Εκείνη την εποχή μ’ άρεσε να γυρνάω με το αμάξι. Οι δρόμοι ήταν τόσο έρημοι μες στο καταχείμωνο, που όποτε έβλεπα από αντίκρυ να έρχονται φώτα, μπορεί και μία φορά κάθε τρεις ή τέσσερις νύχτες, έλεγα μέσα μου ότι εγώ ήμουν εκείνος – εγώ, που είχα πάει και τώρα γυρνούσα· ότι δίπλωνε ο χρόνος όπως η τσάκιση στο πανταλόνι, και περίμενα να με δω στο τιμόνι. Έβλεπα για μία στιγμή μες στο σκοτάδι του άλλου αμαξιού ένα σκοτεινό κεφάλι, δύο ώμους, κι έπειτα δυο κόκκινα μάτια μάκραιναν μες στον καθρέφτη μου και χάνονταν. Η γραμμή στο δρόμο ξετυλιγόταν αλλού συνεχόμενη κι αλλού διακεκομμένη, κι έλεγα ότι υπήρχε πάντα τόση, όση φώτιζαν τα φανάρια του αμαξιού· ότι παρακεί δεν υπήρχε γραμμή, και τη σχεδίαζε φευγαλέα στη μαύρη άσφαλτο το φως, και πίσω μου την έσβηνε ξανά η γομολάστιχα της νύχτας. Έτσι έλεγα, γιατί εκείνη την εποχή κουβέντιαζα περισσότερο με τον εαυτό μου και λιγότερο με τους άλλους.
Έφτανα στο καφενείο όποιου χωριού είχα ορίσει ως προορισμό, κι έμπαινα. Έβρισκα πέντ’ έξι χωριανούς, την τηλεόραση. Χαιρετούσα κι έπαιρνα κρασί. Το έπινα σιγά, κάπνιζα δυο τρία τσιγάρα, έλεγα μερικές κουβέντες. Έξω από τα θαμπά τζάμια του καφενείου ένιωθα τη νύχτα, παραπίσω τα βουνά, τα σκοτεινά σπίτια όπου κάνα παράθυρο θα φώτιζε εδώ κι εκεί, μ’ έναν άνθρωπο καδραρισμένο ίσως μέσα του, θολό και μακρινό.
Άμα τον φανταζόμουν, θα τον έβλεπα να έχει το πρόσωπό μου, σαν να ήμουν εγώ στο καφενείο κι εγώ ξανά στο παράθυρο που κρεμόταν μοναχικό μες στην κρύα νύχτα, και με κοιτούσα όπως θα κοιτιόμουν σε μακρινό καθρέφτη που τον θόλωσε το χνότο μου.
Μέσα στο καφενείο του χωριού, το φως και η καπνιά με τύλιγαν σαν παλτό ανθρωπιάς. Έπινα ένα καρτούτσο ή μπορεί ένα μισόκιλο, καληνύχτιζα, φεύγοντας κρεμούσα στην έξοδο το παλτό της ανθρωπιάς μου όπως αυτός που μπαίνει από τη βροχή κρεμάει στην είσοδο το παλτό του για να στεγνώσει, κι έβγαινα στη νύχτα γυμνός, με τα χοντρά μου ρούχα μονάχα, αλλά χωρίς το ντύμα μου από καταχνιασμένο φως κι από λόγια χωριανών. Έπειτα οδηγούσα ξανά στο σκοτάδι, με τη γραμμή να φτιάχνεται διακεκομμένη ή συνεχόμενη μπροστά μου και να σβήνεται πίσω μου.
