frear

Πνευματικός κόσμος και βία – του Δημήτρη Αγγελή

 

1. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω κάπως αιρετικά τη συλλογιστική μου: Αν, όπως υποστήριξε η Άρεντ, η πράξη, ως πρωτοβουλία, είναι η απάντηση του ανθρώπου στο γεγονός της γέννησής του, η βία, ως κατεξοχήν ακραία πράξη ή καλύτερα ως ορμητική και έμπρακτη εμπάθεια, θα μπορούσε πολύ απλά να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν επιβεβαίωση της ζωής. Άλλωστε η ετυμολογική συνάφεια των δύο λέξεων «βίος» και «βία» (η βία αρχικά σήμαινε τη δύναμη, τη ρώμη, την αλκή, «βίος» στην Ιλιάδα ονομάζεται το τόξο, γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος λέει «βίος τωι ουν τόξωι όνομα βίος, έργον δε θάνατος», απόσπ. 48), δεν προλαβαίνει την πολύ μεταγενέστερη μαρξική διατύπωση περί της βίας ως «μαμμής της Ιστορίας»; Αλλά και η βιβλική ανάγνωση της ιστορίας που κάνει ο Καρλ Λέβιτ θα συμφωνούσε μ’ αυτή την ερμηνεία αφού οι πνευματικοί απόγονοι του Άβελ εξακολουθούν να ζουν στην πολιτεία του Κάιν χωρίς να είναι ούτε ιδρυτές, ούτε οικιστές της.

Και να πάμε ακόμα ένα βήμα παραπέρα: η ίδια η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν ενέχει μια βιαιότητα κι ένα στοιχείο βιασμού αφού η ύλη, είτε ξεριζώνεται από τον φυσικό της χώρο (πέτρες, μάρμαρα, σίδερα, κ.λπ.) είτε προέρχεται απ’ την καταστροφή του φυσικού κόσμου (π.χ. το ξύλο από το δέντρο), αποσπάται από την καταστατική της ηρεμία; Κι επίσης: μήπως το αυθεντικό έργο τέχνης, κι ίσως τελικά κάθε έργο τέχνης, δεν εμπεριέχει μια διαμάχη μεταξύ των αντιθετικών εκείνων δυνάμεων που συνιστούν τόν κόσμο μας (ζωή-θάνατος, ύλη-πνεύμα, κλπ), γεγονός που σχετίζεται και με την αντίληψη του Χάιντεγγερ περί εναντίωσης κόσμου και γης; Πρόκειται για τη θέση του ότι ως συμβάν αληθείας, ένα έργο τέχνης θέτει με όρους διαμάχης «σε μια ιστορική ανθρωπότητα το δίλημμα ανάμεσα στη νίκη και στην ήττα, στην ευλογία και στην κατάρα, στην κυριαρχία και στη δουλεία».

Υπάρχει, ωστόσο, σημαντική διαφορά μεταξύ της καλλιτεχνικής βιαιότητας και της μονοσήμαντης βιαιότητας, πέρα απ’ αυτή που αποτυπώνουν οι επιθετικοί προσδιορισμοί που μόλις ανέφερα. Μια πράξη για να ορθωθεί σε έργο προαπαιτεί από μέρος του δημιουργού έναν οραματισμό, μια ενατενιστική αποφασιστικότητα που είναι αποτέλεσμα υπομονής και επείγουσας ανάγκης, ενώ η πράξη βίας είναι ουσιαστικά τυφλή. Αν το έργο τέχνης, σε τελευταία ανάλυση, δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να ατενίζει κατάματα τον θάνατο (Μισέλ Γκερέν), αδιαφορώντας για την περατότητα του ανθρώπινου είδους (καθ’ ότι ανάγεται στο μέλλον), η βία αποσκοπεί στον φόνο. Το έργο τέχνης αποσκοπεί στον Άλλο, ο οποίος ως θεατής – αναγνώστης – ακροατής συμμετέχει στο δημιούργημα, ενώ στη βία ο άλλος έχει ακυρωθεί, απλώς την υφίσταται παθητικά, την υπομένει. Και γι’ αυτό δεν λέμε στην καθημερινότητά μας προκειμένου για ένα κακής ποιότητας έργο ότι «το υφιστάμεθα»;

2. Συνεχίζοντας στο θέμα της συσχέτισης του έργου τέχνης με την βίαιη πράξη, θα ήθελα τώρα να περάσω από τη θεωρητική συζήτηση σ’ ένα πολύ πρακτικό θέμα, το οποίο με έχει προβληματίσει και προσωπικά: μπορεί άραγε ένα έργο τέχνης να αποτελεί και πράξη βίας; Νομίζω πως ναι και δεν αναφέρομαι όπως πριν στην αισθητική του (π.χ. έργα ναζιστικής ή σταλινικής περιόδου), αλλά στην ίδια την ουσία του.

Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω ένα πολυσυζητημένο παράδειγμα: Στις 30 Σεπτεμβρίου 2005 ο δανός σκιτσογράφος Kurt Westergaard δημοσίευσε γελοιογραφίες του Μωάμεθ προκαλώντας οργή, θυελλώδεις διαδηλώσεις, μηνύσεις, απειλές κατά της ζωής του, δηλαδή βία. Το θέμα, μάλιστα, ξαναήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα γιατί με την ευκαιρία της 5ης επετείου από το γεγονός (!), ξανακυκλοφόρησαν τα σκίτσα, αυτή τη φορά σε βιβλίο, με τίτλο Η τυραννία της σιωπής. Εδώ κατά τη γνώμη υπάρχει θέμα: δημοσιεύονται γελοιογραφίες του Μωάμεθ όταν για το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου η απεικόνιση του Προφήτη θεωρείται ως βλασφημία και ύβρις, και μάλιστα ο ίδιος ο Μωάμεθ παριστάνεται ως τρομοκράτης! Για τα μάτια ενός Δυτικού, βέβαια, αυτή η πράξη δεν συνιστά καν πρόκληση, αφού αντίστοιχες αναπαραστάσεις του Χριστού έχουν κυκλοφορήσει χιλιάδες, όμως το γεγονός δεν είναι και τόσο αυτονόητο για τη ματιά ενός μουσουλμάνου. Για να το θέσω αλλιώς: Ούτε η καθολικότητα του έργου τέχνης είναι δεδομένη (οι γνώμες περί του ωραίου διαφέρουν και μεταξύ ανθρώπων και πολύ περισσότερο μεταξύ πολιτισμών), ούτε η έννοια των δικαιωμάτων λογίζεται ως οικουμενική απ’ όλο τον κόσμο. Να μην ξεχνάμε ότι ο ισλαμικός κόσμος είναι δομημένος με βάση τον κοινοτισμό, ενώ τα ανθρώπινα δικαιώματα εκφράζουν σαφώς έναν ατομοκεντρικό πολιτισμό.

Ασφαλώς, όλοι έχουμε το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, αλλά εάν μας έρθει να εξυβρίσουμε κάποιον ή να του πετάξουμε στα καλά καθούμενα πέτρες, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν κι αυτός με τη σειρά του μας απαντήσει ή μας κάνει μήνυση. Εδώ λοιπόν προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα, ιδιαίτερα ευαίσθητα και δυσεπίλυτα: αν περιορίσουμε την ελεύθερη έκφραση, δεν σχετικοποιούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα που ως τέτοιο θα έπρεπε να έχει απόλυτη αξία; Και ποιος θα θέσει τα όρια μεταξύ επιτρεπτού και απαγορευμένου; Μπορεί ο καλλιτέχνης να προκαλεί καθυβρίζοντας έναν ολόκληρο κόσμο για το αξιακό του σύμπαν, δηλαδή για αυτό που είναι, για την ταυτότητά του; Κι ανάποδα: Μπορεί ένας μουσουλμάνος να επιβάλλει τις δικές του αξίες σε έναν δυτικοευρωπαίο που σκέφτεται διαφορετικά; Οποιαδήποτε απόλυτη πολιτειακή απάντηση νομικού χαρακτήρα –ως γνωστό, ο νομοθέτης δεν μπορεί να σκέφτεται περιπτωσιολογικά– θα είναι τελικά μονομερής και μπορεί να επιβάλλει φασιστικού τύπου απαγορεύσεις και για τις δύο πλευρές. Σ’ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, είναι χρέος του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη να θέσει ο ίδιος όρια και ν’ αναλάβει, ανάλογα, την ευθύνη του. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον καθορίζει ως πνευματικό άνθρωπο.

