Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στη φυλακή. Χρωστούσε ενοίκια. Ο ιδιοκτήτης τον πίεζε και προσπαθώντας να τον ωθήσει έξω από την πόρτα του σπιτιού τον έσπρωξε κι έπεσε. Πέρασε αυτόφωρο και καταδικάστηκε για επικίνδυνη σωματική βλάβη. Ήθελε μόνο να προστατεύσει τον ιδιωτικό του χώρο, το καταφύγιο, τον κόσμο του.
Η πρώτη νύχτα ήταν δύσκολη. Ένιωθε σαν τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους. Του έδειξαν ένα διπλό κρεβάτι δίπλα στον τοίχο. Το πάνω ήταν ελεύθερο. Τίναξε τις κουβέρτες και πνίγηκε στη σκόνη. Από το ταβάνι κρέμονταν ξεφτίδια μπογιάς. Ανέβηκε και ξάπλωσε. Έτσι αιωρούμενος μεταξύ οροφής και πατώματος αισθανόταν να είναι ξαπλωμένος σε βάρκα μεσοπέλαγα. Βάρκα χωρίς πανί και κουπιά, σε μια σχεδία όλη του η ύπαρξη. Αυτό το αίσθημα του ναυαγού το είχε από μικρός και όσες φορές το ξεχνούσε ερχόταν η ζωή και του το επιβεβαίωνε.
«Πρέπει να επιβιώσω», σκέφτηκε. Με τους άλλους στο θάλαμο δεν έλεγε πολλά. Οι περισσότεροι ήταν λιγομίλητοι άλλωστε, κλεισμένοι ερμητικά στον κόσμο τους. Ναυαγοί κι εκείνοι. Ροβινσώνες στο νησί Τομπάγκο. Στην αρχή απελπιζόταν. Σκεφτόταν διαρκώς τα ερείπια της ζωής του, τα χρόνια που έφευγαν, τα πράγματα που είχε να κάνει, κι έκλαιγε την άδική του τύχη. Ανέβαινε στο κρεβάτι κι αισθανόταν ήδη νεκρός. Σιγά σιγά συνήθισε. Έφτιαξε κι εκείνος έναν δικό του κόσμο. Έναν κόσμο μέσα στον κόσμο της φυλακής. Δηλαδή έναν κόσμο, μέσα σε έναν κόσμο που βρισκόταν μέσα σ’ έναν άλλον κόσμο.
Πήρε μολύβια και ζωγράφισε στον τοίχο δίπλα πράγματα που τον ξεκούραζαν. Έγραψε και καναδυο στιχάκια και φράσεις που του άρεσαν. Μετά με γαλάζιο μολύβι έφτιαξε κατά μήκος του κρεβατιού κύματα. Στην οροφή σχεδίασε αστέρια. Τα βράδια που έσβηναν τα φώτα, όταν πήγαινε να τον πιάσει η απελπισία, ταξίδευε. Πήγαινε σε άγνωστα μέρη, ζούσε περιπέτειες, σχεδόν τόσο τρομερές σαν αυτές που διηγούνταν ο Οδυσσέας στον Αλκίνοο στο νησί των Φαιάκων ή σαν εκείνες με τις οποίες ο παππούς ξεγελούσε τον εγγονό στο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Ευφάνταστες περιπέτειες κι αλλόκοτες όπως οι ιστορίες του Πόε. Με τον καιρό τα ταξίδια βάθυναν, τα βίωνε έντονα, σαν να ‘ταν πραγματικά. Ξυπνούσε χαρούμενος, ανανεωμένος, γεμάτος σχέδια και σκέψεις. Με το πρώτο φως της ημέρας πότε σε ένα μπλοκάκι που είχε, πότε σε χαρτοπετσέτες ή σε κομμάτια χαρτόνι κατέγραφε όσα ζούσε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.