frear

Αναμνήσεις από τη Μάγκι Κάσιντι – του Απόστολου Θηβαίου

 

Χαίρε άνδρα των δρόμων

Η Μάγκι Κάσιντι, σκληρό, αμερικανικό κορίτσι που γνωρίζει το τέλος της εποχής. Πίσω από το βιομηχανικό παραβάν της αμερικανικής πόλης Λόουελ, στη Νέα Αγγλία, η Μάγκι Κάσιντι δείχνει τις καινούργιες μέρες που θα φτάσουν. Τζάκι, η ομίχλη θα σε σκεπάσει, θα μείνεις μόνος στα λιβάδια. Θα με αφήσεις να πεθάνω, δεν θα έρθεις να με σώσεις, δεν θα ξέρω ούτε πού βρίσκεται ο τάφος σου, δεν θα θυμάμαι ούτε πώς ήταν το πρόσωπό σου, πού βρισκόταν το σπίτι σου, ποια ήταν η ζωή σου, θα πεθάνεις χωρίς να μάθεις τι απέγινε το δικό μου πρόσωπο, η αγάπη μου, η νιότη μου, θα καείς σαν έντομο που έπεσε στο καζάνι μιας ατμομηχανής, ψάχνοντας για το φως Τζάκι.

Ο Τζάκι λυπημένος επιταχύνει στα ξύλινα κουλουάρ των επαρχιακών στίβων και από τον Φώκνερ ίσαμε τον ίδιο, η Αμερική με τις διαρκείς, απελπισμένες ανάσες και το αίσθημα δικαίου που θα καταστεί δευτερεύουσα αξία μες στο στυλάτο Μανχάταν της τρίτης χιλιετίας. Η Αμερική με τις δραματικές νύχτες, όλο ένταση και ωραιότητα και πολύ τραγικούς σφυγμούς θα λησμονήσει γρήγορα τις μακριές πορείες, τα μεγάλα αυτοκίνητα της δεκαετίας του 1950 και ευθυγραμμισμένη σε μια πλουσιοπάροχη λιτότητα, όλο αντίφαση Τζάκι και η Μάγκι Κάσιντι καθισμένη στο αίθριο του σπιτιού, μες στην εκκωφαντική πρασινάδα και τις αχνές ρυτίδες, βαθείς δρόμοι του νερού, η υγρασία του προσώπου της Μάγκι, Τζάκι εσύ που γυροφέρνεις τα μετάλλια και τα πάρτυ ενηλικίωσης και έξω η Αμερική και το όνειρο που ραγίζει, τελευταίες, ευτυχισμένες γενιές. Η Αμερική του Τζάκι, η κόρη του Θεού, η προικισμένη, εκεί όλοι δαφνοστεφανωμένοι από πράσινους, παλιούς προέδρους, με το στιγματισμένο ύφος που επισήμανε ο Κωνσταντίνος Τζούμας, εντελώς άγνωστος και ανυπεράσπιστος στους έντεκα δρόμους, με ύφος σύνθεση Μονρόε, Γκαμπόρ και ίσως Ντεμονζώ. Όμως ο Τζάκι, βρίσκει πολύ εξαιρετικές τις καφετέριες της νύχτας, τις φιλικές εξορμήσεις για χορό και φτηνό αλκοόλ, αρσενικές υπερηφάνειες και προστυχιές, καθώς ο Ίντυμπου φιλά με ηδυπάθεια και ενέργεια εργατική τα πιο εύκολα κορίτσια του Λόουελ. Τα παράξενα παιδιά, άνθρωποι που δεν θα αντέξουν ποτέ το κρύο που όλο δριμύτερο φτάνει από τον ωκεανό. Αλήθεια, Τζάκι, η Αμερική λοιπόν έπαψε να είναι ωκεανός, ευτυχισμένες λιακάδες, εύκολο χρήμα και χρυσές ευκαιρίες. Τζάκι, ετούτα τα πράγματα, γραμμένα βιαστικά σε χαρτί τηλέγραφού, συνιστούν ομορφιές που φθάνουν κυμματίζοντας, όπως τα πράγματα του παρελθόντος Τζάκι και εσύ τυφλός σαν από χρόνια, όπως οι ήρωες του Ερνέστο Σαμπάτο δοσμένοι μες στις μάταιες θύελλες, αγαπημένες, θαλασσινές καταιγίδες Τζάκι. Ο κόσμος Τζάκι ήταν πάντα φτιαγμένος από κατώτερους θεούς, ατέλειες και παραλογισμοί Τζάκι, όπως το είπε ξεκάθαρα ο λατινικός φίλος σου, τυφλός πατριάρχης στην οδό Σταδίου. Η Αμερική Τζάκι είναι η Μάγκι, ένα κορίτσι λοιπόν που κλαίει, όχι για όσα κέρδισε κάποτε με κόπο, μα για όλα όσα έχασε οριστικά. Τη μοναδική ευκαιρία που σε συνεπήρε Τζάκι, για ακριβές επαύλεις, η μητέρα σου Τζάκι θέλησε πολύ επίμονα και μυστικά ετούτο το κέρδος για σένα, τη μοναδική ευκαιρία Τζάκι για να ιππεύεις περήφανα άλογα, σαν άλλος τροπαιούχος τζόκεϋ και τα τηλεφωνήματα για την καταστροφή και ίσως το θάνατό σου από συντριμμένο συκώτι μες στη διαρκή σου ακμή. Εσύ Τζάκι, είσαι ποιητής φτιαγμένος από το πιο ακριβό υλικό και είσαι ακόμα ένας μοναχικός πολεμιστής, πεταμένη η ασπίδα και το σπαθί σου, νεκρός ο Αχιλλέας, η αδυναμία του είναι περισσότερο αστική και ονειροπόλα. Εσύ Τζάκι, φτιάχνεις ανυπόψιαστα σύμπαντα, εσύ Τζάκι είσαι ο κληρονόμος του Ισπανού τυχοδιώκτη, ανεμόμυλοι, υψικάμινοι, χιόνια και νυσταγμένα λεωφορεία, δύσκολοι έρωτες μες σε ακριβά, ιδιωτικά αυτοκίνητα και ξοδεμένες βραδιές στους επτά λόφους που πάντα περιτριγυρίζουν τις πιο ωραίες πόλεις. Τζάκι εσύ δεν περίμενες ποτέ το Θεό, όπως τα παραληρηματικά παιδιά των πολλαπλών μοιρών, εσύ Τζάκι δεν τον περίμενες να φανεί μέσα από τους ωκεανούς ή πάνω από τις πόλεις. Εσύ Τζάκι, τον γύρεψες στους δρόμους, τότε που η Μάγκι είχε πια απομείνει όνειρο, κερί που καίγεται μες στην καρδιά της Νέας Αγγλίας. Με τέτοιες αδιαννόητες ονοματοδοσίες Τζάκι ήσουν πάντα βέβαιος για το απαράλλαχτο τέλος του πολιτισμού, για την επιβίωση που αντικαθιστά τη ζωή, για το μύθο που δεν είναι άλλο παρά η πιο απόκρυφη επιθυμία σου.

