frear

Το φάντασμα – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Θα σας πω όσα ξέρω για τα φαντάσματα. Ένα φάντασμα χρειάζεται χώρο, και μάλιστα περισσότερο απ’ όσον ένας ζωντανός. Ο ζωντανός βολεύεται και σε μια καρέκλα. Είναι σαν υπάκουο παιδί. Τον καθίζεις, του λες να μείνει εκεί, και μένει. Περιμένει στην τράπεζα μ’ έναν αριθμό στο χέρι, περιμένει στο τραπέζι να του σερβίρουν το φαΐ. Στριμώχνεται σ’ ένα λεωφορείο, και μπορεί μεν να δυσφορεί, αλλά τελικά βολεύεται μ’ ένα κενό που ίσα ίσα χωράει το σώμα του. Τα παπούτσια του είναι περίπου όσο τα πόδια του, μια ιδέα μονάχα μεγαλύτερα, για να μην τον χτυπάνε. Το καπέλο του είναι όσο η περίμετρος του κεφαλιού του πάνω από τα φρύδια. Οι τσέπες του πανταλονιού του ίσα που χωρούν το χέρι. Ο ανδρισμός του ανθρώπου στριμώχνεται μέσα στο εσώρουχο, η θηλυκότητά του μέσα σ’ έναν σφιχτό στηθόδεσμο.

Το σώμα ενός ζωντανού είναι το απόλυτο όριό του. Δεν είναι ούτε μικρός ούτε μεγάλος· είναι ακριβώς τόσος όσος είναι.

Ενώ ένα φάντασμα μας κάνει απλώς τη χάρη να εμφανίζεται με ανθρώπινες διαστάσεις για να το καταλάβουμε, ειδάλλως δεν θα το καταλαβαίναμε και μπορεί κιόλας να παραφρονούσαμε. Ένα φάντασμα είναι ένα παράδοξο. Κι ας χωράει μέσ’ από μια κλειδαρότρυπα, ακόμα και μέσα απ’ το κεφάλι μιας βελόνας, είναι απέραντο. Δεν θα βρείτε ποτέ ένα φάντασμα σε γιορτινά τραπέζια γεμάτα ανθρώπους: γεμάτα γέλια, παιδιά, μπουκωμένα στόματα, κουδουνίσματα μαχαιροπίρουνων σε πιάτα. Οι νεκροί σε τούτα τα τραπέζια δεν είναι φαντάσματα παρά μόνο ιστορίες που τις λένε οι ζωντανοί. Ακόμα κι αν στο γιορτινό τραπέζι υπάρχει μια άδεια καρέκλα, κανένα φάντασμα δεν χωρά να καθίσει σ’ αυτήν. Όταν όμως αρχίσει το γιορτινό τραπέζι από χρόνο σε χρόνο να αδειάζει, ώσπου στο τέλος μένει ένας άνθρωπος μόνος του, είναι πια ο καιρός να ’ρθουν τα φαντάσματα. Γιατί αυτό είναι ένα άλλο γνώρισμά τους: πως, όσο δεν χωρούν εκεί που οι ζωντανοί είναι πολλοί, άλλο τόσο δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς έναν άνθρωπο που, μόνος στο τραπέζι, τρώει αργά τις μπουκιές, μία μία, για να γεμίσει τον άδειο χρόνο. Τότε, με την ανθρώπινη μορφή που δεν έχει πλέον, έρχεται το φάντασμα και κάθεται σε μια από τις άλλες καρέκλες, και κάνει ότι τρώει, ότι πίνει κι ότι μιλά – γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορεί πια ούτε να φάει ούτε να πιει ούτε να μιλήσει. Το φάντασμα παριστάνει ότι έχει διαστάσεις ανθρώπου, μα απλώνεται πολύ πέρα από το σώμα που έχει δανειστεί για να εμφανιστεί: σε κάθε συρτάρι, σε κάθε κρεμάστρα μες στην ντουλάπα, σε κάθε γραμμένη αράδα του σημειωματάριου με τα τηλέφωνα, σε κάθε κόγχη και χαραμάδα του έρημου σπιτιού. Το φάντασμα έρχεται ως αγγελιαφόρος, για να πει στον ζωντανό πως ήρθε η ώρα. Τότε αυτός αφήνει το μαχαίρι του, το πιρούνι του, αφάγωτη την τελευταία του μπουκιά, ανείπωτη την τελευταία του λέξη, αγένωτη την τελευταία του σκέψη, κι ακολουθεί.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Εrnst Ηaas. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη