frear

Ο Νίκος Καββαδίας του αρχείου – του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου

Μιχάλης Γελασάκης (εισαγωγή-έρευνα-κείμενα)
Νίκος Καββαδίας: ο αρμενιστής ποιητής
Αθήνα: Άγρα 2018, σελ. 456]

Ο Καββαδίας ξανά

Η τελευταία δεκαετία έφερε στο φιλολογικό προσκήνιο ορισμένα έργα γύρω από τον Νίκο Καββαδία, τα οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αποκάλυπταν στο κοινό έναν πιο προσωπικό «Μαραμπού»· το 2009, στη σειρά «Μαρτυρίες» των εκδόσεων Καστανιώτη και σε επιμέλεια Μήτσου Κασόλα, κυκλοφόρησε το βιβλίο Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του.[1] Το επόμενο έτος φαίνεται πως ήταν εξίσου παραγωγικό σε εργασίες για τον Καββαδία: σε επιμέλεια Μαίρης Μικέ κυκλοφόρησε η αλληλογραφία του ποιητή με τον Μ. Καραγάτση (εκδ. Άγρα) και η μονογραφία του Χρήστου Δανιήλ, Ξαναδιαβάζοντας τον Νίκο Καββαδία. Ποιητική και πρόσληψη (εκδ. Οδός Πανός), ενώ το 2011 εκδίδεται σε επιμέλεια και πάλι της Μαίρης Μικέ η αλληλογραφία του Καββαδία με την αδελφή του, Τζένια, και την ανιψιά του, Έλγκα (εκδόσεις Άγρα). Μετά, λοιπόν, από τις ερμηνευτικές εργασίες που προηγήθηκαν των παραπάνω (Φίλιππος Φιλίππου, Guy Michel Saunier, Δημήτρης Καλοκύρης, Μαίρη Μικέ), την αναλυτική βιβλιογράφηση του ποιητή ως το 1983 από τον Κυριάκο Ντελόπουλο (Νίκος Καββαδίας: Βιβλιογραφία 1928-1982, Αθήνα: ΕΛΙΑ 1983), την κατάρτηση λεξιλογίου για το έργο του από τον Γιώργο Τράπαλη το 11992 και τη φροντισμένη παρουσίαση από τον Saunier αθησαύριστων πεζών και ποιημάτων του Καββαδία (Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, Αθήνα: Άγρα 2005), το βάρος θα λέγαμε μετατοπίζεται στην ανάδειξη πτυχών της προσωπικότητας του ποιητή. Αναζητάμε τον Καββαδία της αλληλογραφίας, των συνεντεύξεων, των μαρτυριών ανθρώπων που τον έζησαν, αλλά και τον Καββαδία εκτός του “κανόνα” των 52 ποιημάτων των τριών εκδομένων συλλογών του και των τεσσάρων γνωστών πεζογραφημάτων του.

Το “σκαρί” του τόμου

Στη θάλασσα αυτή του πιο προσωπικού Καββαδία πλέει και το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη, Νίκος Καββαδίας: ο αρμενιστής ποιητής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα. Σαν υπότιτλος προστίθεται: «Συνεντεύξεις / Αλληλογραφία / Ανέκδοτο & άγνωστο έργο / Μαρτυρίες / Ο ναυτικός του φάκελος / Τα καράβια». Περί τίνος ο λόγος; Στην εισαγωγή του βιβλίου διαβάζουμε: «[…] παρουσιάζονται για πρώτη φορά σημαντικά ντοκουμέντα και τεκμήρια που παρέμεναν αδημοσίευτα και άγνωστα ακόμα και στους έγκριτους μελετητές του. Ανέκδοτο και αθησαύριστο έργο, συνεντεύξεις, αλληλογραφία, μαρτυρίες και τεκμήρια από τον ναυτικό του φάκελο φανερώνουν μία ακόμη διάσταση του καββαδιακού κόσμου, αλλά και του Καββαδία ως προσώπου, κάνοντας την ανάγνωση του έργου του ακόμη πιο συναρπαστική» (σελ. 31).