3. Υπάρχει μια βασική παρεξήγηση σχετικά με την έννοια του πνευματικού ανθρώπου, η οποία θα μου επιτρέψετε να πω ότι αποτυπώνεται και στον τίτλο της σημερινής ημερίδας. Το ότι είμαστε συγγραφείς δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι είμαστε και πνευματικοί άνθρωποι. Υπ’ αυτή την έννοια, τον βαρυσήμαντο αυτό τίτλο θα έπρεπε να τον φέρουν κι εκείνοι που γράφουν πολυσέλιδους, ευφάνταστους καζαμίες ή ευπώλητα βιβλία τύπου «Άρλεκιν». Η έννοια του πνευματικού ανθρώπου δεν αποτελεί μια δεδομένη κατάσταση, το αυτονόητο μεταφυσικό διάδημα που στέφει όλους του γράφοντες, αλλά συνιστά μια διεκδικούμενη πάντοτε ιδιότητα, που θα πρέπει να επιβεβαιώνεται σε κάθε ιστορική περίσταση εκ νέου. Και εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι η έννοια της ευθύνης: όλοι γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες κάθε είδους σκηνών βαρβαρότητας, το θέμα όμως είναι τι ηθικά και πολιτικά αντανακλαστικά διαθέτουμε, ποιες δυνάμεις αντίστασης προβάλλουμε, κατά πόσο υιοθετούμε ως δικές μας υποθέσεις τα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας. Αν για εμάς τους συγγραφείς η λογοτεχνία εκφράζει τη σαρκική μας σύνδεση με τον κόσμο, αυτό αμέσως αμέσως μας συνδέει με το χρέος της πολιτικής, που είναι η διάσωση των σωμάτων. Άρα η λογοτεχνία έχει χρέος να μιλήσει και για τη φρίκη και για την οδύνη και για την ένδεια του νυν και για οτιδήποτε τρομοκρατεί το πρόσωπο καθιστώντας το τραγικό σφάγιο μέσα στην ιστορία. Και οφείλει ακόμα μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της σύγχρονης πόλης, το οποίο από μόνο του προκαλεί βίαιες συμπεριφορές και απολίτιστες αντιδράσεις, να δείξει όχι ποιοι είμαστε, αλλά πότε είμαστε, θέτοντας για κάθε θέμα που προκύπτει το αμείλικτο ερώτημα του Αναγνωστάκη ως έσχατο, δηλαδή ως ζήτημα ζωής ή θανάτου: «Είστε υπέρ ή κατά;».

Παντού στον κόσμο μας κυριαρχεί η βία και δεν μιλάμε μόνο για τις διεθνείς συρράξεις, τις τοπικές συγκρούσεις, τις σωματικές κακοποιήσεις. Η ίδια η ελληνική κοινωνία καλλιεργεί, με επιδεικτική χυδαιότητα, την κουλτούρα της επιβολής (libido dominanti), γεγονός που σημαίνει ότι γύρω μας πλήθος άνθρωποι θυματοποιούνται καθημερινά από την ψυχολογική και συναισθηματική βία των άξεστων άλλων. Είναι οι περιπτώσεις που ο πνευματικός κόσμος οφείλει να παρεμβαίνει υπερασπιζόμενος υπεύθυνα όχι έναν ασαφή κατάλογο εργαλειακών δικαιωμάτων, όχι την ναρκισσευόμενη ρητορεία μιας μεταφυσικά κατοχυρωμένης ιδεολογίας, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο, την εικόνα του υπαρκτού Άλλου μέσα στην Ιστορία, ο οποίος μπορεί να είναι ξένος, διαφορετικός, αντίθετης ιδεολογίας ή νοοτροπίας, άλλης εθνικότητας ή φυλής, να μην μπορείς να σταθείς στον ίδιο χώρο μαζί του ούτε για δύο λεπτά, όμως πρέπει να τον υπερασπιστείς γιατί είναι αδύναμος και έχει την ανάγκη σου.

[Εισήγηση του συγγραφέα στην ομότιτλη ημερίδα που διοργάνωσαν στις 4 Δεκεμβρίου 2010 η Εταιρεία Συγγραφέων και το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ. Το έργο που συνοδεύει το κείμενο είναι του γνωστού καλλιτέχνη του δρόμου Banksy.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη