Ο Γιώργης ήταν ένας αγαθός μεγαλόσωμος άντρας, γίγαντας δυο μέτρα. Φτωχός, ακτήμων και ρέμπελος. Γύρναγε μ’ ένα σακάκι ανάρριχτα κι από μέσα μια πουκαμίσα ξεκούμπωτη, χειμώνα καλοκαίρι. Όταν χιόνιζε οι τρίχες στο στέρνο του έπιαναν πασπάλα το χιόνι. Ήταν κληρωτός του ’12 και πολέμησε στις επιχειρήσεις στο Μπιζάνι το ’13. Από τον πόλεμο γύρισε με παράσημο για ανδραγαθία. Τον παρασημοφόρησαν και του δώσανε έναν μικρό σταυρό από αλπακά. Να πώς άκουσα εγώ την ιστορία:
«Τους μάζεψαν κβαρ’ κι οπισθοχώρησαν. Απόμεινε ένας χότζας, ταμπουρωμένος μέσα σ’ ένα τζιαμί και θέριζε τον τόπο μ’ ένα μυδράλιο, αδύνατον να τον πλησιάσεις. Ολόκληρος λόχος μέσα στο χαράκωμα καθηλωμένος από έναν χότζα, δεν μπόραγε να ξεμυτίσει άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να πάει να τον τσακώσ’, δεν γίνεται αλλιώς, είπε ο λοχαγός, ένα καλό παιδί, Κρητικός ήτανε. Θα πάω ’γω είπε ο Γιώργης, που δεν ήξερε τι θα πει φόβος. Βγήκε από το ανάχωμα φυλαχτά, σύρθηκε σαν το φίδι, καλύφτηκε από κάτι χαλάσματα κι αγάλια αγάλια έφτασε πίσω από το τζιαμί. Σκαρφάλωσε στον τοίχο κι από ένα άνοιγμα μπήκε. Είδε τον χότζα που κάθονταν δίπλα σ’ ένα βουνό από κάλυκες, γέμιζε, σημάδευε και γάζωνε με το πολυβόλο. Πλησίασε από πίσω και τσακ, ο Γιώργης τον γράπωσε με το ’να χέρι απ’ τον σβέρκο. Τον έσφιξε και τον σήκωσε ψηλά κι ενώ ο Χότζας κούναγε χέρια και πόδια στον αέρα, σαν σκατζοχέρι, ο Γιώργης φώναξε: «Tι να τουν κάμου;». Έτσι πήρε το παράσημο ο Γιώργης».
Η Πανώργια πήρε τον Λιάκο, έναν αλαφροϊσκιωτο, βλαμμένο, που μέχρι να σηκώσει το ’να πόδι, βρώμαγε τ’ άλλο. Οι Καππαίοι είχαν σπίτια και χωράφια κι έκλεισε τα μάτια η Πανώργια και τον πήρε. Η Πανώργια έτρεχε δώθε κείθε για τις δουλειές, και τις γυναικείες και τις αντρικές. Ο Λιάκος ήτανε τεμπέλης και λίγο μετά που παντρεύτηκε βρήκε μια χαραή κι έκανε τον άρρωστο. Από το παραγώνι στο κρεβάτι κι από το κρεβάτι στο πεζούλι απόξω, όταν είχε λιακάδα, κάθονταν εκεί πέρα άπραγος και μαραμένος. Άχρηστο τον ανέβαζε και ξοφλημένο τον κατέβαζε η Πανώργια, παιδιά δεν έκαμαν.
Εκείνον το χειμώνα έβρεχε πολύ, ήπιε νερό ο τόπος κι έσερνε, ψηλά στα γκρέμελα. Μια κοτρώνα μεγάλη, ίσια μ’ ένα σπίτι, κύλησε από πάνω από τη ράχη και στάθηκε στη μέση στο χωράφι της Πανώργιας. Όταν έσιαξε ο καιρός βρήκε η Πανώργια τον Γιώργη: «Μπουρείς μωρέ λεβέντ’ να το σπάσεις αυτό το μόχαλο εκεί πέρα στα Παλιάμπιλα; γιατί θα με φάει εμένα αυτή η στενοχώρια, έχω έναν πόνο εδά πέρα μέσα μ’ αυτό το πράμα» κι ακούμπησε την παλάμη στο στήθος της.
«Εσύ μανούλα μ’ θα φέρεις μια μπουγάτσια και μια μποτίλια κρασί και θα την κάμω ’γώ την πέτρα αγκλιές. Και θα σ’ φύγ’ κι ου πόνους», της είπε ο Γιώργης.
Μια καλή μέρα πήρε πρωί πρωί ο Γιώργης τη μεγάλη τη βαρειά και πήγε στο χωράφι της Πανώργιας στα Παλιάμπελα. Μέχρι το μεσημέρι τον διέλυσε το βράχο, έτσι όπως είπε, αγκλιές τον έκαμε.