Παίζοντας κάπως με το θέμα, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το βιβλίο αυτό με ένα πλοίο, του οποίου τα κύρια μέρη μπορούμε να τα χωρίσουμε ως εξής: στην πλώρη του ο Καββαδίας των συνεντεύξεων, της αλληλογραφίας, αλλά και των μαρτυριών (ακόμη κι αν οι μαρτυρίες δεν τοποθετούνται αμέσως μετά τις συνεντεύξεις και την αλληλογραφία στη διάταξη του τόμου)· στο μέσο ο δημιουργός Καββαδίας, των αδημοσίευτων και αθησαύριστων ποιημάτων, καθώς και ο «εξω-ποιητικός» Καββαδίας των κριτικών κειμένων και των μεταφράσεων· τέλος στην πρύμνη ο «Εργάτης της θάλασσας», με τη δημοσίευση του ναυτικού του φακέλου και των καραβιών με τα οποία ταξίδεψε. Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμη ένα επίμετρο τεσσάρων κειμένων, το αμπάρι, τα οποία φωτίζουν από διαφορετικές πτυχές, το καθένα με διαφορετικό τρόπο τον κεφαλλονίτη ποιητή.

Ήταν η πλώρη μας…

Η ενότητα «Συνεντεύξεις» περιλαμβάνει οκτώ συνεντεύξεις του Καββαδία σε εφημερίδες και περιοδικά, ένα κείμενο του δημοσιογράφου της Καθημερινής Νίκου Πηγαδά στην επιθεώρηση ναυτιλιακής μελέτης και ενημέρωσης Αργώ, καθώς και η μοναδική τηλεοπτική εμφάνιση του «Μαραμπού» στον κυπριακό τηλεοπτικό σταθμό ΡΙΚ το 1975. Τοποθετημένες με χρονολογική σειρά (η πρώτη το 1961 και η τελευταία, που κυκλοφορεί μεταθανάτια, το 1978), οι συνεντεύξεις αποκαλύπτουν έναν Καββαδία από την κυκλοφορία της Βάρδιας ως το Τραβέρσο. Το 1933 έχουμε το Μαραμπού, το 1947 το Πούσι, το 1954 τη Βάρδια και το 1975 το Τραβέρσο. 15 χρόνια σιγής μεσολαβούν από την ολοκλήρωση του πεζού, του υπομνηματισμού του συνόλου του καββαδιακού έργου για τον Δημήτρη Καλοκύρη. Το 1966 δημοσιεύεται στο περιοδικό Ομορφιά συνέντευξη του Καββαδία στη δημοσιογράφο Νανά Νταουντάκη, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:

«Γιατί δεν γράφετε; Τι σας εμποδίζει;

Τίποτα, αλλά να, δεν μπορώ! Όταν γράφεις είναι σα να γδύνεσαι μπροστά στους άλλους. Σαν ν’ ανοίγεις το στήθος σου για να δείξεις την καρδιά σου, την ίδια σου την ψυχή. Κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις πάντα.

Δεν σκοπεύετε λοιπόν να γράψετε στο μέλλον;

Δεν ξέρω τι θα γίνει αργότερα. Ίσως να ξαναγράψω. Ίσως όχι. Εξαρτάται απ’ την ανάγκη που θα νιώθω για ξέσπασμα…» (σελ. 71)

Και λίγο παρακάτω διαβάζουμε για το βίωμα ως προποιητικό υλικό των ποιημάτων του:

«Είναι αλήθεια όλα όσα γράφετε; Τα έχετε ζήσει ο ίδιος;

Είναι όλα αληθινά πέρα για πέρα. Ή ο ίδιος τα ’ζησα ή τα είδα να γίνονται πλάι μου.» (σελ. 72)

Με παρόμοιο τρόπο οι σελίδες αλληλογραφίες που περιλαμβάνει η έκδοση, οι οποίες δεν αποτελούν σώμα αλληλογραφίας, αλλά μεμονωμένες επιστολές προς και από τον Καββαδία, αποκαλύπτουν τις διαπροσωπικές του σχέσεις με άλλους ομότεχνούς του· έτσι, συναντάμε μεταξύ άλλων τον Καίσαρα Εμμανουήλ, γνωστό για το «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ…», τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που αργότερα θα δημοσιεύσει ένα ποίημα στο ύφος του Καββαδία,[2] τον Κ. Καρθαίο (του οποίου συγκεντρώνονται αρκετές επιστολές), τον Άγγελο Σικελιανό κ.ά. Από την πλευρά του Καββαδία ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι επιστολές του στον Στρατή Τσίρκα, που καλύπτουν τα χρόνια 1947-1956 και στον Θράσο Καστανάκη, που φωτίζουν ταυτόχρονα πτυχές του δικούς τους σύμπαντος αλλά και του καββαδιακού.

