«Με τη σαγήνη των ονομάτων»: εξερευνήσεις του λόγου
στα «Μεταπλάσματα» της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου (Σαιξπηρικόν, 2017)
Ορίζοντας το «μετά» ως πρωθύστερο κίνητρο γραφής, η ποιητική δημιουργία μάς φέρνει μπροστά στα πλάσματα της σκέψης: «πλάσματα» εκ του «πλάθω» και του «δημιουργώ», δίνω ζωή και παίρνω.
Τέτοιου είδους σχέση εκφράζει ο τίτλος του βιβλίου αυτού με το περιεχόμενό του. Τίτλος που ξαφνιάζει ακόμα και με το γράφημά του στο εξώφυλλο: ο αυθαίρετος συλλαβισμός ενός άλφα, που περισσεύει, μπορεί να μην είναι τυχαίος. Ένα τέτοιο καταληκτικό άλφα, που στηρίζει στις αδύναμες πλάτες του την κολόνα της λέξης, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, για παράδειγμα, ωμέγα, το βιβλικό άλφα και ωμέγα, αν δεν σχετιζόταν και με την κωδικοποίηση στη γλώσσα των μαθηματικών ή με την έννοια του «άλλου» μέσα από ένα λακανικό συμφραζόμενο στη γλώσσα της ψυχανάλυσης: η ποίηση εδώ κάνει αναφορές σε όλα.
Θεωρίες φυσικής και μαθηματικών βρίσκουν εδώ έκφραση ποιητική, φιλοσοφικές έννοιες μετατοπίζονται αποκτώντας ποιητικά συμφραζόμενα, στο ξετύλιγμα της φράσης η ψυχανάλυση έχει κι αυτή τον λόγο της ή τους λόγους της να υπάρχει. Αποθησαύριση στίχων – αποθησαύριση και γνώσεων. Αυτή είναι μια ποιητική συλλογή με επίμετρο. Οι «σημειώσεις για τα ποιήματα» στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνουν ενημερωτικά σχόλια για την κβαντομηχανική, τη γεωμετρία της θεωρίας του χάους, τη θεωρία των καταστροφών και τα συναφή. Διαβάζοντας τα ποιήματα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αποκρυπτογραφήσει κώδικες μαθηματικούς, όρους φυσικής, εξισώσεις και διανύσματα λόγου, μοιρογνωμόνια σκέψεων, διαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς ιδεών. Μια αριθμητική ποιητική που μετράει την πρώτη ύλη της έκφρασης: τη γλώσσα. Επιστράτευση των επιστημών, επιστράτευση της γλώσσας: από τον Αλίπλοο Ουρανό (Γαβριηλίδης,2015), την πρώτη ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, μέχρι εδώ, η γλωσσική γευσιγνωσία γίνεται γλωσσική κατάρτιση, ο λόγος δουλεύεται συνεχώς, απλώνεται και βαθαίνει. Αγκιστρώνεται στα ίδια πάνω-κάτω σημεία, δρομολογούνται κοινές αναφορές, το αστροφυσικό σύμπαν και το φιλοσοφικό εκτόπισμά του, το βύθισμα στο αρχετυπικό ασυνείδητο και το παιχνίδι με την πραγματικότητα, πλεύσεις κοινές, διαρρήξεις στα όρια της γλώσσας, αλλά από τον Αλίπλοο Ουρανό ως τα Μεταπλάσματα η πορεία έχει γίνει.
Στην καινούργια αυτή συλλογή της Παπαγεωργίου, η ποιητική προβληματική διατρέχει μια ιστορία, το επεισόδιο της πραγματικότητας παρεισφρέει κρυφά, μυστικά, μια ερωτική σχέση σκιαγραφείται ως σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, ανιχνεύονται τα όρια του εαυτού με το Άλλο, το εγώ αναδιπλώνεται και πάσχει στην επαφή του με τον κόσμο. Η ποίηση αποκτάει κορμί. Και όπως πάντα, πυροδοτεί την έκρηξή της στη λέξη πάνω:
«Η συνουσία δεν θα ολοκληρωθεί αν δεν μετέχουν
Όλα τα ονόματα που ακουμπούν στο μαξιλάρι»
λέει ο στίχος παρέλκοντας την ψυχαναλυτική του καταγωγή, ενώ παρακάτω:
«Τα σεντόνια του κρεβατιού τσαλακώνονται σε πολλά χρώματα.
