Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται ένα είδωλο. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να τραβήξει το δέντρο, κάτω να το ρίξει, να γεμίσει το πάτωμα μικρά κομμάτια πράσινο και μπλε και χρυσαφί κι ασημένιο και κόκκινο, να ξεχυθούν άπειρες σταγόνες λάμψης στα χαλιά, στα δώρα, στις κουρτίνες, στα γλυκά που έφτιαχνε χτες όλη μέρα βοηθός περήφανος της μαμάς, κι όλα θα γέμιζαν σε λίγο, με τη δική του πάλι τη βοήθεια, πολύχρωμες πινελιές και φωτάκια που λαμπυρίζουν, τόσο λάτρευε τα Χριστούγεννα και τα χρώματα και τα φώτα που ήθελε να γεμίσουν τα πάντα γύρω του χρώμα και φως και Χριστούγεννα, κι ας τον μάλωνε μετά η μαμά – τη στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμος πια να τραβήξει το δέντρο, βλέπει στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας ένα είδωλο. Πού τα ξέρει αυτά τα μάτια; Πού τα ’χει ξαναδεί αυτά τα σγουρά μαύρα μαλλιά; Όχι, λάθος δεν κάνει. Ήταν αυτός. Μα μεγάλος ήταν. Και του άρεσαν ακόμη τα χρώματα και το φως και τα Χριστούγεννα. Κι έβαφε συχνά το πρόσωπό του με υπέροχα έντονα χρώματα κι έντυνε το σώμα του με ρούχα λαμπερά κι έβγαινε στους δρόμους έτσι ντυμένος, κι ήταν ο κόσμος όλος χαρούμενος, γυαλιστερός και ζωηρόχρωμος. Όμως και μια σκιά δίπλα του έβλεπε το πρόσωπό του να πλησιάζει με φόρα, και σαν ένα χτύπημα δυνατό του τάραζε τώρα τα μάγουλα, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, στα μάτια, στο κεφάλι, στον λαιμό, κι άλλο μετά, και γύρω γυαλιά, σπασμένα γυαλιά, κι ο κόσμος όλος μικρά κομμάτια πράσινο και μπλε και χρυσαφί κι ασημένιο και κόκκινο, πολύ κόκκινο, στο κεφάλι, στα μάτια, στο στόμα, σταγόνες κόκκινο παντού πάνω στο πεζοδρόμιο που κείτονταν – και κείνη ακριβώς τη στιγμή έτρεξε φοβισμένος στην αγκαλιά της μαμάς, που κάτι γιορτινό μαγείρευε στην κουζίνα.
Πρώτη δημοσιευση. Το Φρέαρ δημοσιεύει και φέτος τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες σας. Δείτε τις λεπτομέρειες εδώ και στείλτε μας τη δική σας.