frear

Απώλειες – της Ελισάβετ Πλαμάδα

 

ΑΠΩΛΕΙΑ

Υπάρχει ένα υπέροχο βιβλίο για τις αποχρώσεις του πένθους της Marian Keyes, το Είναι κανείς εκεί;. Υπάρχει λοιπόν η άρνηση, η θλίψη, ο θυμός, η αναζήτηση επικοινωνίας, ο σωματικός πόνος, η αποδοχή… Τι καλά που θα ήταν να τα ζει κανείς με τη σειρά, ένα-ένα, ξεχωρισμένα από τις προηγούμενες φάσεις… Ξέρω ότι είναι καλά εκεί που είναι μα όλο αυτό το ποτάμι από συναισθήματα με τρελαίνει. Το πένθος ξεκίνησε απότομα και πριν την ώρα του… με τον κεραυνό της είδησης της αρρώστιας. Επακολούθησε μια Μεγάλη Βδομάδα χωρίς Ανάσταση. Μια φίλη μου είπε πως κλείναμε τους λογαριασμούς μας, γιατί η μητέρα μου με γέμιζε με ευχές και δηλώσεις που αναιρούσαν κάθε πικρή κουβέντα που μου ‘χε πει. Τι να το κάνω; Μια χαρά ανοιχτοί ήταν οι λογαριασμοί,δεν χρειαζόταν να κλείσουν τόσο νωρίς…

Θέλω να κλάψω ένα μήνα συνεχόμενα, μέχρι να στεγνώσουν τα δάκρυά μου και να μη μπορώ πια… Δεν με αφήνουν τα ευλογημένα τα βλαστάρια μου κι οι απαιτήσεις τους και εισπράττουν το μεγαλύτερο κομμάτι του θυμού μου… Θέλω να κοιμηθώ βαθιά και να ξεκουραστεί το σώμα κι η ψυχή μου από τη φρίκη των τελευταίων μηνών, μα έρχεται στον ύπνο μου χαμογελαστή με λουλουδάτα φορέματα ή πονεμένη και ανήμπορη ζητώντας βοήθεια και δεν μπορώ να κοιμηθώ… Τη βλέπω παντού να προχωράει κουρασμένα και πνίγομαι και λέω δεν πρόλαβα μια σφιχτή τελευταία αγκαλιά στο στήθος της επάνω. Δεν πρόλαβα ακόμα μια συζήτηση για τις περιπέτειες των παππούδων, ακόμα μια συνταγή (πώς φτιάχνονται τα ντολμαδάκια άραγε;), ακόμα μια ευχή, ένα ξεμάτιασμα, ακόμα μία φασαρία… Έφυγες νωρίς μάνα μου κι ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω να σε καταλαβαίνω… Τα γράφω αυτά γιατί θέλω να τα μοιραστώ. Nα πάτε τώρα να αγκαλιάσετε σφιχτά τις μανάδες σας. Κι ας σας στεναχωρούν. Κι ας μη σας καταλαβαίνουν πια όπως παλιά. Τίποτα και κανείς δεν είναι δεδομένα στη ζωή κι οι στιγμές μας φεύγουν χωρίς να το καταλάβουμε…

ΠΕΡΙ ΑΠΩΛΕΙΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

Κάθε φορά που γινόταν ένας καυγάς στο σπίτι, κατέφευγα στο δωμάτιο της γιαγιάς Ελισάβετ. Μου είχε αδυναμία λόγω συνωνυμίας και με ντροπή παραδέχομαι πως το εκμεταλλευόμουν… Έκανα την αταξία καλά καλά, κι ύστερα έτρεχα πίσω από τη φούστα της να με σώσει…

Τι γλυκιά που ήταν, με τα κοτσιδάκια της και το άσπρο της μαντίλι. Έκρυβε στη σιμφινιέρα (δηλ. συρταριέρα) της κουρελόμπογους με σπουδαίους θησαυρούς και παραφυλούσαμε το ροχαλητό της, για να πάμε κρυφά-κρυφά να τους ανακαλύψουμε! Όταν κοιμόταν πολύ βαθιά,γινόταν πανηγύρι, ξετρυπώναμε τα καλά της μαντίλια και ντύναμε τις μπάρμπι μας πριγκίπισσες! Το δύσκολο ήταν να τα επιστρέψουμε χωρίς να το καταλάβει,γιατί τότε… αλίμονό μας.