Η μονοχρωμία τυφλώνει την κόρη που γεννά το μάτι.»
(«Τι γεύσεις έχουν τα χρώματα όταν ερωτεύονται»)
Είναι η κόρη, η οποία γεννά το μάτι; Με τη λέξη «κόρη» να μετέχει σε διπλό συμφραζόμενο το αναφορικό «που» διαβάζεται εδώ κι αυτό διπλά. Πρώτη ανάγνωση: «η κόρη, η οποία γεννά το μάτι», δεύτερη ανάγνωση: «η κόρη, την οποία γεννά το μάτι». Το παιχνίδι ανάμεσα στη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, όπως το διαπραγματεύτηκε η ψυχαναλυτική θεωρία, βρίσκει στην ποιητική αυτή φράση μια συντακτική ακολουθία, δημιουργώντας επίπεδα ερμηνειών πολλαπλά. Να πώς η θεωρία πυροδοτεί τη γλώσσα.
Κι επειδή η ποιητική γλώσσα εμπλουτίζεται μέσα από την πολυσχιδή της έκφραση, η διατύπωση που της ανοίγει το όριο της ερμηνείας έχει πλούτο και ομορφιά. Καθώς το υποκείμενο γίνεται αντικείμενο, όπως εδώ, και το αντικείμενο, υποκείμενο, ο προηγούμενος όρος προβάλλεται στον επόμενο μέσα από μια αντιστροφή – περιστροφή, μια περιδίνιση, για να χρησιμοποιήσουμε κι έναν οικείο όρο της Παπαγεωργίου. Από την ψυχανάλυση ολισθαίνουμε ίσως στη φιλοσοφία, μπορεί και στις θεωρίες του σύμπαντος. Όχι πως η ποίηση επιστημονικοποιείται, το ακριβώς αντίστροφο συμβαίνει: οι θεωρίες της επιστήμης ευθυγραμμίζονται με τα μέτρα και τα σταθμά της ποίησης, αποκτούν λόγο ποιητικό. Ένα παράδειγμα αυτό από τα πολλά που υπάρχουνε στη συλλογή.
Το άλλο παράδειγμα, που θα χρησιμοποιήσω, είναι ένα ολόκληρο ποίημα. Το επιλέγω, γιατί πιστεύω πως πυκνώνει στους στίχους του τον γενικότερο προβληματισμό του βιβλίου και γιατί με το παιχνίδι που κάνει -παιχνίδι γλωσσικό και νοηματικό σηματοδοτεί μια λειτουργία.
«Το μηδέν το άλφα και μια γάτα»
Το μηδέν ομοιάζει με όμικρον
στην ένωσή του με τη μάνα
Σαν η ουσία των πραγμάτων
να εγγράφεται σε κύκλο αρχής
Το μηδέν ενέχει το νόημα όλο.
Το όμικρον ως κύκλος της ρίμας
σε κάποιο ποίημα παλιό
που για να ενηλικιωθεί
απαιτείται η αποκήρυξή της
το κόψιμο με τον ομφάλιο λώρο,
Η καταγωγή του είδους του
από τραγούδι όμως
μόνο έτσι το ανάγει
στην ιάσιμη μελωδία
εντός της ευρρυθμούμενης κοιλίας
Εκεί όπου εγενήθη η ζωή
χέρι με χέρι με την εξουσία του θανάτου.