Έτσι κι εκείνη τη νύχτα, με τρία τέσσερα ποτήρια κρασί στο στομάχι μου και με τον καπνό από άλλα τόσα τσιγάρα στα πνευμόνια μου, είχα αφήσει πίσω μου το καφενείο του Τόμου που μέσα είχε άλλους τρεις πελάτες: τον Γιώργο που ήταν ψάλτης κι είχε το συνήθειο όπου καθόταν να ψέλνει μονάχος του, άμα δεν κουβέντιαζε· τον Σπύρο που τα παιδιά του ήταν στην Αθήνα κι έμενε μόνος, κι έναν κυνηγό ξενομερίτη. Είχε χαλάσει το καλοριφέρ κι οδηγούσα κοκαλωμένος απ’ την παγωνιά. Το τζάμι του αμαξιού ολοένα θόλωνε κι έπρεπε να σκύβω πάνω απ’ το τιμόνι και να το καθαρίζω με τον αγκώνα του παλτού μου. Η μια στροφή μετά την άλλη ξεπηδούσε την τελευταία στιγμή καταπάνω μου, και τα χέρια μου από ένστικτο σχεδίαζαν με το τιμόνι την κλίση της.
Και κάπου στο μέσον της διαδρομής, κει που ο δρόμος περνά από τη γέφυρα στο Καλντερίμι, είδα παραπέρα, στο όριο που έφτανε το φως μου και η διαχωριστική γραμμή, κάτι να ασπρίζει στο πλάι. Είδα παρευθύς τι ήταν, μα το είχα ήδη αφήσει πίσω κι έστριβα το τιμόνι, όταν κατάλαβα τι είχα δει. Μέσα στη νύχτα και την παγωνιά, ένα παιδί στεκόταν εκεί, γυμνό και κάτασπρο, εκτός από μια κόκκινη μουντζαλιά γύρω από τα χείλια κι από κόκκινες πιτσιλιές εδώ κι εκεί στο κορμί του· και στα χέρια του είχε έναν σφαγμένο λαγό.
***
Θαρρείς και ήμουν δεμένος με τη γραμμή στο δρόμο, με καλούσε να την ξετυλίξω στα φώτα μου. Είχα φοβηθεί, και για μερικά βράδια έπειτα δεν πήρα το αμάξι, αλλά μια νύχτα βρέθηκα ξανά στου Τόμου.
«Είναι άλλο το κρασί;» ρώτησα την κυρα-Σοφία.
«Γιατί, Κώτσο, δεν σ’ αρέσει;» με ρώτησε η γυναίκα.
«Μ’ αρέσει», της είπα, «μα είναι πιο γλυκό και πιο στυφό – και πιο κόκκινο».
«Είναι το κρασί μας, αυτό που ’πιες και τις προάλλες κι όλες τις άλλες φορές. Η ιδέα σου είναι…»
Ήπια κι άλλη γουλιά.
«Δίκιο έχεις, κυρα-Σοφία», της είπα. «Μου φάνηκε αλλιώτικο, αλλά τώρα μου φαίνεται ίδιο».
Δεν ξέρω αν μου φαινόταν ίδιο ή αν με τη δεύτερη γουλιά το συνήθισα, αλλά ήπια το καρτούτσο μου και πήρα κι άλλο. Θα πρέπει να ήταν η ιδέα μου πράγματι, γιατί και το πρώτο τσιγάρο που κάπνισα, πίνοντας το κρασί μου, μου φάνηκε αλλιώτικο· είχε γεύση και μυρουδιά ξερόκλαδων που το φθινόπωρο τα καίει ο αγρότης· μα το δεύτερο τσιγάρο είχε ξανά τη γεύση που είχαν όλα τα άλλα, πριν από κείνο το πρώτο· τ’ άφηνα στο τασάκι, ξεκόλλαγα από τα σκασμένα μου χείλια κι από τη γλώσσα μου τα τρίμματα του καπνού, έπινα μια γουλιά κρασί και ξανάπιανα το τσιγάρο. Έτσι κύλησε η ώρα, πήγε έντεκα, και στου Τόμου είχαμε μείνει εγώ, η κυρα-Σοφία κι ο Σπύρος, αυτός που τα παιδιά του ήταν στην Αθήνα και τώρα περίμενε σκυφτός πάνω απ’ το ποτήρι του κι από τις σκέψεις του, να του πει η κυρα-Σοφία ότι ήταν ώρα να πάει σπίτι. Σηκώθηκα, πλήρωσα, καληνύχτισα και βγήκα στην παγωμένη νύχτα. Αντίκρυ, το βουνό μαύριζε μες στο σκοτάδι. Από πέντ’ έξι καμινάδες, καπνός θάμπωνε με την ασπράδα του τη σκοτεινιά.
Το βλέμμα μου και τα φανάρια του αμαξιού ξετύλιγαν στη μέση του δρόμου την άσπρη γραμμή, τα χέρια μου στο τιμόνι ακολουθούσαν τις καμπές, και ζύγωνα τώρα στη γέφυρα στο Καλντερίμι. Προτού το δω, το είχα ήδη δει στη φαντασία μου, σάμπως να το φαντάστηκα και έτσι να το έπλασα μες στην κρύα νύχτα. Στεκόταν στο ίδιο σημείο πλάι στο δρόμο, γυμνό και κάτασπρο, ντυμένο το δικό του φως που δεν ήταν στην πραγματικότητα φως μα το αντίθετο του σκοταδιού. Είχε πάλι κοκκινίλες γύρω από το στόμα και στο κορμί, όμως τώρα δεν βαστούσε το σφαγμένο λαγό. Κάτω, δίπλα του, ήταν το κομμένο κεφάλι ενός κριαριού. Το περίμενα τούτη τη φορά και σταμάτησα λίγο παραπίσω αποκεί που στεκόταν· μα δεν βγήκα έξω, απλώς το κοιτούσα μέσ’ από το τζάμι που θάμπωνε με το χνότο μου. Και να ’θελα να βγω, το χέρι μου δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει το τιμόνι και να πάει στο πόμολο. Έσφιγγε το δέρμα του τιμονιού σάμπως να ήταν, αυτό, όλο κι όλο ό,τι μ’ έδενε με τούτη τη ζωή και με τον κόσμο μου. Το παιδί με κοίταξε, έπειτα έσκυψε και πήρε το κομμένο κεφάλι του ζώου, και χάθηκε στη νύχτα.
***
Στο χωριό έγινε σούσουρο τις επόμενες μέρες. Τον σαματά τον έκανε ένας κτηνοτρόφος, ο Γιώργο Γκιόκας. Άνθρωπος σκαιός, κακόψυχος, παντρεμένος ξανά μετά το θάνατο της πρώτης του γυναίκας, μ’ έναν γιο τον Τάκη από τον δεύτερό του γάμο, που έμοιαζε του πατέρα του κι έβγαινε μαζί του στο βουνό, με τα ζώα ή με το όπλο, για να χτυπήσουν ό,τι τύχαινε να βρεθεί μπροστά τους. Από τον πρώτο του γάμο είχε επίσης ένα γιο τον Χρήστο, μα δεν τα πήγαινε καλά μ’ εκείνον, ούτε η δεύτερη γυναίκα του τον ήθελε, όταν ο Γκιόκας ξαναπαντρεύτηκε. Ο Χρήστος δεν ήταν χαζός, μα σου ’δινε την εντύπωση ότι δεν του πολυέκοβε· σε κοιτούσε καλά καλά άμα του μιλούσες, κάποτε τον βλέπαμε να τριγυρνάει μονάχος και να μονολογεί, κι ήταν κλειστό παιδί, που δεν σου έλεγε ποτέ τι ένιωθε και τι ’χε στο μυαλό του, ή δεν μπορούσε να σου το πει. Ο πατέρας βαρούσε το αγόρι και το έβαζε να κάνει όλες τις χαμαλοδουλειές. Ο Γιώργο Γκιόκας είχε κάτι βουλγάρικα τσομπανόσκυλα φονιάδες σωστούς, ο τρόμος κάθε πεζοπόρου που θα βρισκόταν στο δρόμο τους. Τα σκυλιά είχαν κομματιάσει στα καλά καθούμενα τρία κυνηγόσκυλα ενός χωριανού, του Νίκο Τσιόνη, και οι δυο ήταν έκτοτε στα μαχαίρια· ο Τσιόνης του είχε κάνει μήνυση και ζητούσε αποζημίωση, αλλά πήγαιναν τέσσερα χρόνια που η υπόθεση σερνόταν. Μια μέρα που ο Χρήστος είχε βγει μόνος με τα ζώα στο βουνό και δεν γύρισε όταν σουρούπωνε, ο πατέρας του κι ο αλλάδερφός του πήγαν να τον γυρέψουν και τον βρήκαν φαγωμένο από τα σκυλιά. Μπορεί να τα ’χε χτυπήσει όπως τον χτύπαγε ο πατέρας του, κι εκείνα να ανταπέδωσαν. Ο θάνατός του θεωρήθηκε ατύχημα. Ο Γιώργο Γκιόκας κήδεψε το αγόρι, σκότωσε τα σκυλιά και πήρε άλλα, μα η αντιδικία με τον Νίκο Τσιόνη κρατούσε ακόμα.
Και τώρα είχε βρει δώδεκα ζώα από το κοπάδι του σκοτωμένα, με κομμένο το κεφάλι. Αυτό δεν ήταν δουλειά λύκου αλλά ανθρώπου· ο Γιώργο Γκιόκας ήξερε ποιανού, ήταν σίγουρος. Πέτυχε τον Νίκο Τσιόνη στην αγορά και πιάστηκαν στα χέρια, «Καριόλη, θα σε γαμήσω!» του ’λεγε ο Γκιόκας, χωριανοί μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν. Έπειτα ο Γιώργο Γκιόκας έκανε μήνυση· οι αρχές ήξεραν τι κουμάσι ήταν μα έπρεπε να ερευνήσουν την υπόθεση. Όταν ο Γκιόκας βρήκε κι άλλα ζώα, όχι κάνα δυο αλλά δεκαεπτά, παρόμοια αποκεφαλισμένα, πήρε το όπλο του για να πάει να βρει τον Νίκο Τσιόνη, αλλά τον εμπόδισαν η Μαρίκα η γυναίκα του, κι ο Τάκης. Εγώ τα ’μαθα από τον ξάδερφο του Γιώργο Γκιόκα τον Φόρη, που ήταν από άλλη πάστα άνθρωπος, μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του.
Τα σκυλιά που είχε πάρει τώρα ο Γιώργο Γκιόκας, αφού σκότωσε τα προηγούμενα, δεν ήταν πολύ καλύτερα. Σου πάγωναν το αίμα άμα τα είχες να στέκονται αντίκρυ με σηκωμένη την τρίχα και να γρυλίζουν. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε άνθρωπος να τα πλησιάσει άμα δεν τα πυροβολούσε πρώτα, αλλά βρέθηκαν σφαγμένα και τα τέσσερα, όπως τα ζώα τις άλλες δύο φορές. Τους είχανε κόψει τα κεφάλια και τα ’χαν αραδιάσει: τέσσερα ακέφαλα κορμιά στη σειρά, σαν ματωμένες βελέντζες, και παραδίπλα τα τέσσερα κεφάλια. Τα έψαξαν παντού, να βρουν τραύμα από σφαίρα, μα δεν βρήκαν πουθενά. Ούτε μαχαιριά βρέθηκε αλλού στο κορμί τους, που θα έδειχνε ότι ο φονιάς πρώτα τα έσφαξε και κατόπιν τους έκοψε το κεφάλι. Όχι, κι ας ήταν θηρία όλα, αυτός που τα ξέκανε τα ’χε ζυγώσει και τους είχε κόψει ένα ένα τα κεφάλια. Δεν μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος μονάχα, αυτός που το ’κανε, αλλά και πολλοί να ήταν πάλι έμοιαζε σχεδόν αδύνατο. Ακόμα κι ο Γιώργο Γκιόκας, που πρωτύτερα τα είχε βάλει με τον Νίκο Τσιόνη κι ήταν σίγουρος ότι αυτός του είχε σκοτώσει τα πρόβατα για να πάρει εκδίκηση για τα σκυλιά του, τώρα δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν ήταν δουλειά λύκου αυτό, μα ούτε δουλειά ανθρώπου απ’ όσους γνώριζε έμοιαζε να είναι. Και γιατί τα δικά του ζώα μονάχα, τα δικά του σκυλιά; Όλοι στο χωριό, κι ας θεωρούσαν τον Γιώργο Γκιόκα τομάρι, απορούσαν και δεν ήξεραν τι συμπέρασμα να βγάλουν, και μόνο τους δικούς μου ώμους βάραινε ίσως η απάντηση, κι ας μην μπορούσα να τη δώσω έστω κι αν με ρωτούσαν. Τι να πω;
Έτσι κι αλλιώς, εκείνη την εποχή κουβέντιαζα περισσότερο με τον εαυτό μου και λιγότερο με τους άλλους. Η γραμμή που ξετύλιγαν στο δρόμο τα φώτα μου είχε πιο πολύ νόημα απ’ ό,τι κι αν έλεγα.
***
Είχα πάει στου Τόμου ξανά. Ο Σπύρος έλειπε, είχε ανέβει στα παιδιά του στην Αθήνα. Ο Γιώργος καθόταν σ’ ένα τραπέζι μόνος του κι έψελνε. Πήρα κρασί και ήπια την πρώτη γουλιά με δισταγμό, ίσως περιμένοντας ότι θα μου φαινόταν αλλιώτικο, όπως την άλλη φορά. Αλλά μου φάνηκε ίδιο.
«Πώς είναι το κρασί, Κώτσο;» με ρώτησε η κυρα-Σοφία.
«Ίδιο όπως πάντα. Καλό», είπα.
Ούτε η πρώτη τζούρα, του πρώτου τσιγάρου που κάπνισα πίνοντας, είχε κάτι διαφορετικό από κάθε τζούρα κάθε τσιγάρου που είχα καπνίσει, και μόνο τα χείλια και η γλώσσα μου γέμισαν τρίμματα γιατί ο καπνός ήταν ξερός. Έφτυσα μερικά σε μια χαρτοπετσέτα, κι άνοιγα πού και πού λίγο το στόμα, μισοέβγαζα τη γλώσσα κι έπιανα ένα τρίμμα που είχε κολλήσει πάνω. Όταν ήπια και το δεύτερο καρτούτσο μου, χαιρέτησα κι έφυγα.
Μα τώρα κάτι ήταν αλλιώτικο· ένιωθα τη γραμμή στο δρόμο να υπάρχει και πέρα από τα φώτα του αμαξιού, ως τη γέφυρα στο Καλντερίμι, τραβώντας με σαν σχοινί δεμένο στον προφυλαχτήρα. Έφτασα ως εκεί και το είδα, γυμνό μες στην παγωνιά, και κάτασπρο εκεί που το δέρμα δεν ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. Το παιδί στεκόταν ασάλευτο, μέσα στην ασπράδα του που στο σκοτάδι περνούσε για φως. Τρία κεφάλια ήταν αραδιασμένα μπροστά στα πόδια του: δύο αντρικά, το ένα νεανικό και το άλλο σχεδόν γέρικο, κι ένα γυναικείο.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα, σαν να μην ήμουν εγώ που άνοιγα την πόρτα κι έβγαινα.
«Χρήστο», του ψιθύρισα.
Μα δεν ήξερε το όνομά του ή δεν τ’ άκουσε, κι έπειτα μάζεψε ένα ένα τα κεφάλια αποκάτω και χάθηκε στη νύχτα.
Το άλλο πρωί τους βρήκαν αποκεφαλισμένους. Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]