Κώστας Σιαφάκας
Αντανάκλαση
Εκδ. Σμίλη, 2018
Στον μικρό ευσύνοπτο τόμο με το τίτλο Αντανάκλαση ο Κώστας Σιαφάκας συγκέντρωσε τριάντα εφτά κείμενα, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «φανταστικές ιστορίες», στο «περιθώριο του χρόνου», στα «όρια μεταξύ του καθημερινού και του συμβολικού», μικροδιηγήματα εν γένει, σκέψεις, παρατηρήσεις, φαντασίες, όνειρα, παραναγνώσεις, σκόπιμες διαστρεβλώσεις έργων που έχει δει, κομμάτια έργων που έχει ανακατέψει. Ένα κολάζ από πολλά θραύσματα, των οποίων την συνύπαρξη σε ένα νέο επινόησε και μας το προσφέρει. Μικρό μπουκέτο μικρών κειμένων, μικρών προτάσεων, κυρίως κυριών, σπανίως δευτερευουσών. Και το νόημα ζητούμενο.
Μακριά από κάθε συναισθηματική κατάσταση, από κάποια προσπάθεια στρογγυλέματος της λογικής, σε έναν άνεμο δημιουργικής λεκτικής και χρωματικής φαντασίας, παραδέρνουν, παραδέρνει, παραδέρνουμε. Είναι όνειρα; Είναι πρόσωπα μέσα σε όνειρα; Όχι, ακριβώς· μας προειδοποίησε, άλλωστε, είναι στα «όρια μεταξύ του καθημερινού και του συμβολικού». Έτσι εκεί που δείχνουν κανονικά – για ποιον;- για κείνον που γράφει; για μένα που διαβάζω; για τα ίδια τα πρόσωπα της ιστορίας; – εκεί λοιπόν που όλα δείχνουν κανονικά, σιγά σιγά γλιστρούν στο ονειρώδες. Κινούνται ή στέκονται σαν μοντέλα φωτογραφίας, που εγκλωβίζει το χρόνο στην στιγμή της εικόνας, σαν να θέλουν να τον καταργήσουν ή να τον διαιωνίσουν. Μα αυτή είναι η δική του ιδιότητα. Αλλά και γι’ αυτό μας έχει προειδοποιήσει ο συγγραφέας· στο «περιθώριο του χρόνου», έχει πει, πράγμα που σημαίνει εκτός αλλά και εντός. Κατά συνέπεια και στο περιθώριο του χώρου, μια και οι δύο συμπλέουν εν ταυτώ, και τα πρόσωπα συμπεριφέρονται σαν ρομπότ ή κουρδισμένα παιχνίδια ή μαριονέτες ή σαν να αποσπάστηκαν από πίνακες γνωστούς ή παραπέμπουν σε πίνακες γνωστούς ή σε ό,τι η φαντασία κάθε καλλιτεχνικού νου θα μπορούσε να επινοήσει.
Ο Σιαφάκας, επιλέγοντας μια γραφή φαινομενικά ισοπεδωτική και άνευρη, στοιχείο απαραίτητο για το είδος που υπηρετεί, παρακάμπτοντας κάθε αρχή λογοτεχνικής γραφής, μας κάνει την έκπληξη. Εκεί δηλαδή που μας καθιστά μάρτυρες μιας αδιάφορης ιστορίας, συνηθισμένης και καθημερινής στα «όρια μεταξύ του καθημερινού και του συμβολικού», όπως μας προειδοποίησε, εκεί που τα πάντα είναι ρευστά και οι μετασχηματισμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο, τα πρόσωπα παραμένουν σταθερά. Αυτή η ιδιότητα του αναλλοίωτου κάνει την έκπληξη, όταν στο πλάνο έχουμε το σταθερό και όλα τα άλλα να αλλάζουν ή να μην αλλάζουν.
Παίρνω παράδειγμα από το κείμενο το επιγραφόμενο «Μια συνάντηση» (σελ 32-33). Εκείνη με τα χέρια στις βαθιές τσέπες, στο παλτό, στέκεται ακίνητη, ανάμεσα σε ανθρώπους που κινούνται και έτσι βεβαιώνεται η ακινησία της. Και τώρα προσέχουμε το φόντο όπου την τοποθετεί: Πίσω της στον τοίχο μια αφίσα, δείχνει τον Αϊνστάιν που κάνει ποδήλατο. Τούτο συνιστά αυτομάτως κίνηση και ακινησία. Ο Αϊστάιν ακινησία, το ποδήλατο κίνηση. Η αφίσα σταθερή, το ποδήλατο φεύγει. Στο τέλος της ιστορίας επανέρχεται το ίδιο σκηνικό, μια και ο χρόνος καμπυλώνεται από την παρουσία της ύλης και της ενέργειας που απορρέει από αυτήν, πράγμα που εντείνεται από την ερωτική, κι ας μην κατονομάζεται, συνάντηση. Στον τοίχο «ο Αϊστάιν να κάνει ποδήλατο» αλλά στο πρόσωπο τώρα έχει ένα «κολλημένο μεγάλο κίτρινο ψάρι». Η ακίνητη κοπέλα έχει κινηθεί κι έχει ανεβεί στη μηχανή του και ετοιμάζονται να φύγουν. Η κίνηση συνιστά εξέλιξη και μάλιστα δυναμική και θετική. Οι αναλογίες αφίσας και πραγματικότητας είναι σημαίνουσες. Ο Αϊνστάιν κάνει ποδήλατο, ενώ ο ήρωας της ιστορίας έχει μηχανή. Κι επιπλέον πιο γρήγορη από το ποδήλατο. Ακόμα μια κοπέλα πάνω της, πίσω του. Το πρόσωπο του Αϊνστάιν ψάρι κίτρινο. «Τι θέλει να πει ο ποιητής»; Ρωτά πάντα ένας δάσκαλος τα παιδιά. «Η γραφή ορισμένες φορές επιδιώκει να διορθώσει το απώτερο παρελθόν» γράφει ο Γ. Βέης (Bookpress, 2 -11-18). Τι σημαίνει αυτό; Δεν γνωρίζω τα ερωτικά του Αϊνστάιν ούτε του Σιαφάκα, όμως θυμάμαι στίχους του Οδυσσέα Ελύτη αποθησαυρισμένους στη μνήμη ως παρακαταθήκη και κληρονομιά του κάθε ενός που γράφει και διαβάζει. Επιλέγω ό,τι συνιστά ερμηνεία, έστω και εν αγνοία του γράφοντος:
«Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν
να φανούν
“Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ’ οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε
ακινητούν”, έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας»
(Το Φωτόδεντρο, «Η Οδύσσεια»)
Αν μπορώ να βγάλω ένα συμπέρασμα είναι μέσω της σύγκρισης ενός έργου με ένα άλλο. Κι επειδή ο Σιαφάκας είναι ζωγράφος κατά κύριο λόγο, η ζωγραφική είναι το πρώτο κινούν τη συγγραφική του δραστηριότητα. Επανέρχομαι για λίγο στο «ψάρι» στο πρόσωπο του Αϊνστάιν. «Τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής;». Το κατασυκοφαντημένο ερώτημα με απασχολεί. Το ψάρι που γλιστράει και ποτέ δεν μπορείς να το πιάσεις. Η ζωή που τρέχει, ο χρόνος που φεύγει, οι σοφοί που μας κοιτάζουν ακίνητοι από την αφίσα τους και μας λένε πως όλα φεύγουν. Ο Αϊνστάιν με το ψάρι στο πρόσωπο συνιστά αίνιγμα μεγαλύτερο από το χαμόγελο της Τζοκόντα, το οποίο μας απευθύνει.
Από τη λογοτεχνική πλευρά ο λόγος του Σιαφάκα, όπως ήδη ανέφερα, μοιάζει ισοπεδωτικός και συναισθηματικά ανέκφραστος. Όμως εκεί που όλα βρίσκονται στην ακινησία ή στην κίνησή τους, εκεί γίνεται η έκπληξη. Οι φράσεις (από το ίδιο κείμενο πάντα) σαν να παίρνουν θέση στοίχισης, σαν να ζυγιάζονται και μάλιστα με μεγάλη αυστηρότητα, κάνουν την τραμπάλα να ισορροπεί: «Μιλούσαμε και πίναμε. Εγώ μίλησα λίγο παραπάνω. Εσύ ήπιες λίγο παραπάνω». Ίσες προτάσεις, ίσες λέξεις. Πιο κάτω βρισκόμαστε σε μια εικόνα, ακίνητη επίσης, όπου όμως ένα λεπτό φτερό διαγράφει μια αδιόρατη κίνηση: «Κάποια στιγμή είδα το χέρι σου αφημένο στο τραπέζι σαν κουρασμένο φτερό. Αν είχα πιει κι εγώ λίγο παραπάνω θα γινόμουν αδιάκριτος και θα σε ρωτούσα από πού ήρθες πετώντας και πόση απόσταση διένυσες». Άγγελος από τον ουρανό, βεβαίως, η θεά Τέχνη αλλιώς, η έμπνευση.
Δεν μπορώ να αντισταθώ και θα μπω στον «Πειρασμό» του Διονυσίου Σολωμού:
«Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες;
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο καν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!»
Δεν χρειάζεται ερμηνεία, ο Σιαφάκας εν αγνοία του επανέλαβε το ή δη γνωστό και καταχωρισμένο στην καλλιτεχνική θήκη της μνήμης. Και κορασιά και νύχτα και ακινησία και ρομαντική ατμόσφαιρα που τρέχει με σύγχρονα μέσα. Ιππότης με μηχανή! Ο καθείς και η εποχή του.