Σε αυτόν τον κύκλο εγγράφεται
το άλφα της ίασης κι όχι μόνο το ωμέγα
Γιατί τότε θα ξαναγυρίζαμε στο μηδέν
Μα αν ήταν τόπος θα ήταν ουτοπία
αφού δεν υπάρχει ως υπόσταση
Μα οι λαγόνες και οι μηροί
κι η μήτρα και το σπέρμα
είναι το ίδιο υπαρκτά
όσο εγώ κι εσύ.
Το ενδιάμεσό τους όμως
το κόκκινο χρώμα του αίματος
είναι ταυτόχρονα τόσο όμικρον
όσο και κύκλος
τόσο μηδέν όσο και άλφα.
Σαν εκείνη τη γάτα που μπήκε μέσα στο πείραμα
κι έδωσε μια και κίνησε το κουβάρι
της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης
που είναι και η βεβαιότητα της αυταπάτης
στον έρωτα
γιατί σ’ αυτόν οφείλουμε και το άλφα
και το μηδέν
τη στιγμή που κυματίζουν τα κορμιά
που διαρκώς αναζητείται
κι ατέρμονα νοσταλγείται
σ΄ όλο το μήκος του κύκλου
της ζωής και του θανάτου
καθώς λιάζεται η γάτα κουλουριασμένη
πάνω στο περβάζι του παραθύρου σου
μαζεύοντας ήλιο με κλειστά μάτια.
Το κυκλοτερές αυτό ποίημα με τις ακρογωνιαίες αναφορές του στα σημαδιακά γράμματα της αλφαβήτου επικοινωνεί με τον κόσμο των επιστημών, παίζοντας και με το στοιχείο του τυχαίου, που είναι μια άλλη επιστήμη κι αυτό, ενώ μιμείται ρυθμικά το αέναο μετακύλισμα των πραγμάτων, μιμείται δηλαδή, αυτό που περιγράφει. Μέσο για την περιγραφή αυτή είναι η γλώσσα, να λέγαμε καλύτερα, μέσο και σκοπός.
Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις στροφές, από τις οποίες οι τρεις πρώτες εγκαινιάζονται αντίστοιχα με την αναφορά στο μηδέν, το όμικρον και τον κύκλο, έχουν, δηλαδή, κοινή αφετηρία τους το κυκλικό σχήμα, ενώ η τελευταία στροφή βάζει ελεύθερα και ανεμπόδιστα μια γάτα στη σκηνή.
Η σκόπιμη αυτή «αυθαιρεσία» που παραπέμπει σε κάποιο επιστημονικό πείραμα συνάδει κι αυτή με την κυκλική κίνηση, αφού η αναφορά στο «κουβάρι της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης» ανακαλεί το σχήμα του κύκλου που ξετυλίγεται σαν κουβάρι. Το παιχνίδι ανάμεσα στην έννοια της αρχής που ανταποκρίνεται στο γράμμα άλφα και του τέλους που αντιστοιχεί στο ωμέγα, αναδεικνύει το ζεύγος ζωή vs θάνατος που διατρέχει το ποίημα, ως κύκλος διαδοχής.
Αλλά η αρχή και το τέλος, έχουν και ενδιάμεσο: είναι «το κόκκινο χρώμα του αίματος» που «είναι ταυτόχρονα τόσο όμικρον όσο και κύκλος, τόσο μηδέν όσο και άλφα», σύμφωνα με τον στίχο. Το αίμα λοιπόν, ως σύμβολο ενώνει τα αντιδιαμετρικά στοιχεία της ζωής και του θανάτου, επικοινωνώντας μαζί τους σε επίπεδο διαλεκτικό. Γίνεται κύκλος – κρίκος μιας αλυσίδας, όπως «οι λαγόνες και οι μηροί κι η μήτρα και το σπέρμα που είναι το ίδιο υπαρκτά, όσο εγώ κι εσύ», αδιάψευστα στοιχεία μιας πραγματικότητας σωματοποιημένης.
Μέσα από τη συνεχή ροή των συμβόλων αντιδιαστέλλονται, λοιπόν, το ενδιάμεσο με το ακρογωνιαίο, το πρωταρχικό με το δευτερεύον, η βεβαιότητα με την αυταπάτη, και συμπλέουν όλα αρμονικά. «Η βεβαιότητα της αυταπάτης στον έρωτα» που αναμετριέται με το μηδέν «σ’ όλο το μήκος του κύκλου της ζωής και του θανάτου»: το σπιράλ μιας νομοτέλειας με αρχή, μέση και τέλος.
Ωραίο εύρημα η είσοδος μιας γάτας σε όλα αυτά. Είναι η αυθαιρεσία του τυχαίου που έρχεται να σπάσει τον φαύλο κύκλο, να ξελύσει το κουβάρι. Ίσως δεν υπάρχει άλλη αναγκαιότητα από το τυχαίο, τελικά. Το ποίημα κλείνει με την εικόνα της γάτας που λιάζεται και που θα ήταν μια εικόνα εκτονωτική και παιχνιδιάρικη, αν η ευθυγραμμισμένη γαλήνη της δεν έσπαγε ξανά από το σχήμα του κύκλου: η γάτα λιάζεται στο περβάζι «κουλουριασμένη». Το κουλούρι του μηδενός ξαναρχινά.
Τέτοιους εφευρετικούς και φαύλους κύκλους δηλώνει και υποδηλώνει η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. Είναι μια ποίηση που θέλει να εξερευνήσει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, το εγγύτερο και το απώτερο, το σωματικό όσο και το άυλο, το εδώ και το πέρα. Κι όλο αυτό μέσα από την ίδια τη δομή της γλώσσας, την τεχνική του στίχου. Άλλωστε, η ποιητική δημιουργία δεν είναι τίποτε άλλο από γλώσσα: «Μεταγλωττίστε τις ακτές» ή «Ελάτε να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπότητα» («Μεταπλάσματα»). Άλλωστε, όπως έχουν σημειώσει πολλάκις οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από μια επανεφεύρεση του κόσμου μέσα από τις λέξεις.
Με τέτοια αυτοαναφορική διάθεση και η ποιητική γλώσσα των Μεταπλασμάτων πλάθει τον κόσμο από την αρχή. Λέει: «Το πώς κυλούν οι λέξεις σου στο δέρμα του μυαλού μου/ Το πώς ποτίζουν οι λέξεις σου τα όνειρα του δέρματός μου» («Lettre d´amour»), ορίζοντας μέσα από το δέρμα το όριο του εαυτού και τις μεταμορφώσεις του στις μεταμορφώσεις του λόγου. (Ανάλογη προσέγγιση σε θεωρητική κατεύθυνση αυτή τη φορά, στο ψυχαναλυτικό δοκίμιο του Didier Anzieu, Le moi-peau, Dunod, Paris 1985.)
Και παρακάτω: «Ανάγκη είναι, λέει/ Να πλάσω νέες λέξεις/ Να εφεύρω τη νέα γραμματική/ το συντακτικό των ονείρων» («Κυάνωσις»). Κι ακόμα: «Κάθε λέξη είναι σύμπαν» («Σαλάχια, γοργόνες και ρομποτικά πλοία») ή «πώς να ονομάσεις τους οιωνούς/ σε μια γλώσσα επέκεινα της γλώσσας/ σε μια γλώσσα πάνω στα κύματα;» («Momentum στην κόψη του κύματος»). «εκείνο το άλογο που θα καλπάσει/ με τη σαγήνη των ονομάτων» («Εγκυματισμός»). Και άλλοι τέτοιοι στίχοι ταιριαστοί.
Τα «Μεταπλάσματα» είναι «Πλάσματα του νου άφυλα/διάφυλα ή ενδόφυλα». Γι’ αυτό και ο ποιητικός τους λόγος αναθεωρεί και εκπλήσσει, ανοικειώνοντας το καθιερωμένο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο απόσταγμα, τελικά, από μια τέτοια ποιητικά εφευρετική γλώσσα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Steven Kin.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.