Η Αουρέλια της Λίλας Τρουλινού είναι μια ιστορική νουβέλα, με ευρηματική πλοκή, ποιητική υφή και αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος. Βιβλίο απαιτητικό, πυκνό και κλειδωμένο προϋποθέτει διαρκή εγρήγορση τού αναγνώστη και απόλυτη αφοσίωση και προσοχή, για να το κατανοήσει σε βάθος, να το απολαύσει αισθητικά και να εκτιμήσει την επίπονη δουλειά τής συγγραφέως στην ιστορική υποδομή του και την ικανότητά της να αφαιρεί και να συμπυκνώνει.
Η κύρια ιδέα γύρω από την οποία πλάθεται η νουβέλα είναι τα δεινά που προκαλεί η φασιστική ιδεολογία και πρακτική· πρώτα θύματά της οι οραματιστές νέοι, που «ψαρεύονται» εύκολα από τον «Αρχηγό» με δολώματα τις μεγάλες ιδέες για την πατρίδα, τη θρησκεία και τα ιδανικά, και μετά, μη έχοντας την ελευθερία της αμφισβήτησης και τη δυνατότητα της απαγκίστρωσης, μετατρέπονται σε φανατικούς οπαδούς και αδίστακτους θύτες αντιφρονούντων ή αδύναμων αγνώστων, συγγενών ή φίλων αδιάκριτα. Το μοτίβο που επέλεξε η συγγραφέας, για να την αναπτύξει είναι απλό: ένα νεαρό κορίτσι αποφασίζει να συνοδεύσει από αγάπη τον αδελφό της σε μια μακρινή ιδεολογική αποστολή. Απρόοπτα και μη ελεγχόμενα συμβάντα θα φέρουν τον θάνατο αγαπημένων της και τη δυστυχία.
Πάνω σε τούτο το μοτίβο δομείται η υπόθεση και ντυμένη με λεπτομέρειες κάνουν το έργο μοναδικό. Αρχίζει in medias res, είναι αναδρομική, με συνεχή ανατροπή της χρονικής σειράς των γεγονότων και συχνά χρονικά πισωγυρίσματα. Συνοπτικά και με χρονολογική σειρά η υπόθεση: Το 1933 η δεκαεπτάχρονη Αουρέλια συνοδεύει τον μεγαλύτερο αδελφό της Κορνέλιου, ενταγμένο από τα πρώτα νεανικά χρόνια του στη φασιστική ιδεολογία, στο μακρινό ταξίδι του από τη βορειοανατολική Ρουμανία στη Θεσσαλονίκη, όπου η φασιστική οργάνωσή του τον στέλνει ως επιστάτη των ξενώνων της Ρουμανικής Σχολής. Η Αουρέλια ερωτεύεται τον εβραίο γείτονά τους βιολιστή Αντριάνο Τερέντε· επειδή όμως ο Κορνέλιου είναι αντίθετος στη σχέση, ο Αντριάνο την κλέβει και κρύβονται σε σπηλιές για τρία χρόνια. Εμφανίζονται με την τρίχρονη κόρη τους Ραλούκα στις αρχές του 1943, χωρίς να ξέρουν ότι έχει αρχίσει η καταδίωξη των Εβραίων από τους Ναζί. Ο Αντριάνο αναγκαστικά ξανακρύβεται κάπου, που μόνο η Αουρέλια και ο αδελφός της γνωρίζουν. Ο Κορνέλιου, παρά την απογοήτευση, τον συγκλονισμό και το μίσος για τους ομοϊδεάτες του εξαιτίας της δολοφονίας του φίλου του Στελέσκου στη Ρουμανία το 1936, καταδίδει τον Αντριάνο στους Γερμανούς, που τον στέλνουν αμέσως στα κρεματόρια του Άουσβιτς-Μπιρκενάου για τα περαιτέρω. Το ψυχικό τραύμα της γυναίκας και της κόρης του θα μείνει αθεράπευτο εξαιτίας του φρικτού θανάτου του και της προδοσίας του Κορνέλιου, που θα πεθάνει δύο χρόνια αργότερα, χωρίς να έχει λυτρωθεί από τη ντροπή για την πράξη του.
Τα τέσσερα κύρια πλασματικά πρόσωπα της νουβέλας εμφανίζονται στην πρώτη κιόλας σελίδα· στο προσκήνιο του παρόντος (2012) κινούνται και διαλέγονται δύο γυναίκες, η ανοϊκή 72χρονη Ραλούκα, πρώην δασκάλα πιάνου, ορφανή πατρός από τριών ετών και η 45χρονη κόρη της Χρυσούλα, φιλόλογος καθηγήτρια, «των αγριολούλουδων παιδί» (σ. 95) [υπονοείται το κίνημα των χίπις και το «καλοκαίρι της αγάπης» του 1967, έτος που γεννήθηκε]. Τα άλλα δύο πρόσωπα, τα αδέλφια Κορνέλιου και Αουρέλια, αναδύονται ως ζωντανές δρώσες υπάρξεις μέσα από την ονειροπολημένη αφήγηση της Ραλούκας. Αν και δεν υπάρχουν πια στη ζωή, είναι πανταχού παρόντα στο προσκήνιο της καρδιάς, της σκέψης και του λόγου της· ο Κορνέλιου, ο θείος της, είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο. Γεννημένος το 1909 κάπου στη Ρουμανία, λεπτοκαμωμένος, επιληπτικός κι ευαίσθητος, με πανεπιστημιακές σπουδές, διάβαζε κι έγραφε ποιήματα, ενδιαφερόταν για τα κοινά και την τρέχουσα ιδεολογία της εποχής, τον φασισμό, και επειδή από τα 18 του «ήθελε να’ ναι άνθρωπος της εποχής του» (σ.17), τον ενστερνίστηκε. Εγκλωβισμένος ολοζωής στην επιβολή της πρακτικής της φασιστικής ωμής και ρατσιστικής βίας πέθανε στη Θεσσαλονίκη στα 39 του, χωρίς να έχει τολμήσει την «ανυπακοή». Η Αουρέλια, η μητέρα της, ως δρων πρόσωπο είναι σχεδόν εκμηδενισμένη, μόνο τραγουδάει, φοβάται, παρατηρεί και σχολιάζει από μέσα της τη δράση του αδελφού της, τις σκληρές συνέπειες της οποίας τελικά υφίσταται.
Καθώς εξελίσσεται η νουβέλα εμφανίζονται δύο ακόμη πλασματικά πρόσωπα, ο φίλος τού Κορνέλιου Αχίλλης Μανάκης, έλληνας αξιωματικός του ρουμανικού στρατού και ο Κριστέα Φλορέα, ρουμάνος λαουτιέρης. Ο ρόλος τους μοιάζει κομπάρσου, αλλά αφηγηματικά είναι αναγκαίος.
Τα ιστορικά πρόσωπα της νουβέλας είναι οι διανοούμενοι Παναΐτ Ιστράτι και Αλεξάντρου Τάλεξ και ο πολιτικός Μιχάι Στελέσκου· ενώ κάτω από τη φράση «πάνω σε άσπρο άλογο […] ο Αρχηγός» (σ. 52) υπονοείται ο Κορνέλιου Κοντρεάνου, ιδρυτής της φασιστικής Λεγεώνας και της Σιδηράς Φρουράς της Ρουμανίας, η δράση του οποίου επηρεάζει όλα τα πρόσωπα.
Οι αφηγήσεις της Ραλούκας και της Χρυσούλας διαπλέκονται μεταξύ τους με σχέση αιτίας-αιτιατού· η Χρυσούλα αναφέρεται κυρίως στην καθημερινότητά τους (στο σπίτι και στους περιπάτους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης)· αν και η αφήγησή της (κανονικού στύλ γράμματα) διατρέχει όλο το βιβλίο, είναι σχετικά σύντομη και χρονικά γραμμική. Αληθινή ή αληθοφανώς επινοημένη είναι τεχνικά αναγκαία. Είναι ένα ευφυές εύρημα της συγγραφέως, για να ανοίγει τη θύρα στην αποσπασματική και κερματισμένη αφήγηση της Ραλούκας. Για να απαλλαγεί από το ψυχικό άλγος που της προκάλεσε ο φασίστας θείος της, ανασύρει από το μυστικό βάθος της ψυχής της την κοιμώμενη για 70 χρόνια «πρώτη μνήμη» (ο εύστοχος υπότιτλος), όπως την είχαν διαμορφώσει τα ακούσματά της από την Αουρέλια (εξ ης ο τίτλος) και εξιστορεί, σε συνέχειες και ανακατεμένα, δύο πονεμένες ιστορίες, στενά σχετιζόμενες μεταξύ τους, την ιστορία του Κορνέλιου και την ιστορία του φίλου του Ιστράτι.
Τις ιστορίες αυτές ήθελε να γράψει η συγγραφέας και να προβάλει, ως απόλυτα συνδεδεμένες με την ιστορία της πατρίδας τους, της Ρουμανίας του μεσοπολέμου με την άνοδο του φασισμού, την ένταξη στις φασιστικές οργανώσεις νεαρών αθώων οραματιστών, την αλόγιστη και τυφλή βία του φανατισμένου φασίστα και τα δεινά που προκαλεί και προκάλεσε τότε η άγρια και αμείλικτη καταδίωξη των Εβραίων, των τσιγγάνων, των κομμουνιστών και άλλων αδύναμων.
Η αφήγηση δομείται με μια μελετημένη και άριστα λειτουργική τεχνική, με υλικά κινηματογραφικά, με τη χρήση της προοικονομίας και της έκπληξης, με την προσεγμένη δομή του λόγου: τίποτε τυχαίο ή περιττό, ούτε οι επαναλήψεις· φράσεις και προτάσεις κοφτές με λόγο ασθμαίνοντα και μικροπερίοδο ή μακροπερίοδο στο παραλήρημα της ανοϊκής αφηγήτριας. Πρόσωπα και γεγονότα, επινοημένα ή ιστορικά δηλώνονται ή υποδηλώνονται, ωσεί βιωμένα και οικεία, με απόλυτη ακρίβεια και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Ειδικότερα:
Η αφήγηση είναι προφορική (πλάγια γράμματα)· εκφέρεται με λόγο συχνά μουρμουριστό, ακατάπαυστο, κάποτε και ακατάληπτο, είτε κατά τους περιπάτους στο ανασκαμμένο για τα έργα του μετρό κέντρο της Θεσσαλονίκης είτε μέσα στο σπίτι.
Είναι μεσολαβημένη· προέρχεται από δεύτερο στόμα, του Αχίλλη Μανάκη και της Αουρέλιας, και μέσω αυτής και του Κορνέλιου· αν και είναι συνήθως τριτοπρόσωπη, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η αφηγήτρια, η Ραλούκα, ψυχικά ταυτίζεται με τη μητέρα της Αουρέλια, ζώντας μια «συγχωνευμένη» σχέση μαζί της, ώστε ουσιαστικά η αφήγηση να εκλαμβάνεται ως πρωτοπρόσωπη.
Είναι αλλοιωμένη ίσως από κάποια ενδιάθετη επιθυμία της να είναι λιγότερη σκληρή ή να ερμηνεύσει τα παράλογα κι αδικαιολόγητα συμβάντα.
Γίνεται συχνά υπερρεαλιστική· τα γεγονότα, φιλτραρισμένα από την άνοια της Ραλούκας παρουσιάζονται παραμορφωμένα, συγκεχυμένα, με ελλειπτικότητα και αφαιρετικότητα, με παραδοξότητα, σύγχυση και ειρωνεία, με οξύμωρα σχήματα («η αρρώστια της αϋπνίας του ’χει ράψει τα βλέφαρα ορθάνοιχτα με πυκνές βελονιές» σ. 71), με επινοημένες λεπτομέρειες.
Είναι συνειρμική και συχνά εξελίσσεται σε παραίσθηση. Τόποι και αντικείμενα μεταμορφώνονται. Το Γιαχουντί χαμάμ π.χ. στη Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται σε θάλαμο αερίων, όπου ο πατέρας της και οι άλλοι Εβραίοι «το μίσος εισπνέουν που εξοντώνει τα ανεπιθύμητα έντομα», (σ. 85). Το «τερατώδες μηχάνημα-εργοστάσιο διάνοιξης και κατασκευής σηράγγων διπλής γραμμής» για το μετρό φαντάζει ως «στόμα του τέρατος» (σ. 57), της φασιστικής μηχανής δηλαδή, που με δολώματα «ο ληστής» [ο Κοντρεάνου] «ψάρεψε» τον ιδεαλιστή νεαρό Κορνέλιου.
Είναι υπαινικτική· η μεταφορικότητα της γλώσσας, η αλληγορία, που κάποιες φορές θυμίζει την Αποκάλυψη του Ιωάννου, ο συμφυρμός παλιών με σύγχρονα συμβάντα, ο ρυθμός και η συντακτική σειρά των λέξεων, οι σκόπιμες επαναλήψεις (π.χ. «καθρέφτες» και «κουρτίνες») προσδίνουν ποιητικότητα.
Αντίθετα, η αφήγηση της άλλης ιστορίας της, του Ιστράτι, καταγεγραμμένη από τη φιλόλογο κόρη της, (κανονικού στυλ γράμματα), έχει λογικό ειρμό· και παρόλο που εκφέρεται με γλώσσα ρεαλιστική και καθημερινή, λειτουργεί συχνά λυρικά, ποιητικά (π.χ. «Κρατάει το κουπί και φτυαρίζει τη θάλασσα» (σ. 67).
Παρά τη σκληρότητά της, η νουβέλα αφήνει μια γεύση λυτρωτικής γλυκύτητας στον αναγνώστη και συμπάθεια για τον φασίστα θύτη Κορνέλιου, επειδή αντιμετωπίζεται ως θύμα μιας ιδεολογίας που του διέψευσε τις ελπίδες και τα οράματα τής νιότης και τον οδήγησε στην εγληματική πράξη, για την οποία, μυστικά, θα μετανιώσει και θα νιώθει μεγάλη ντροπή. Ωστόσο, χάρη στον λογοτεχνικό χειρισμό της συγγραφέως, επέρχεται στο τέλος η αριστοτελική «κάθαρση».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.