στόν Δημήτρη Νόλλα
Ἡ Ντίνα, ἡ δασκάλα, ξενοπαντρεύτηκε. Πῆρε ἕναν ὀτετζή. Δέν δασκάλεψε καθόλου ἀλλά γύρισε ὅλο τόν τόπο μὲ τόν ἄντρα της. Παιδιά δέν ἔδωσε ὁ Θεός. Ὅσο ζοῦσαν τά γερόντια −μιά τήν εἴχανε− ἔρχονταν ἀριά καὶ ποῦ. Μετά χάθκαν. Χάρβαλο γένκε τό κονάκι τους.
Ἡ Ντίνα ματάρθε μαυροντυμένη μέ τίς βροχὲς τοῦ Αὐγούστου. Τί πανηγύρι νά κάμει τό χωριὸ μας τῆς Παναγίας πού δέν προλαβαίνουμε τά συχώρια καί τά μνημόσυνα. Παπά μιά στίς δυό Κυριακάδες γλέπουμε. Ἐννιά μνημόσυνα μαζωμένα εἴχαμαν προψές. Ἔβρασε κι ἡ Ντίνα στάρι στούς γοναίους της. Ἔκαμε καί τραπέζι στό μαγαζί. Ὅλα τά καλὰ εἶχε. Ἔχει καμωμένα τά κουμάντα της. Λαβαίνει καί τή σύνταξη τοῦ ὀτετζῆ. Αὐτός τραφιάστηκε πέρυσι, λέει, με τήν κούρσα του.
Περασμένα τά ’χει τά πενῆντα ἡ Ντίνα. Μεγαλοκοπέλα ἀλλά καλοστεκούμενη. Βλέπεις εἶναι ἀδούλευτη. Ἀλλὰ εἶναι καταδεχτηκιά καί καλόγνωμη. Ἔχουμε καί συγγένεια ἀπ’ τήν μάνα της. Συγγένεια ἀπ’ τόν πατέρα της ἔχει μέ τόν Γάκη. Δευτεροξάδερφα. Τό ἐσύμασε τό ἀΐσκιωτο νά φέρει σέ σειρὰ τό σπίτι της − ἀκατάντηγος εἶναι ἀλλά πιάνουν τά χέρια του καί κάνει ἀπ’ ὅλες τίς δουλειὲς τό ζαβό. Ἀλλὰ ὁ Γάκης δέν εἶχε τό μυαλό του στά μερεμέτια. Ὀρέχτηκε τήν Ντίνα καί χάλευε περσσότερα.
Τόν πλέρωσε αὐτή ἀκέρια −ἡ δουλειὰ ἀνέσωστη− καί τόν ἔστειλε ἀπ’ ἐκεῖ πού ’ρθε. Κάκιωσε τό μουρλὸ καί κίνησε νά λέει βρωμιές στό μαγαζὶ πώς, τάχα μου, δέν σκοτώθηκε ὁ ἄντρας της καί πώς ἡ Ντίνα, τάχα μου, τά ’χε μπλεγμένα μέ τόν ἀδερφό του.
Τρέχα γύρευε μέ τὶς ἀνεγνωμιές. Ἅμα χολιάσει ὁ ἄνθρωπος, δύσκολα καλοσυνεύει. Κι ἅμα εἶναι καί καψωμένος, δὲν καλοσυνεύει καθόλου.
Ἡ Ντίνα δέν εἶναι τέτοια. Σιγαληνός ἄνθρωπος εἶναι. Οὔτε κεφάλι σηκώνει οὔτε ξενοκοιτάει. Πρέπια μέ τά ὅλα της. Ἕνα τῆς γυρεύεις, δέκα σου γυρίζει. Τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι. Ἀλλά ἀπό παλιανθρώπους καί παλιανθρωπιές, τί νά περιμένεις;
Φαρμακώθηκε ἡ κοπέλα. Ἦταν ἀλλιῶς μαθημένη βλέπεις. Δέν ἤξερε τά δικά μας τά φερσίδια. Ἤξερε ἀπό κόσμο αὐτή, ὄχι ἀπό τσακάλια. Ἔτσι θραψερή ποὺ ’ναι, ποῦ νά κάνει ζάφτι τήν κακογλωσσιά.
«Ἀδελφοῦλες μου» κι «ἀδελφοῦλες μου» μᾶς ἤλεγε στὸ μνημόσυνο. Ὅλες μᾶς ἐχαιρέτησε μέ τόν τρόπο της.
Ἀφώτηγα φόρτωσε. Δέν μάθαμαν, ἂν τήν ἐπῆρε πίσω ὁ ὀτετζὴς γιά ὁ ἀδερφός του.
[ Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]