Η Πανώργια έφτιαξε μια μπουγάτσια, μια πίτα και γέμισε μια μποτίλια κρασί και πήρε το δρόμο για το χωράφι. Ο Γιώργης μόλις είχε αποσώσει τη δουλειά και κάθονταν να ξαποστάσει. Την είδε που κόντευε να φτάσει και του ’ρθε το τραγούδι:
Σαράντα με- Πανώργια μου, σαράντα μέρες περπατώ,
σαράντα μέρες περπατώ, να βρω παπά πνευματικό.
«Αχ μωρέ θεοσκοτωμένε», της άρεσε της Πανώργιας το τραγούδ’. Έστρωσε παραπέρα στο βραγό, πίσω από τις φτέρες κι εκεί πέρα πήγαν και κάθισαν, για να βάλει μια χαψιά στο στόμα τ’ ο Γιώργης. Δεν ήθελε η Πανώργια αδεκεί στη μέσ’ στου χωράφ’, μπας και τους έπαιρνε κανένα μάτι, ήτανε ντροπή να κάθεται αυτή, παντρεμένη γυναίκα, με τον ρέμπελο το Γιώργη.
Έδωσ’ ο Θεός και κίνησε γκαστρωμένη η Πανώργια, τρόμαξε μετά από δέκα χρόνια γάμο, θαύμα είπανε. Γέννησε έναν παίδαρο, παιδεύτηκε να τον κάμει. Ήτανε μεγάλο το παιδί και δεν ερχότανε και την έδεσε με μια τριχιά η Θανάσαινα η μαμή από το μαδέρι, ψηλά απ’ τον καβαλάρη κι έτσι στάθηκε όρθια και τανύστηκε και κατέβηκε το παιδί και βγήκε. Έκαμε το Γιάννο η Πανώργια, που μεγάλωσε κι έγινε ένας γίγαντας δυο μέτρα.
Ο Λιάκος σιγά σιγά το πίστεψε κι ο ίδιος πως ήταν άρρωστος και στο τέλος τον αγάπησε ο θεός και τον πήρε. Έτσι απόμεινε η Πανώργια με τον Γιάννο, που ήταν κληρωτός το ’35 και πήρε απαλλαγή από το στρατό σαν προστάτης. Ο Γιάννος ήθελε τότε να πάει στο στρατό, αλλά δεν τον άφησε η μάνα τ’, έκαμε τα χαρτιά και του πήρε απαλλαγή. Το ’40 όμως τον πήρε η επιστράτευση, ήθελε δεν ήθελε, κι έτσι βρέθηκε ο Γιάννος στο μέτωπο, στην Αλβανία. Εκεί άφησε τα κόκαλά του. Ήτανε το τάγμα του στα μετώπισθεν και ενώ πήγαινε σε μια βρύση να γεμίσει το παγούρι με νερό, ήρθε ένας όλμος κι έσκασε δίπλα του και δεν έμεινε τίποτα απ’ τον Γιάννο. Ούτε κόκαλα για να θάψει δεν της έφεραν της Πανώργιας.
Ο Γιώργης αρρώστησε, εκεί στις αρχές κατοχής, από ξηρά πλευρίτιτα και χάθηκε κι αυτός.
Αφού ησύχασαν τα πράματα της έστειλαν της Πανώργιας ένα μεγάλο χοντρό χαρτί, ένα Δίπλωμα, καθώς έλεγε και τις έδωσαν και μια συνταξούλα κι έτσι διασκέδασε λίγο τον πόνο από τον χαμό του παιδιού.
Αργότερα στα γεράματά της τη γνώρισα εγώ, γιατί έβγαινα με το λάστιχο για πουλιά και περνούσα από τ’ αλώνι της. Η Πανώργια μου γλυκομίλαγε και μου ’δινε φέτες ψωμί με ζάχαρη. Με καλούσε μέσα στο δωμάτιο και μ’ έβαζε να καθίσω στο σκαμνί για να φάω το ψωμί μου. «Φάι το ψωμί σ’, θα τα βρεις και μετά τα πλιά, δεν φεύγουν», μου ’λεγε.
Τότε ήταν που διάβασα εγώ στο φαγωμένο, από τον καιρό, χαρτί της κορνίζας, που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο κι έγραφε με καλλιγραφικά μεγάλα γράμματα, πάνω σε μία αχνή υδατογραφία σε χρώμα γαλαζοπράσινο, όλα παλιωμένα από τα χρόνια:
Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης
Εις τον Στρατιώτην Πεζικού Ιωάννην Κάππαν, η Μητέρα Πατρίς εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης.
Ημερομηνία, Σφραγίδες, Τίτλοι, Υπογραφές κι ονοματεπώνυμα με πιο ψιλά γράμματα.
Δίπλα στην κορνίζα και σ’ ένα καρφί ήταν κρεμασμένος ένας μπρούτζινος μικρός σταυρός με ανάγλυφα σχέδια, σαν δαχτυλιές. Όταν κάποτε από παιδική περιέργεια ρώτησα τη γιαγιά Πανώργια, τι ήταν αυτό, αυτή απάντησε: «Σταυρός είναι, δεν τον βλέπ’ς, ντιπ σιαϊλός είσι;» κι έμεινε ατέλειωτη η κουβέντα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Henri Cartier–Bresson. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]