Τότε γύρνα πίσω στην αυλή μας, στο ποτάμι, στη νύχτα που αγαπάς, ακούω το λεωφορείο να πλησιάσει στη γωνία, στη στάση που κατεβαίνεις, όχι άλλο αγόρι μου, όχι άλλο, τα είχα δει όλα, είχα οράματα και ιδέες για σένα, τον πανέμορφο άντρα μου να διασχίζει την Αμερική με το σιδηροδρομικό του φανάρι. Εσύ Τζάκι, πιο γέρικος και σοφός από όλους μας ακολουθείς τη συμβουλή της Μάγκι Κάσιντι, στο διάβολο η δοκιμασία στους ακαδημαϊσμούς, στο καθαρό στυλ, στην πυρετώδη ενέργεια, τον αισθητικό έλεγχο. Στο διάβολο η διαφορετική προοπτική αγοριών και κοριτσιών, οι διαφορετικές αξίες και η θέση που απαιτεί η κοινωνία από τη δυτική, λογοτεχνική ελεγκάντσια, στο διάβολο ακόμα η αστάθμητη εποχή μας που δεν θα δώσει ποτέ το στίγμα της, όπως καμιά εποχή δεν έδωσε ποτέ και ίσως να σώθηκε κάποια από σπουδαία παιδιά με γρήγορους θανάτους.Τι όμορφα που βαδίζεις πλάι μας Τζάκι, σαν πειρασμός Τζάκι, σωσμένος από τη μάχη των Κενταύρων, τρελός όπως οι μανάδες των αλόγων, τρέξε Τζάκι να χαθείς μες στον αέρα, ο θεός καραδοκεί σε όλους τους μέλλοντες καιρούς Τζάκι, ο ιερογλυφικός Θεός Τζάκι, μια θεότητα πριν τη σφαγή ενώπιόν της. Ξέρω καλά Τζάκι πόσο αγάπησες τη ρωμαϊκή άνοιξη, πόσο πολύ αγάπησες τις καινούριες, ευλογημένες μέρες, έτσι που πλησιάζεις στο πιάνο, ντυμένο το ανθρακί σου κοστούμι και γύρω μια απόχρωση κοραλιού και η πατίνα του χρόνου. Τζάκι οι σπαραγμοί σου κρύβονται σε όλο το μήκος του ταξιδιού σου, Τζάκι σπάνια σύμπτωση το πέρασμά σου από τις πόλεις μας, Τζάκι η γενεαλογία του βλέματός μας στο πρόσωπό σου, αδύνατο το πέρασμα για τις Ινδίες, οριστικά και αμετάκλητα. Σε αγαπώ Τζάκι, γιατί δεν πίστεψες σε ακτές με τρυφερούς φωτισμούς, μήτε ενέδωσες στο δωρικό, ελληνικό μίσος. Τζάκι είμαστε στο αίθριο με την Μάγκι Κάσιντι, θα φανείς κάθε απόγευμα, γρήγορος, εξωφρενικός και ρομαντικός, όπως η εφηβεία, όπως η εφηβεία, διακόπτωντας τον καιρό μας με τη δημιουργία. Τζάκι από εδώ ως το τέλος της Δύσης, μαύρος ήλιος και αμερικάνικα, σκοτωμένα όνειρα και εμείς με την Νανά Ησαϊα που όλο σοφία μας σφίγγει τα χέρια και είναι σίγουρη πως με τόσο πάθος, όπως το δικό σου Τζάκι, μπορούμε να καταστρέψουμε τον κόσμο.

[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο που συνοδεύει το αφήγημα είναι του Andrew Wyeth.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη