Σταύρος Σταυρόπουλος, Sο long Marianne, Σμίλη, Αθήνα 2017.
“[Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων. Μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών». Την έλεγαν Μάριαν, Μαριάννα, Μαίρη, Μαρίλια, Μαίριλυν, Μαριλού, Μαριάμ, Μαρία. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος.
Μετά εξαφανίστηκε.]”
Η γυναίκα στην ποίηση του Σταυρόπουλου ως το θαύμα της ανάλαφρης εμφάνειας αλλά και του φευγαλέου, σαν του πουλιού πετάγματος, συνιστά ένα σύμπαν ολόκληρο που ανασαίνει και σβήνει μες στον συμβολισμό του αιώνιου. Η ανάγκη να το μνημειώσει ως τέτοιο, δηλαδή η ανάγκη του να προσδώσει διάρκεια ακόμη και στο μη υπαρκτό τον σπρώχνει σε ανύψωση του έρωτα, ώστε να αποκαθηλώσει τη φθορά και την αδιαφορία που επιφέρει η απουσία του. Το εύρημα, λοιπόν, είναι η εξομολόγηση ή αλλιώς η ένορκη σαν να λέμε κατάθεση, αν θεωρήσουμε ότι η γραφή είναι υπόθεση ιερή και αμετάκλητη με την έννοια της έγγραφης μαρτυρίας όλων όσων μόνον ένας ασκητής της αγάπης βιώνει και μετουσιώνει σε λόγο. Μεταφέροντας την προσωπική συγκίνηση του κλειστού χώρου της ψυχής σε χώρους ανοιχτής θέασης, με την ίδια φιλοσοφία που ο Έλιοτ απευθύνει λέξεις ιδιωτικές δημόσια, κηρύσσει την έναρξη ενός αγώνα όπου ο έρωτας και η αγάπη ελευθερώνουν τις δυνάμεις τους σε έναν χώρο που πνέει ωστόσο ο θάνατος. Η νίκη, βέβαια, μοιάζει να είναι της αγάπης, αφού σύμφωνα με τον Ρίλκε «Να αγαπάς σημαίνει να διαρκείς. Να αγαπιέσαι σημαίνει να παρέρχεσαι».
Στη σκηνή εμφανίζεται μία γυναίκα ή μάλλον η αναγγελία τής κάποτε ύπαρξής της. Μια γυναίκα της μνήμης και του παρελθόντος ή μήπως μια γυναίκα προσχέδιο του απώτερου μέλλοντος; Υπήρξε κι εξαφανίστηκε ή ουδέποτε υπήρξε; Την ανακαλεί ή την γεννά ή μήπως ήδη θρηνεί το ανέφικτο της γέννησής της; Είναι ένας κόσμος που γεννιέται από μια Μαρία και ένας κόσμος που πεθαίνει άμα τη εμφανίσει της.
Είτε η φαντασία προτρέχει είτε η ψυχή νοσταλγεί, πάντως η ψυχή ισορροπεί στα αντίθετα. Προηγήθηκε σφαγή ή καλοκαίρι; Τα χρόνια ήταν φθινοπωρινά και τελεσίδικα ή μήπως η κατοικία της Μαρίας είναι η ίδια η όρασή του, ένα ατέλειωτο αλφαβητάρι λέξεων δικών του που μιλήθηκαν από εκείνην. Και τώρα; Σε τι αποβλέπει η παρούσα σύνθεση; Μήπως είναι η ανάγκη του να ανακτήσει τις λέξεις του απ’ το δικό της στόμα; Είναι ποτέ η αγάπη φάντασμα; Με την ολική επαναφορά του προσώπου ή της μνήμης του αποσκοπεί στη δική του εξιλέωση μέσα στην ομορφιά που αθωώνει. Η ανάγκη του να συνθέσει κάτι άφθαρτο και άσβηστο που να μη σκιάζει η σκιά το φευγιό του συνιστά το δομικό υλικό της σύνθεσης αυτής, αφού τα πάντα παρέρχονται και μας προσπερνούν. Αποφασίζει, λοιπόν, να αντιταχτεί στα ενθύμια και στη νοσταλγική τους σύσταση. Επιζητά ένα αιώνιο παρόν αγάπης και το επινοεί. Αν και ακόμα αγέννητη / Θέλω να σ’ αναστήσω / Να σε συνθέσω ξανά / Από υπερκόσμια υλικά / Να μη σβήνεις / Να μην προσπερνάς / Να μη φοβάσαι // Να σε χορτάσω / Χωρίς σκιά // χωρίς άλλα / Ενθύμια θαύματα «IV»
Ο χρόνος, εντέλει, της σύνθεσης είναι η διάρκεια ενός μέλλοντος αδιάπτωτου, αφού Η αγάπη δεν απομακρύνεται ποτέ / Από το μέλλον της «VII»
Η μακέτα, λοιπόν, περιέχει ένα σπίτι που επιλέγεται απ’ τη σωστή πλευρά του παραδείσου, από έναν άνθρωπο ποιητή πλαστουργό που ζυμώνει τις λέξεις, για να φτιάξει τη μνήμη του προσώπου στη μνήμη του, να θυμηθεί μέσα από τον ρυθμό των μουσικών λέξεων τον τρόπο του βλέμματος που επιλέγει να έχει το πλάσμα του ονείρου του. Με στίχους αποπειράται να υποκαταστήσει το ανύπαρκτο και να διορθώσει μια παράλειψη τόσο σημαίνουσα για την ζωή της ψυχής του. Όλα όσα προϋπήρξαν στερούνταν αρτιότητας και ως ατελή ακύρωναν τη θαυμαστή ενέργειά τους στον χρόνο.
Το παρόν είναι ακατάλληλο τώρα / Τα γάντια υπήρξαν τέλεια / Το άγγιγμα ατελές […] «VI»
Η έλευση της Μαρίας αναταράσσει το νεκρό παρόν και το ζωοποιεί, αφού ό,τι κομίζει έχει το στίγμα του μέλλοντος. Στο δικό του παρόν το πέτρινο σαν βράχος που μόνο το κύμα το αλλοιώνει ανοίγουν άξαφνα περάσματα που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον καιρό. Μέσα από το ρήγμα του χρόνου φτάνει ως εκείνην και αντικρίζει έναν κόσμο οδύνης και παγετού που τον θερμαίνει με την ανάσα του.
[…] Παντρεύτηκα τις ρωγμές των μελών σου / Την άνοιξη εκείνων των γενναίων ματιών / Το κίτρινο καμπαναριό της ψυχής /Που σιγούσε / Και την τρύπα που είχε ανοίξει ο χρόνος / Μέσα σου // Έφτασα αμίλητος έως τα νύχια / Τα άναψα / Και πέρασα εκεί / Στα μικρά σου χάλκινα δάχτυλα / Δύο εκκωφαντικές βέρες // Η μία έγραφε σήμερα / Η άλλη αύριο / Εσύ μου είπες ποτέ // Και κατάλαβα ότι ήταν για πάντα «IX»
Ο χρόνος της συλλογής είναι η νεότητα, ως χρόνος – περιοχή και ως χρόνος – προορισμός και προέλευση. Το ζήτημα του χρόνου – περιοχή το συναντούμε και στη σύνθεση της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ Λυπιού, όπου εκεί, όπως γράφει, συμβαίνει το παράδοξο: Κάτι χειρότερο από γερατειά, / η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα. Στη σύνθεση του Σταυρόπουλου η ύπαρξη της Μάριαν κινητοποιεί τη συνθήκη ανέγερσης μιας περιοχής ή μιας χώρας. Μεταμορφώνεται μεμιάς σε τόπο αναψυχής και εύφορου κάλλους.
Είσαι το πιο όμορφο μέρος / Για να είναι κανείς νέος «Χ»
Ο χρόνος των ημερών της αγάπης που ιστορείται είναι ένας χρόνος βιωμένος με τον σπόρο της δυνατότητας να υπάρξει κάποτε, να σπαρθεί και να ανθίσει στο χώμα του μέλλοντος εκείνων που θα έρθουν. Όμως, ο χρόνος του προσώπου που εδώ εξυμνείται είναι επίσης χρόνος ερχόμενος και καταγωγικός από μιαν ηλικία που προϋπήρχε της ύπαρξης. Ως εκ τούτου, δεν είμαι σίγουρη ότι πρόκειται αμιγώς για έναν ερωτικό λόγο που εξυμνεί αλλά μάλλον για τα πρωτογενή εκείνα υλικά οικοδόμησης μιας διαρκούς νεότητας του κόσμου. Κυκλοφορώντας ανάμεσα στο παρελθόν και χωρίς να απομακρύνεται στιγμή από το μέλλον λειτουργεί ως τόπος εξιλέωσης και επανόρθωσης μιας αδικίας συντελεσμένης που ευτυχώς αναιρείται μέσα από τη δική του σχέση μαζί της. Την περιέχει συνεπώς και την αφομοιώνει, ώστε να την επαναφέρει ως προέκταση δική του, του ίδιου του σώματός του.
[…] Πήρα τα λουλούδια σου / Από το αμαξοστάσιο των θνητών / Το δέρμα τους ήταν σαρκώδες / Είδα τον λούτρινο μίσχο / Να αναρριχάται αργά / Από μέσα μου / Σαν κισσός // Έφτασε στο λαρύγγι μου // Σε κατάπια / Και βγήκες απ’ τα μάτια μου / Όπως ένα παράξενο φως / Που γεννήθηκε // Για να εξιλεώσει τον κόσμο «XVII»
Η ίδια αυτή ανακαινιστική δύναμη αποκαθιστά όλα τα μισοτελειωμένα και αίρει τις αμφιβολίες. Την προαγάγει σε ναό όπου λειτουργεί το κάλλος, κάτι που πραγματικά φέρει τα πράγματα στη σωστή τους ώρα συναντώντας στην όψη της το θεϊκό στοιχείο της ίδιας της ζωής.
Με σένα / Επισκεύασα μέσα μου / Το πρόσωπο του θεού / Σε όλες του τις θρησκείες / Ευλογήθηκα / Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά // Τώρα που εσύ δεν βλέπεις / Κι εγώ / Έχω μείνει εδώ / Να σε εύχομαι / Θέλω να είμαι σίγουρος / Ότι ξέρεις / Πως αγαπήθηκες / Από έναν άγιο «XI»
Η φαντασία, αυτή η δεύτερη πραγματικότητα, είναι το όχημα με το οποίο κινείται και μεταπλάθει τα όρια του κόσμου προτιμώντας από την άθλια εικόνα του εκείνην που θυμίζει λούνα παρκ και παιχνίδια και κρίκους και ρόδα και σκοποβολή και σιδερένια ψαράκια και αρκουδάκι έπαθλο. Ο χρόνος της ύπαρξης, μάλιστα, γίνεται ένας ανεστραμμένος χρόνος μιας φωτογραφίας ευκίνητης που βγαίνει από το κάδρο της, για να γεμίσει το δωμάτιο με αγάπη. Η μορφή παρουσιάζεται υδάτινη και συναρμολογούμενη σαν μια ροή που δε διχάζεται αλλά γεννά το «εμείς». Μέσα από την ταύτιση ανακαλύπτει και διαβάζει και κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό σαν κείμενο που αγνοούσε αλλά υπήρχε εντοιχισμένο στη μορφή της γυναίκας. Στην πραγματικότητα, η αγωνία του δεν είναι να υπάρξει εκείνη, ούτε καν αυτό που ρομαντικά θα λέγαμε η ενότητα ενός «εμείς» που προαναφέρθηκε. Η αγωνία του είναι η διάσωση της ίδιας της διάρκειας μέσα στη φωτεινότητά της.
[…] Ακόμα κι όταν δεν θα υπάρχουμε εμείς / Τα τοπία θα κουβαλάνε την αγωνία μας / Να διασώσουμε το φως […] «XXVI»
Τα ποιήματα εδώ δεν είναι παρά μέρος του χάρτη που σχεδιάζεται, προκειμένου να συμπεριλάβει την ίδια του τη μορφή, μια μορφή που είναι παρουσία φτιαγμένη, όπως ο ίδιος ομολογεί, από την απουσία. Ερωτευμένος με τον έρωτα και αγαπώντας την αγάπη ποιεί τον χρόνο της ύπαρξής της και την ανασύρει από τα έγκατα του εαυτού του.
[…] Είσαι παντού / Εκτός από σένα / Όλη εκ μέρους μου / Με την πλήρη συγκατάθεση / του εαυτού μου / Εξαιτίας μου / Πραγματική όσο η φαντασία μου […] «IXXX»
Διαβάζοντας την ποίηση του Σταυρόπουλου διέκρινα κάποια συγγένεια με τον Βυθό του Ορέστη Αλεξάκη (Αστρολάβος / Ευθύνη, 1985), όπου απευθυνόμενος σε ένα πρόσωπο, που δεν είναι σαφές αν κινείται στα όρια του εσωτερικού ή του εξωτερικού κόσμου, αναρωτιέται:
Μη του εαυτού μου / παραπλήρωμα είσαι; // Το άλλο μισό μου εγώ / το απωλεσμένο; // Μόνο στην άσβηστη βαθιά μου φλόγα / τη βεβαιότητά σου προσεγγίζω / Μόνο στη μοναξιά σ’ ανακαλύπτω / στη σιγαλιά / στο βυθισμένο βλέμμα // Κι αν κρύβεσαι απ’ τα μάτια μου / το ξέρω / την άλλην όρασή μου προετοιμάζεις // Τη μυστική μου ανάβλεψη στο φως σου // Τον προορισμένο μας εντάφιο γάμο.
Κάτι ανάλογο διαβάζουμε και στη σύνθεση του Σταυρόπουλου, όπου με ασαφείς τις διαχωριστικές γραμμές ανακύπτει ένας «Άλλος», που η απόπειρα να συνδιαλαγεί κανείς μαζί του υπερβαίνει τα γήινα και εκτείνεται σε περιοχές υπερβατικής πραγματικότητας. Ο Σταυρόπουλος την ονομάζει Μάριαν, ο Αλεξάκης Μαρία και μάλιστα στη συλλογή του το Αντιπρανές (1982) το δικαιολογεί:
Σ’ έλεγα Μαρία για να σε διακρίνω / από τ’ άπειρα θαύματα των διαλογισμών μου / για να δίνω πρόσωπο στους καθρεφτισμούς σου / Σ’ έλεγα Μαρία για να σε κρατώ[…]
Μάλιστα, η διαδικασία κατασκευής και συναρμολόγησης θυμίζει την απεγνωσμένη προσπάθεια του όντος, αν δεν υπάρχει, να εφεύρει τον Θεό του, για να τον λατρέψει.
Εκείνο που στην ουσία κατασκευάζει είναι μια σαφής θέληση ενώπιον του ίδιου του εαυτού, ώστε να δώσει σάρκα και οστά στο όνειρό του θυμίζοντάς μας το λαϊκό παραμύθι «Ο Σιμιγδαλένιος».
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια κόρη. Την εγυρέψανε πολλοί για γυναίκα, αλλά εκείνη δεν ήθελε κανένα, γιατί κανένας δεν της άρεζε. Έβαλε λοιπόν στο νου της να φτιάσει μοναχή της έναν άνδρα…
Πήρε τρία κιλά αμύγδαλα, τρία κιλά ζάχαρη και τρία κιλά σιμιγδάλι, κοπάνισε τα αμύγδαλα και τα ζύμωσε όλα μαζί, ζάχαρη, μύγδαλα και σιμιγδάλι και πιάνει και φκιάνει έναν άντρα και τον στήνει μπροστά στον Άγιο του σπιτιού. Και αρχίζει τις μετάνοιες. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες παρακαλούσε τον Θεό και απάνω στις σαράντα μέρες τον ανέστησε ο Θεός και τον είπαν τ’ όνομα του κυρ Σιμιγδάλη και κυρ- Σιμιγδαλένιο.[…]
Ο Σταυρόπουλος αντίστοιχα γράφει:
[…] Σου έβαλα χέρια / Να αγκαλιάζεις / Καρδιά / Να αγαπάς κανονικά / Και σώμα από σκοινιά / Από κάδους πλοίων / Σαν θηλυκή θηλιά / Να μη φεύγεις // Μετά σου αφαίρεσα / Την πράξη της διαίρεσης / Τη μυρουδιά των θνητών / Αρίθμησα τους βολβούς των ματιών σου / Για να σε κοιτάζω καλύτερα / Σου έβαλα ακεραιότητα / Όνειρο που δεν σβήνει / Και το τέλος εκείνου του κόσμου /Που εκκρεμούσε σαν αρχή […] «ΧΧΧ»
Μετά της φτιάχνει ένα σπίτι, για να κυκλοφορεί, έναν διάδρομο, ένα χολ, ένα πάτωμα, ύστερα ανακαλύπτει το βαθούλωμα του σώματος πάνω στο στρώμα, κοιτάζει με τα μάτια της τον κόσμο και τέλος φτιάχνει μια πόλη, μια χώρα, ένα βασίλειο και ενσωματώνεται σ’ αυτήν, αναγκάζοντας τον κόσμο να συγχέει τα σώματα και να μη διακρίνει το ξέχωρο. Σ’ αυτήν την αέναη ανακύκληση της αγάπης που το «μαζί» νικάει το «χωρίς», […] η αγάπη ζει χωρίς γραμματική εκεί που η μετοχή είναι απεριόριστη.
Ο Καρούζος στο μπαρ Dada των Εξαρχείων γράφει σε σημειώματα ποιήματα για την άγνωστή του Μαρία -μικρή κόρη του μπάρμαν-, ο Leonard Cohen γράφει για την Νορβηγίδα σύντροφό του το τραγούδι So Long Marianne, ο Αλεξάκης για την Μαρία και ο Σταυρόπουλος σε ένα βιβλίο – σπίτι με κήπο και φωτογραφία σε κορνίζα, αποφασίζει να στεγάσει όλες τις Μαρίες με τα πρόσωπά τους, σε μια προσπάθεια να βρει το πρόσωπο της μίας Μαρίας. Το καταφέρνει; Ή μήπως η ιδιαίτερα δουλεμένη γλώσσα του με τους ευφάνταστους απρόβλεπτους συνδυασμούς της δεν κατατείνει παρά σε μια καθαρά προσωπική του απελπισμένη προσπάθεια να ανασύρει μέσα από την περίτεχνη σκιαγράφηση της Μαρίας το δικό του πρόσωπο, το αποκεκρυμμένο;
Όποια κι αν είναι η πρόθεση, η γλώσσα αποδεικνύεται γεννήτορας και κατασκευαστής και η ποίηση το μέσο που ανιχνεύει το ένα Πρόσωπο τής πάντοτε άγνωστης Αλήθειας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.