι πλέον ιδεαλιστές, παραγνωρίζοντας τα πνευματικά θεμέλια του πολιτισμού μας και τις παγιωμένες εθνικές πραγματικότητες υποστήριζαν ως θρησκεία της ηπείρου μας τα ανθρώπινα δικαιώματα (Kagan λ.χ.), ως γλώσσα της τη μετάφραση (Umberto Eco) και ιδεολογία της τη νομαδικότητα (Ulrich Beck, Étienne Balibar κ.ά.)– ήταν ότι: α) δεν συμμεριζόμαστε όλοι τα ίδια κριτήρια για έναν ορισμό της ευρωπαϊκής ταυτότητας και β) ότι η ίδια η ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν ταυτίζεται με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, οι πολιτικές συζητήσεις από τότε μέχρι και σήμερα δείχουν ότι η εποχή των οραμάτων έχει τελειώσει και αυτό που ενδιαφέρει είναι η απλή διαχείριση.
Δέκα χρόνια μετά, ως αποτέλεσμα αυτού του προγραμματικού ή εργαλειακού τελικά κοσμοπολιτισμού, θρησκεία όσο και ιδεολογία της Ευρώπης είναι το κεφάλαιο, ενώ νομάδες, πέρα απ’ τις καταθέσεις, έχουν γίνει οι εκατομμύρια άνεργοι νέοι της. Σε περιβάλλον οξύτατης κρίσης το οικοδόμημα τρίζει επικίνδυνα και σε μια πρόσφατη συζήτηση για τη «Νέα Ευρώπη» διαπιστώθηκε ο κίνδυνος η γηραιά ήπειρος να καταλήξει «πάρκο κλωνοποιημένων δεινοσαύρων (Τζουράσικ Παρκ) του 21ου αιώνα». Κι όμως, το πρωταρχικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης ήταν διαφορετικό –έστω κι αν τελικά εκφράστηκε, σε όλες του τις φάσεις, με όρους ξεκάθαρα οικονομικούς (Ένωση Άνθρακος και Χάλυβος, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ΟΝΕ). Η Ευρώπη της Αντίστασης, της δίκης της Νυρεμβέργης (όπου για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η έννοια του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας») και της ανάμνησης του Ολοκαυτώματος (γι’ αυτό και η άρνησή του σήμερα, πέρα από τα προφανή, συνιστά ουσιαστικά και άρνηση των αρχών που γέννησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση) επιθυμούσε να προχωρήσει με ανθρωπιστικό ιδεαλισμό σ’ ένα ειρηνικό, κοινό μέλλον, διαγράφοντας όχι μόνο τις φοβερές συγκρούσεις του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά και τις παλαιότερες (αποικιοκρατίες, εθνικισμούς, γενοκτονίες), υπέρ μιας νέας, αναστοχαστικής και εν εγρηγόρσει συνείδησης. Αυτή η ανοιχτή, πλουραλιστική συνείδηση, που θα σεβόταν τις εθνικές παραδόσεις και δεν θα τις ισοπέδωνε για χάρη μιας δήθεν «Ευρώπης των λαών» (δηλ. των καταναλωτών-θυμάτων), δεν ήρθε ποτέ, γιατί το οικοδόμημα χτίστηκε ανάποδα. Είχε ως στόχευσή του αποκλειστικά την παγκόσμια οικονομική-πολιτική ισχύ, ενώ θα έπρεπε να έχει θεμελιωθεί πάνω στην αντίσταση και στην αδυναμία που τη δημιούργησαν.
Τώρα χρειαζόμαστε μια Ευρώπη μικρότερη σε απαίτηση ισχύος και μεγαλύτερη, ή καλύτερα βαθύτερη, σε πνευματικότητα, αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Εμείς οι Έλληνες, μετά από δεκαετίες σεσημασμένου πλέον παρασιτισμού, έχουμε χάσει όποιο ηθικό πλεονέκτημα είχαμε λόγω του ένδοξου παρελθόντος μας και δεν μπορούμε να την απαιτήσουμε –κανείς δεν θα μας έπαιρνε στα σοβαρά. Μπορούμε όμως με αυταπάρνηση να την υπηρετήσουμε, και ως μονάδες και ως σύνολο, γιατί στα θεμέλια του πνευματικού οικοδομήματος μιας «αδύναμης» Ευρώπης βρίσκονται αξίες και παραδόσεις καθαρά ελληνικές. Η Ευρώπη μας χρειάζεται• όχι όμως ως ιστορικό άλλοθι, αλλά ως ανθρώπους του σήμερα, που συνεισφέρουν δημιουργικά στη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικότητας.
[Το παραπάνω κείμενο είναι το συντακτικό σημείωμα του τρίτου μας τεύχους. Το έργο που συνοδεύει την ανάρτηση είναι του Αχιλλέα Παπακώστα.]