Ίδια περίπου λειτουργία επιτελούν και οι μαρτυρίες που συγκεντρώνει ο Γελασάκης, οι οποίες έρχονται να προστεθούν στις ήδη γνωστές από τον Τάσο Κόρφη και τον Κασόλα. Ανάμεσα στις μαρτυρίες υπάρχει και ένα κείμενο της αδελφής του ποιητή, Τζένιας, που επιγράφεται «Νύξεις για μια ερμηνεία των στίχων του» και φωτίζει ορισμένα σκοτεινά σημεία της καββαδιακής ποιητικής: στίχοι του πολύ γνωστού «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia» από το Τραβέρσο γίνονται κατανοητοί όταν συνδεθούν με γεγονότα της ζωής του ποιητή και τη σχέση του με την ανιψιά του, στην οποία και αφιερώνεται το ποίημα.

 

Κ’ ένα τραγούδι μοναχά δε φτάνει και για μένα…[3]

Ο Ντελόπουλος, η Michelle Barbe (στη διδακτορική της διατριβή, Nikos Kabbadias poθte de separation, 2992), ο Γιώργος Ζαβελάκης, ο Κώστας Μπουρναζάκης, ο Saunier, έχουν φέρει στην επιφάνεια άγνωστα ποιήματα και πεζογραφήματα του Καββαδία, τα οποία λειτουργούν παραπληρωματικά στο σώμα των επιλεγμένων από τον ποιητή να εκδοθούν στις τρεις συλλογές ποιημάτων και στα πεζά του. Ο Γελασάκης στον Αρμενιστή ποιητή  συγκεντρώνει αποκλειστικά ποιήματα που είτε στάλθηκαν προς δημοσίευση και δεν είδαν το φως της δημοσίευσης ποτέ, είτε στάλθηκαν σε πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, είτε δημοσιεύτηκαν χωρίς να περιληφθούν αργότερα στις συλλογές του Καββαδία.

Τα τρία πρώτα ποιήματα («Το τραγούδι των απελπισμένων», «Άσκοπο γράμμα» και «Ικεσία») στέλνονται από τον νεαρό Καββαδία το 1927 και 1928 στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, χωρίς να γίνουν δεκτά. Στο περιοδικό αυτό του Παύλου Δρανδάκη, του οποίου κυκλοφόρησαν 173 εβδομαδιαία τεύχη από τον Φεβρουάριο του 1926 μέχρι τον Μάρτιο του 1929, ο Καββαδίας θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα, με το «υπερβόρειο» ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.[4] Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Γελασάκης, ήδη από τα ποιήματα αυτά εμφανίζονται “τόποι” που θα επανέλθουν αργότερα στο καββαδιακό έργο, όπως το πάθος για αμαρτία, οι τύψεις, οι πόρνες κι οι κουρσάροι κ.ά., ενώ ένα από αυτά («Άσκοπο γράμμα») συνδέεται με τα δύο «επιστολικά» ποιήματα του Καββαδία («Γράμμα ενός Αρρώστου» και «Γράμμα απ’ τη Μαρσίλλια»).

Δύο ποιήματα στέλνονται στην ξαδέλφη του ποιητή, Φεβρωνία Βαρβαγιάννη· στο πρώτο έχει ενδιαφέρον η ύπαρξη του καρυωτακικού (αλλά και παλαμικού, λαπαθιωτικού και σκαριμπικού) πληθυντικού «χάη», ενώ στο δεύτερο εμφανίζεται για μία και μοναδική φορά ένας συγκεκριμένος τύπος στιχούργησης. Η «Αυτοκτονία υπάρχου», το τελευταίο ανέκδοτο ποίημα που θησαυρίζεται στο βιβλίο, αποτελεί την πρώτη εκδοχή του γνωστού ποιήματος «Σταυρός του Νότου» από το Πούσι και μας προσφέρει, κατά ένα τρόπο, μια λοξή ματιά στο εργαστήρι του ποιητή, για το οποίο δεν είναι πολλά αυτά που γνωρίζουμε.

Στα ποιήματα που κατά καιρούς δημοσίευσε ο Καββαδίας αλλά δεν συμπεριέλαβε σε κάποια συλλογή ανήκουν οι συνεργασίες στις εφημερίδες Σημαία, στο Πειραϊκόν Βήμα και το περιοδικό Κυκλάδες. Σε εφημερίδες και περιοδικά επίσης, ο Καββαδίας δημοσίευσε ορισμένα τετράστιχά του, στα οποία προστίθενται και άλλα από γράμματα του Καββαδία ή από τις σημειώσεις του, που δεν τοποθετήθηκαν σε κάποιο ποίημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερούνται αυτοτέλειας. Αντιγράφω ένα τετράστιχο, στροφή του ποιήματος «Γράμμα απ’ τη Μαρσίλλια» (;), το οποίο αρχικά δημοσιεύεται στο Ελεύθερο Βήμα το 1937, εμφανίζεται δέκα χρόνια αργότερα στη δεύτερη έκδοση του Μαραμπού και κατόπιν “χάνεται”:

Τα καμπαρέ! Ναύτες Ινδοί και ναύτες Γιαπωνέζοι,

Αράπηδες. Άγγλοι στρυφνοί, τζαζ με βαρύ σκοπό,

και θα ’ρθουν η μικρή Πωλίν κι η Λίλιαν να καθίσουν,

να πουν κλεφτά «Μον σερ», «Μον πτι» πολύ σας αγαπώ…[5]

Το βιβλίο μάς γνωρίζει ακόμη και τον νεαρό Καββαδία του Σχολικού σάτυρου, σχολικής εφημερίδας που εξέδιδε μόνος του ο μαθητής σε ηλικία 12 ετών. Πέρα από τα περιπαικτικά ποιήματα για τους δασκάλους και τους συγγενείς του, στον Σχολικό σάτυρο δημοσιεύεται ένα ποίημα του δωδεκάχρονου Νίκου με τον τίτλο «Το τραγούδι των προσφύγων». Ο Καββαδίας βλέπει τους πρόσφυγες να φτάνουν στο λιμάνι του Πειραιά και οι εικόνες αυτές τον παρακινούν να γράψει· οι πρώτοι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί:

Τι βλέπω φρίκη τι έρχεται από τη Σμύρνη κάτου

στρατός προσφύγων θλιβερός σέρνων τη δυστυχιά του

Κι η δυστυχία η άπονη σκληρά ζωγραφισμένη

«στα πρόσωπά των μένει»

Φεύγοντας από των Καββαδία των στίχων, στον τόμο συγκεντρώνονται ποικίλα κριτικά κείμενα του ποιητή, τα οποία αναδεικνύουν και αυτή την πτυχή του. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε κριτικές του Καββαδία για βιβλία, εντυπώσεις του από τη ζωή των ναυτικών, ένα άρθρο του για τον ζωγράφο John Corbidge,[6] αλλά και δύο μεταφράσεις του, μία από τον Ευγένιο Ο’Νηλ και μία του άγγλου ποιητή και κριτικού Ford Madox Ford, μεταφράσεις που οδηγούν τον Γελασάκη στην υπόθεση ύπαρξης κι άλλων μεταφράσεων του Καββαδία δημοσιευμένων με ψευδώνυμο.

 

Τα καράβια κα τα ταξίδια

Στοιχεία από τον ναυτικό φάκελο του Καββαδία παρουσίασε για πρώτη φορά το 1991 ο Τάσος Κόρφης στο βιβλίο του Νίκος Καββαδίας: συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του (εκδ. Πρόσπερος, σελ. 175)· ο Γελασάκης παρουσιάζει τον φάκελο του ποιητή όπως διασώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ): 1929 με το φορτηγό «Άγ. Νικόλαος» πρώτο ταξίδι και 1974 με το κρουαζιερόπλοιο «Aquarious» τελευταίο. Παράλληλα συγκεντρώνονται κι άλλα αρχειακά έγγραφα γύρω από τον Καββαδία, όπως πιστοποιητικά και άδειες, δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Α΄ και Β΄ τάξης κλπ.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν φωτογραφίες του Καββαδία από το αρχείο της οικογένειάς του, αλλά και φωτογραφίες των πλοίων με τα οποία ταξίδεψε ο «Μαραμπού» και πάνω στις λαμαρίνες τους συνέθεσε ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Κάθε φωτογραφία συνοδεύεται από μια κατατοπιστική λεζάντα στην οποία εκτός από τα στοιχεία του πλοίου μαθαίνουμε πότε ταξίδεψε με αυτό ο Καββαδίας αλλά και ποιο/α ποίημα/ατα συνέθεσε εν πλω.

Στο επίμετρο το βιβλίου φωτίζεται ιδιαίτερα η σχέση του Καββαδία με τον Γιώργο Σεφέρη, μέσα από άγνωστο εν πολλοίς υλικό, η διαμάχη Μ. Καραγάτση και Κώστα Ουράνη στα Νεοελληνικά Γράμματα το 1938, με αφορμή τον Καββαδία, ενώ ιδιαίτεροι χρήσιμες είναι οι καταγραφές των ψευδωνύμων του ποιητή (3 ψευδώνυμα και 3 παρατσούκλια), αλλά και ο κατάλογος με τα πρόσωπα στα οποία ο Καββαδίας αφιέρωσε ποιήματα.

 

Ένα έργο αναφοράς

Με τους όρους του τίτλου του Κόρφη, ο Μιχάλης Γελασάκης μάς προσφέρει μία συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του Καββαδία. Πρόκειται για ένα έργο αναφοράς, με την έννοια ότι η μη γραμμικότητά του, μιας και δεν πρόκειται για ακαδημαϊκή μελέτη, το καθιστά απαραίτητο στους ειδικούς μελετητές του Καββαδία, αλλά ταυτόχρονα προσιτό στον καθένα που ενδιαφέρεται να γνωρίσει ακόμα καλύτερα τον ποιητή «των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Κατόπιν μεγάλης έρευνας, ο Γελασάκης μας δίνει, όπως γράφει ο Γιώργος Τράπαλης στον πρόλογο της έκδοσης «ένα νέο πολυδιάστατο πορτραίτο του Καββαδία και μας καλεί να ξαναδιαβάσουμε το έργο του έχοντας πλέον στο νου μας όχι τον ποιητή αλλά έναν αρμενιστή διανοούμενο» (σελ. 16).


[1]
Είχε προηγηθεί από τον ίδιο η έκδοση: Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, Αθήνα: Καστανιώτης 12004.

[2]
Πρόκειται για το ποίημα «Ταξίδι» που δημοσιεύεται στην Πνευματική Ζωή (αρ. 39) στις 10 Ιανουαρίου 1939· βλ. Σωτήρης Τριβιζάς, «Δέκα συν ένα στιχουργικά γυμνάσματα του Λαπαθιώτη», στο: Το πνεύμα του λόγου, Αθήνα: Καστανιώτης 2000, σσ. 76-77.  

[3]
Πρόκειται για στίχο του αθησαύριστου ποιήματος «Ένα τραγούδι» (δημ. 1928), σ. 237.

[4]
Τις συνεργασίες αυτές, αλλά και τις απαντήσεις της σύνταξης του περιοδικού στον Καββαδία συγκεντρώνει και σχολιάζει ο Κυριάκος Ντελόπουλος στο επίμετρο του: Νίκος Καββαδίας. Βιβλιογραφία 1928-1982, Αθήνα: ΕΛΙΑ 1983, σσ. 127-139.

[5]
Πρώτος το παρουσίασε ο Γιώργος Ζαβελάκης στο περιοδικό The BooksJournal, τχ. 35 (2013), σ. 29.

[6]
Εστιασμένη στη σχέση της καββαδιακής Βάρδιας, με εξακτινώσεις και στην ποίηση, είναι η μελέτη της Μαίρης Μικέ, Η «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία. Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις, Αθήνα: Άγρα 1994.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη