Με αφορμή τον θάνατό του, άκουσα τον ποιητή Μάρκο Μέσκο, ζωντανά, στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στις 3.1.2019, όπου συνομιλούσε με τον επίσης ποιητή Ζαχαρία Σώκο. Ο εξαιρετικός ποιητής Μέσκος, με την ωραία μεστή φωνή του, απάντησε σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν την Τέχνη του. Με συγκίνηση διαπίστωσα τη σεμνότητά του, όταν είπε πως διστάζει να πει ότι είναι ποιητής, επειδή υπάρχουν μεγάλα μεγέθη, ενώ ο ίδιος χοϊκός, ανήκει στη γη που τον γέννησε και στο χωριό του· κάπως έτσι. Κι έτσι, έπειτα, για την αντιδιαστολή, αναγκάστηκε να μνημονεύσει τα μεγάλα ονόματα της ποίησης, τα οποία, βεβαίως, κατέβασε από ξένο εικονοστάσι. Εκεί, διέκρινε τον Ντάντε, τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Πόε, τον Πάουντ, τον, τον, τον… και βεβαίως είπε ότι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για το παρόν. Άρα όλος ο δικός μας 19ος αιών και ο 20ός είναι απών. Ο χρόνος θα δείξει ποιος είναι ποιητής και σωστά είπε. Εντύπωση μου έκανε πάντως, το ότι οι «ποιητές» –και το έχω παρατηρήσει και σε άλλες πολλές περιπτώσεις, λες και έχουν συνεννοηθεί – δεν μιλούν εύκολα για τους συμπατριώτες τους, Έλληνες όντες, και για την πατρίδα τους που γέννησε την ποίηση. Διαπίστωσα, δηλαδή, πολλές φορές, πόσο πολύ αγωνίζονται να μην κάνουν λάθος και τους ξεφύγει όνομα ελληνικό και βραβευμένο. Οπότε, με μεγάλη προσπάθεια και σε έσχατη ανάγκη κάνουν αναφορά στον Όμηρο και από τον Όμηρο με άλμα πολύ πιο γρήγορο από τη φθορά, φτάνουν, άντε, και στον Σολωμό, από εκεί κι έπειτα σκοτάδι…
Οι σύγχρονοι ποιητές και αναγνώστες προχωρούν στα σκοτεινά και δεν βλέπουν αν υπάρχουν άλλοι, παρά μόνο η δική τους η γενιά. Εκεί χείμαρρος, εγώ και οι συνομήλικοί μου. Ονόματα πολλά, κατά το «Όλοι μαζί κινούμε συρφετός γυρεύοντας ομοιοκαταληξία», καθώς επεσήμαινε ο Κώστας Καρυωτάκης, πριν από εκατό χρόνια.
Όταν ο Σώκος ρώτησε τον Μέσκο τι γνώμη έχει για τους νέους ποιητές, εκείνος μεγαλόψυχα είπε ότι έχει εμπιστοσύνη στους νέους, μόνο που πρέπει να καταλάβουν, οι νέοι, ότι πρέπει να κοπιάσουν πολύ. Άρα, ο ποιητής –αν και δεν ήταν διπλωμάτης– απέφυγε να πει ότι πολλοί είναι, δυστυχώς, εκείνοι που βιάζονται κάθε χρόνο, κάθε μέρα, να ξεφουρνίζουν κι ένα ποίημα και χωρίς κόπο… Έτσι για τη δόξα ή τη λόξα του Λοξία.
Ο ποιητής είπε, επίσης, ότι πρέπει να ωριμάζουν τα ποιήματα, να μένουν πολύ καιρό· εκείνος τα έχει χρόνια στο μυαλό του μέχρι να αποφασίσει να τα γράψει κι έπειτα να τα δημοσιεύσει. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να χάνουν και τη φρεσκάδα τους. Για παράδειγμα, ανέτρεξε στον Μποντλέρ που πήγαινε στα οδοφράγματα και μετά ερχόταν στο σπίτι του και τίναζε καλά τη σκόνη από τα παπούτσια του, να απαλλαγεί από το επικαιρικό γεγονός κι έπειτα να γράψει.
Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν τουλάχιστον Έλληνα ποιητή που έκανε είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο να δημοσιεύσει το Άξιον Εστί, λέμε τώρα. Από την άλλη, ένας άλλος, Ωραίος σαν Έλληνας ποιητής, από την επικαιρότητα εκκινώντας, έγραφε για κάποιον Μπολιβάρ, που έζησε και έδρασε σε άλλη ήπειρο και άλλη εποχή, μέσα στην Κατοχή. Ο Σεφέρης, από σπόντα μπαίνει κάπου λίγο, ο Κάλβος, ο αντάρτης, ελάχιστα, ο Ρίτσος όχι, και ας καθάριζε «φρέσκα φασολάκια» η Κυρά του. Κανένας, μα κανένας, αστός δεν έχει την τύχη να μνημονευτεί, εφόσον γεννήθηκε σε κρεβάτι, σε σπίτι με στέγη από πάνω, σε πόλη και όχι σε χωριό με κοπριές και λάσπες, φορούσε παντελόνι χωρίς μπαλώματα στον πισινό. Κατά κανόνα αποκλείονται οι αστοί και οι καλοταϊσμένοι, οι σπουδασμένοι και γλωσσομαθείς, εκείνοι που ταξιδεύουν στο εξωτερικό και, κυρίως, εκείνοι που φορούν τριζάτα παπούτσια, κοινώς σκαρπίνια. Τριζάτο κέρατο αποκαλούσε τον βασανιστή του ο Βενέζης, τέτοιο είμαι κι εγώ …
Αγαπημένοι, νέοι ποιητές, μην λησμονάτε τη χώρα μας, τους πατέρες μας, μην νομίζετε πως εμείς πρώτοι ανακαλύψαμε την Αμερική. Την Αμερική, ως γνωστόν, την ανακάλυψε ο Κολόμβος εδώ και 500 χρόνια. Εμείς απλώς αναμασάμε. Ας αναμασάμε, λοιπόν, σωστά: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα άνθρωπος γένη επί της γης, έστω και όχι ποιητής, απλώς άνθρωπος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ernst Haas. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]