Τσαμπίκα Χατζηνικόλα, Ακροδάχτυλα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2018.
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα η Ροδίτισσα, η φιλόλογος, η αρχαιολόγος, η ποιήτρια. Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα που δεν διαβρώθηκε από το φιλολογικό φορμαλισμό αλλά έσκαψε μέσα της, διάβασε, καλλιέργησε και καλλιεργεί την ψυχή της με εκείνη την ίδια αρχαιολογική σκαπάνη που έφερε κάποτε στο φως τα ιερά κτίσματα της αρχαίας Μεσσήνης, της Ρόδου και της Αμοργού. Ενίοτε και με το ψιλό κόσκινο που αφήνει μόνο το άχρηστο, μόνο το περιττό να περάσει.
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα έχει κατακτήσει τα μέσα της. Οργανώνει με μαεστρία το αφηρημένο, απογειώνεται με σιγουριά και μας προσγειώνει στη γη με απλότητα σαν το φτερό ενός γλάρου που ακουμπά ανάλαφρα το παραπέτο του καραβιού.
Η ποιητική συλλογή διαπραγματεύεται κυρίως τον έρωτα και την ανάμνησή του, τον αποχωρισμό αλλά και την κορύφωση του απόλυτου, του άπιαστου, του μοναδικού. Με ψυχραιμία στην έκφραση, η οποία βέβαια προϋποθέτει το απόλυτα βιωμένο συναίσθημα, η ποιήτρια αναστοχάζεται τον έρωτα, ως το στερέωμα, ως το σύμπαν της ύπαρξης μας, ως αξία ζωής, που υπερνικά το χώρο, το χρόνο ίσως και το θάνατο. Άλλοτε με απλές μορφές και άλλοτε με πλουσιότερες χυμώδεις εκφράσεις που ξεφεύγουν σαν τσουλούφια στον άνεμο, συνθέτει την προσωπικότητα του έργου της. Πολλά μπορείς να πεις για το τι είναι ποίηση και τι στιχουργική, αλλά εδώ έχουμε μπροστά μας το μεστό έργο ενός ανθρώπου που έσκυψε τρυφερά στο υλικό του.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Ψευδαισθήσεις», «Σώματα», «Κόσμος» και απαρτίζεται από συνολικά 43 ποιήματα. Παρατήρησα με πολύ ενδιαφέρον ότι ο τίτλος της κάθε ενότητας συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον ένα ποίημα σημαδιακό κατά την άποψη μου που αναφέρεται στον τίτλο της προηγούμενης ενότητας, δημιουργώντας έτσι έναν καλά κλειστό κύκλο, ώστε ακόμη και από την τελευταία ενότητα «Κόσμος» να πιάσεις το βιβλίο, θα έρθει και θα δέσει με την πρώτη ενότητα «Ψευδαισθήσεις» και ούτω καθεξής, αφήνοντας την ενότητα «Σώματα» ως κεντρικό κορμό να κρατά την ισορροπία.
Ο τίτλος «Ακροδάχτυλα» κρίνεται ιδιαιτέρως πετυχημένος μια που η λέξη συναντάται σε πολλά από τα ποιήματά της αλλά και γιατί πρωτίστως αναριγούμε και εμείς διαβάζοντάς τα με την αίσθηση που μας αφήνουν. Σαν χάδι που μας δόθηκε, σαν την αλήθεια που χρωστάμε.
Ο Γιάννης Ρίτσος ένας βαθιά ερωτικός ποιητής, αποτυπώνει την αγάπη ως πράξη που διαστέλλει τον χρόνο με τέτοιον τρόπο που σχεδόν κατανικά τον θάνατο. Γράφει λοιπόν ο ποιητής, εν έτει 1984:
Το παρελθόν ανύπαρκτο
Το μέλλον ανυποψίαστο
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα
και σαν στο ίδιο μοτίβο η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα γράφει (σελ. 36 ):
ΧΙΙ.
Κάποτε ονειρεύτηκε
Ότι αγαπήθηκε βαθιά,
Και είπε πως ύστερα απ’ αυτό
μπορούσε ελεύθερη να πεθάνει.
Ήταν γιατί θεώρησε
ότι ο θάνατος
αιώνια όνειρα της χρωστούσε
και με αυτά θα την ξεπλήρωνε
Ο έρωτας ως συνειδητοποίηση του θανάτου αλλά και απόπειρα να κρατηθεί η στιγμή για πάντα στη μνήμη μας, ως αξία πανανθρώπινη, που ξεπερνά τα όρια του χρόνου.
Με πολλή ειλικρίνεια και με γλωσσική δεινότητα που δεν παρασύρεται, δεν παρεκτρέπεται σε λογιότερους τύπους γραφής, η κα Τσαμπίκα Χατζηνικόλα συνθέτει αβίαστα τα ποιήματά της που καταφέρνουν να μην αφήνουν τη γλυκόπικρη γεύση που συχνά ανιχνεύεται σε ποιητές της γενιάς της. Δεν πρόκειται για ποίηση εσωτερικών μονολόγων αλλά για κάτι που έχει δουλευτεί, κατακτηθεί και γι’ αυτό καθίσταται πηγαίο. Πού και πού μόνο ίσως μια «καβαφική» ή «καββαδιακή» υπόμνηση αν μου επιτρέπεται να πω.
Στην ενότητα «Κόσμος», όπου όπως προανέφερα συναντώνται και πάλι τα «Σώματα», ή μάλλον η γεωγραφία των εν σάρκα μια ερωτευμένων, έρχεται η ποιήτρια να μας μιλήσει για τόπους και ερωτικά φετίχ, όπως για παράδειγμα στο εξαιρετικό ποίημα «Ζήνωνος», «Στη Ζήνωνος θυσιάστηκαν στον έρωτα κορμιά, κι άλλα τα ξέβρασε εκεί ο άγνωστος πόθος…», (σελ. 56) ή στο «Φανελάκι», «…ένα φανελάκι λευκό πεταμένο στο πάτωμα...», (σελ. 57). Πολλοί τόποι, κυρίως δωμάτια, κρεβάτια, σεντόνια, συνθέτουν το σκηνικό μιας βαθύτερης εσωτερικότητας. Ζωγραφικές συνθέσεις, περιγραφές μιας έρημης κι ανέραστης πόλης. Τόλμημα θα πεις. Αλλά αν ένα ποίημα με παρέσυρε αυτό ήταν μέσα στα τελευταία της συλλογής που έρχεται και καρφώνεται στον νου ως άλλος πίνακας, ως τα μικρά σπιτάκια, οι μικροί κύβοι που ο Ανρί Ματίς προσδιόρισε στο έργο του Ζωρζ Μπρακ (Maisons à l’Estaque) ως κυβιστικά :
ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Την ώρα που τα φώτα χαμηλώνουν
Κι η πολιτεία μαγεύει και μαγεύεται,
Όλα είναι πιο εύθραυστα,
Κι όταν από τη νύχτα
Το σώμα διαλυθεί
Και η ψυχή γίνει κομμάτια,
Μοιάζουν τα δυο τους με έργο κυβισμού
που αντανακλούν
το πιο σκοτεινό φως του ξημερώματος (σελ. 53)
Προσπάθεια να σταθεί η τέχνη ως διαρκής και αδιαίρετη, ποίηση και ζωγραφική μαζί. Γιατί όχι και με μουσική υπόκρουση τη σύνθεση του Mussorgsky «Πίνακες από μια έκθεση ζωγραφικής»;
Η ποίηση, όπως έλεγε ο αλησμόνητος Αργύρης Χιόνης, είναι μουσική και γι’ αυτό οφείλουμε να τη διαβάζουμε φωναχτά. Κι εκείνος διάβαζε τους αγαπημένους του ποιητές, όπως έλεγε, μόνος στο σπίτι, στίχο το στίχο, για να ελέγχει τη μουσικότητα τους, τη γλώσσα τους. Διαβάστε λοιπόν και εσείς φωναχτά μαζί μας (σελ.45):
Ν’ αναμετριέσαι
με σκοτάδια και θεριά
ελπίζοντας
στη λύτρωση μιας καταιγίδας
που θα μπορούσε να ξεπλύνει
μνήμες,
τουλάχιστον εκείνες
που θα΄ θελες να σβήσεις
Σε τούτα εδώ τα ακρογιάλια αιώνες τώρα γράφονται ποιήματα που έμειναν αθάνατα. Και είναι μάταιος ο αγώνας του ποιητή για την αθανασία, μιας και πολλές φορές ενώ την έχει αγγίξει με ένα και μόνο στίχο του, έναν στίχο που ο ίδιος δεν αναγνωρίζει σαν μοναδικό και αξεπέραστο, εξακολουθεί ο έρμος να τρέχει να την προλάβει γράφοντας λέξεις και λέξεις, στίχους και στίχους…ακριβώς όπως κυνηγά ο εραστής τον φτερωτό και άπιαστο έρωτα! Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα βέβαια δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει, ούτε στον έρωτα ούτε στην ποίηση, υποσχέσεις που δεν θα μπορούσε να κρατήσει.
Και εις άλλα με το καλό αγαπητή!
Θα περιμένουμε!
Αθήνα, Νοέμβριος 2018
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]