«Βρε που κακό χρόνο να ΜΗΝ έχετε… Όλα θα τα πω του πατέρα σας και τότε θα δείτε…»

«Κι εσύ μικρό καθικάκι γιατί πειράζεις τα πράγματά μου;»

Τέτοιου τύπου ήταν οι φοβέρες της και ποτέ δεν τις πραγματοποιούσε. Εγώ ειδικά, ήμουν «το παιδί» και πάντοτε τη γλύτωνα…

Όταν ξυπνούσα το πρωί κι ήμασταν μόνες μας στο σπίτι, περνούσα αρκετή ώρα παρατηρώντας την να τακτοποιεί το κουτί της ραπτικής της και να μαντάρει με το ξύλινο αυγό τις κάλτσες του μπαμπά. Μου έδειχνε τη ραφή «ψαροκόκαλο», την «τρυπωτή», την «πισωβελονιά» και άλλες. Μετά άρχιζε η μεγάλη βαρεμάρα: Έπαιρνε τη Σύνοψη κι άρχιζε τις προσευχές διαβάζοντας σιγανά με τα χοντρά γυαλιά της… Έκανα υπομονή γιατί αυτό της έφτιαχνε τη διάθεση και μετά μου διηγιόταν ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια στη Μάδητο ή ιστορίες από την Αγία Γραφή. Παραμύθια δεν έλεγε ποτέ.

Μια φορά που προσπάθησε να μου πει ένα, την πήρε ο ύπνος. Είχαν περάσει τόσοι θάνατοι, πόλεμοι,αρρώστιες,αποχωρισμοί και αγωνίες από τη ζωή της που δεν της είχε μείνει φαντασία ούτε για δείγμα.

Μετά από τις ιστορίες, άρχιζε το κυνηγητό σε όλο το σπίτι για να φάω το φρούτο μου και για να φορέσω τη γαλάζια ζακέτα που ‘χε φέρει η θεία Μανιώ (η μικρή της αδερφή), γιατί είτε ήταν «Μάρτης, Γδάρτης κ.λπ.», είτε «του Απρίλη ο ήλιος είναι ήλιος με δόντια», είτε «Μπορεί να είναι Μάιος, μα ακόμη φυσά», είτε «Μόλις μπήκε το καλοκαίρι και ακόμα την έχει την ψύχρα του…». Τον Ιούλιο κάναμε παύση και μετά πιάναμε πάλι το κυνηγητό λόγω μελτεμιών του Αυγούστου… Τη σιχάθηκε η ψυχή μου αυτή τη γαλάζια ζακέτα και το κακό ήταν ότι δεν μεγάλωνα αρκετά γρήγορα για να μου μικρύνει… «Όποιος μ’ αγαπάει, με κάνει να κλαίω κι όποιος με μισεί, με κάνει να γελάω…», μου έλεγε κουνώντας το δάχτυλό της…

Τα απογεύματα πίναμε το «νερομπούμι» μας, αυτή στο λεμονοστύφτη κι εγώ στο άσπρο μου πλαστικό φλιτζανάκι του καφέ. Τι ωραία που περνούσαμε!

Αυτή η μικρασιάτισσα γιαγιά που γεννήθηκε το 1902 και ήρθε στην Ελλάδα «ανταλλάξιμη» το 1924 από την Κωνσταντινούπολη που είχαν καταφύγει με τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η πρώτη μεγάλη απώλεια της ζωής μου.

Όχι το 1987 που έφυγε για τον Παράδεισο. Πολύ νωρίτερα, όταν το κουρασμένο της μυαλό «γέμισε» μέχρι πάνω και άρχισε να χάνεται στο λαβύρινθο των αναμνήσεων.

Να δείτε πανηγύρι όταν ξεχνούσαμε την παροχή της βρύσης ανοιχτή! Μούσκεμα η γιαγιά, λούτσα το σπίτι και δώσ’ του τραγούδια και χαρές που βρήκαμε βρύση να μας δίνει νερό δίπλα απ’ το δωμάτιό μας ‒όποιος έχει μεταφέρει κανάτια από κεντρική βρύση προσφυγικού καταυλισμού, καταλαβαίνει το γιατί…

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα εκείνης της περιόδου, ήταν που δε δεχόταν να φάει το φαγητό της. Έτρωγε 2-3 μπουκιές και το υπόλοιπο το έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι ή μέσα στη ντουλάπα ή κάτω από το κρεβάτι, «να έχουμε και για αργότερα…». Η μανούλα μου της υποσχόταν ότι θα της έδινε ξανά φαγητό, αλλά πού να την πιστέψει η γιαγιά. Ζούσε ξανά την κατοχή…

Το χειρότερο ήταν που δεν μας θυμόταν καθόλου. Το μπαμπά μου τον αποκαλούσε «Ένας κύριος με γυαλιά».

-Έχεις παιδιά; τη ρωτούσε η μητέρα μου.

-Έχω μια κόρη, αλλά βρίσκεται μακριά. (Η θεία μου είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και η γιαγιά το έφερε βαρέως…)

-Πώς σε λένε;

-Ελισάβετ, το γένος Χατζηγρηγορίου.

-Εμένα πώς με λένε;

-Με συγχωρείς Περσούλα μου, το ξέχασα!
………………………………………………………………………………………………

Γι’αυτή τη γιαγιά παρακάλεσα γονατιστή την Παναγιά τη Θέκλα, το οικογενειακό μας θαυματουργό εικόνισμα, χαρίζοντάς της όλα μου τα κοσμήματα (2 χρυσά σκουλαρίκια, μια ασημένια καρφίτσα και δε θυμάμαι τι άλλο). Παρακάλεσα μεταξύ άλλων να ξαναθυμηθεί, έστω για 24 μοναχά ώρες, να γίνει πάλι ο εαυτός της…

Ήμουν 9 χρονών και μάλλον ήταν η καρδιά μου καθαρή, γιατί η Παναγιά με άκουσε και την επόμενη βδομάδα, η γιαγιά θυμήθηκε ‒αλίμονο, μονάχα για 24 ώρες….Τι ευφρόσυνη χαρά που ήταν αυτή Θεέ μου…
………………………………………………………………………………………………

Άραγε να μας βλέπουν από κει πάνω πού και πού και να μας στέλνουν καμιάν ευχή;

Νομίζω πως θα ήταν περήφανη για μένα. Μιλούσε με γνωμικά κι όλοι την περνούσαν για δασκάλα. Ήταν όντως μορφωμένη, είχε τελειώσει την Δ’ δημοτικού!

Εγώ έγινα δασκάλα και συχνά τη θυμάμαι. Μαθαίνω σε κάθε τάξη πως «Όποιος μ’αγαπάει, με κάνει να κλαίω κι όποιος με μισεί, με κάνει να γελάω…» και πως «Τα λόγια των πολλών, κάνουν τον άνθρωπο τρελόν…».

Υ.Γ.

Συνταγή για νερομπούμι:

Σε μία κατσαρόλα νερό βάζουμε μία κουταλιά της σούπας καφέ και περίπου 10 με 14 κουταλιές της σούπας ζάχαρη.

Ανακατεύουμε κι αφού «κάτσει» ο ντελβές (το κατακάθι),σερβίρουμε.

Αν σας αρέσει το καϊμάκι στον καφέ ή κάνετε δίαιτα, καλύτερα να ΜΗΝ το δοκιμάσετε!

[Πρώτη δημοσίευση. Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη