Michael Kelly, Η Καντιανή Ηθική και η Κριτική του Σοπενχάουερ. Με μια σύντομη επισκόπηση της κριτικής που ασκήθηκε γενικότερα στην καντιανή ηθική, Εισαγωγή-μετάφραση: Μιλτιάδης Οικονόμου, Εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2017.
Η περίοδος από το 1789 με την οποία αρχίζει η Γαλλική Επανάσταση και συμπίπτει με την αρχική πρόσληψη της καντιανής φιλοσοφίας, τελειώνει με την Δεύτερη Γερμανική Αυτοκρατορία (1871). Στο διάστημα αυτό αναγνωρίζεται ο νεοκαντιανισμός ως ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Ο πιο ενδιαφέρων τρόπος να μελετήσει κανείς τον 19ο αιώνα είναι να τον δει μέσα από την αποδοχή ή την άρνηση των καντιανών θεωρητικών σχημάτων. Ο Καντ θεωρήθηκε από τους σύγχρονούς του ως «διπρόσωπος φιλόσοφος» και «παγκόσμιος μπουρλοτιέρης» κατά τον Φρήντριχ Χάινριχ Γιάκομπι (1743-1819). Με το αριστερό του χέρι διηύθυνε την καταστροφική απελευθέρωση από την καταδυναστευτική παράδοση και εξουσία, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται σαν φυσικός σύμμαχος των Γάλλων επαναστατών, και με το δεξί χέρι ήταν ο συντηρητικός που συσσώρευε «ιστορικά σκουπίδια», επανεισάγοντας μέσα από τη φιλοσοφία του την παραδοσιακή δογματική θεολογία, απόψεις για την ύπαρξη του Θεού και την αθανασία της ψυχής. Κατά τους συντηρητικούς αρνιόταν την πολιτική αντίσταση, τασσόταν υπέρ της θανατικής ποινής και κατηγορήθηκε ως κρυπτο-ολοκληρωτικός.
Κάπως έτσι μπαίνει στο μεγάλο κεφάλαιο της θέσης που παίρνει ο Σοπενχάουερ απέναντι στον Καντ, ο μεταφραστής του Michael Kelly, Μιλτιάδης Οικονόμου, που ασχολήθηκε με το επίπονο αυτό έργο.
Ο Σλέγκελ κατηγορούσε τον Καντ ότι αγνόησε την αυθορμησία και γενικά περιγράφεται ως «δικτάτορας της ανθρώπινης συμπεριφοράς», ενώ στη δεκαετία του 1930 το καντιανό κατεστημένο μαζί με τους δαρβινιστές, αντίθετα από τους εγελιανούς και τους θετικιστές, συντάχτηκε με τον εθνικοσοσιαλισμό.
Στα γενικά χαρακτηριστικά της Ηθικής του Καντ καταγράφεται ότι η Νόηση έπρεπε να είναι απομονωμένη από την εμπειρία, μακριά από την ωφελιμότητα, την απόλαυση και την αισθητική. Το ηθικό υποκείμενο πρέπει να πράξει το καθήκον του, το οποίο όμως προκύπτει από την εφαρμογή του κανόνα του Λόγου.
Η καντιανή ηθική διεξάγεται σε δύο άξονες. Ο ένας άξονας υποστηρίζει ότι ο ηθικός νόμος απορρέει από το ίδιο το άτομο και ο ίδιος ο άνθρωπος τον επιβάλλει στον εαυτό του. Ωστόσο, η αντίθετη άποψη υποστηρίζει πως οι ηθικές αρχές πηγάζουν από την κοινωνία, στους κανόνες της οποίας ο άνθρωπος πρέπει να πειθαρχεί. Ο άλλος άξονας υποστηρίζει ότι ο Λόγος είναι πηγή κάθε ηθικής πράξης και η ηθική πράξη εμπεριέχει αρετή, πίστη, ειλικρίνεια, ταξική συνείδηση. Ο ηθικός βίος είναι το σύνολο των ηθικών αγαθών που είναι οι φάροι για τον προσανατολισμό δικαιωμάτων και αξιών. Η οικογένεια παρέχει τους θεμελιώδεις κανόνες και η κοινωνία εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το κράτος κανονίζει τη σχέση ατόμου και πολιτείας.
Πάνω σ’ αυτούς τους δύο άξονες του Καντ άσκησε την κριτική του ο Σοπενχάουερ, ο οποίος βρήκε ασαφή την Kριτική (του Καντ), την οποία απέδωσε στην προχωρημένη ηλικία του σοφού. Ωστόσο η κατηγορική προστακτική του Καντ είναι το πράττε έτσι ώστε η πράξη σου να οδηγεί σε καθολική νομοθεσία, πράγμα που αποτελεί αντιγραφή του ευαγγελικού «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματθαίος 7,12). Διακρίνουμε δηλαδή μία κρυπτοχριστιανική ηθική διατύπωση – «Neminen laede, immο omnes, quantum, potes, juva». Ο Σοπενχάουερ απεναντίας εντάσσει την ηθική στην εμπειρική επιστήμη και, επομένως, η εμπειρία και όχι ο Λόγος είναι η βάση της ηθικής.

Ο Καντ, όμως, θεμελίωσε την ηθική του σε a priori έννοιες, οι οποίες βρίσκονται πέραν κάθε ανθρώπινης εμπειρίας. O Σοπενχάουεr, αντιθέτως, δίνει προτεραιότητα στο σώμα –στην εμπειρία– που θέλει να ζήσει και αντιτάσσει στις καντιανές ιδέες, τον ανήθικο εγωισμό που επιδιώκει το συμφέρον του, την ανήθικη κακοβουλία που επιθυμεί το κακό των άλλων, την ηθική συμπάθεια μπροστά στις χαρές και λύπες των άλλων ανθρώπων. Ο Σοπενχάουερ ταυτίζεται πιο πολύ με τον βασανισμένο και όχι τον ευτυχισμένο άνθρωπο.
Εν τέλει ο Κάντ θα είχε χαθεί αν δεν είχε ασκήσει πάνω στο έργο του την κριτική του ο Σοπενχάουερ. Ο μορφωμένος Γερμανός σήμερα πιστεύει στην κατηγορική προστακτική του Καντ, η οποία όμως δεν είναι παρά ένας καμουφλαρισμένος θρησκευτικός Δεκάλογος.
Τα κύρια σημεία της καντιανής φιλοσοφίας συνοψίζονται στη σημασία της προεμπειρικής (a priori) αντίληψης του χώρου και του χρόνου και στη Νόηση (vernunft) που είναι σε θέση να επεξεργαστεί τα εμπειρικά δεδομένα τα (a posteriori) δεδομένα των αισθήσεων. Η Νόηση είναι μια λειτουργία της Εννόησης και ο Λόγος είναι μια ικανότητα του απροϋπόθετου… Ο Λόγος μας δίνει τον ηθικό νόμο που οδηγεί στα προτάγματα της ελευθερίας της βούλησης, της ύπαρξης Θεού, της αθανασίας της ψυχής, ιδέες δηλαδή υπερβατικές που ο ηθικός νόμος έρχεται να γεφυρώσει.
Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και έχει ελευθερία βούλησης. Εδώ όμως υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Ο Λούθηρος αρνείται την ελευθερία βούλησης και ο Αυγουστίνος επίσης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει δίκαιος χωρίς τη βοήθεια του θεού, διότι έτσι θα καταργούσε την αναγκαιότητα της θείας Χάριτος. Οπότε, ως μέρος της φύσης ο άνθρωπος υπάγεται στην εμπειρία, την οποία άλλοι αρνούνται θεωρητικά κι άλλοι να την αποδέχονται στην πράξη.

Εν ολίγοις, ο Καντ επηρεάστηκε από τον Ζαν Ζακ Ρουσώ ως προς το ότι η ελευθερία ταυτίζεται με τη γενική βούληση των πολιτών. Ο νόμος που επιβάλλει κανείς στον εαυτό του είναι η κατηγορική προστακτική, να πράττεις σύμφωνα με καθολικές αρχές. Ο Καντ απεχθανόταν τα συναισθήματα, απαιτούσε την κατανίκηση κάθε συναισθηματικής αδυναμίας. Ο Σίλλερ, ειρωνευόμενος, έλεγε: «ευχαρίστως εξυπηρετώ τους φίλους αλλά δυστυχώς το πράττω από ροπή, γιατί αισθάνομαι τύψεις συνειδήσεως ότι δεν είμαι ενάρετος».
Ο Νίτσε, επίσης, διέκρινε την ηθική από την αυτονομία, επειδή ηθική σημαίνει να υπακούς σε υπάρχοντες νόμους ή κανόνες, ενώ αυτονομία να δημιουργείς εσύ νόμους για να ζήσεις σύμφωνα με αυτούς.
Κριτική ασκήθηκε και πάνω στη διαφορά νομιμότητας και ηθικότητας, δηλαδή ανάμεσα στα κίνητρα, εσωτερικά και εξωτερικά. Οι ιδέες του Καντ έχουν μεγάλη σημασία για την επιστήμη του δικαίου. Ασκήθηκε κριτική, ωστόσο, στο δίκαιο αφενός ως εξαναγκασμό και ρύθμιση ετερόνομη των πράξεων του ανθρώπου και αφετέρου ως ρύθμιση αυτόνομη που απορρέει από την αυτοδέσμευση. Γιατί εκείνο που προέχει στον Καντ είναι το αίτιο ή το ελατήριο της πράξης και όχι το αποτέλεσμα. Οι προθέσεις, που οδηγούν στη φυσική μορφή, ενώ στο δίκαιο ο δρόμος είναι αντίστροφος. Ο Σοπενχάουερ, στην κριτική του, επεσήμανε το αδύνατο της ηθικής και του δικαίου, σημειώνοντας ότι η ηθική εμπεριέχεται στο δίκαιο· υπάρχει ένα όριο, στο οποίο μπορεί να φτάσει ένα άτομο καταφάσκοντας τη βούλησή του (ηθική) ή να το ξεπεράσει, οπότε οι πράξεις του είναι άδικες (δίκαιο).
Το βιβλίο επιμερίζεται σε δύο μεγάλα Μέρη. Στο πρώτο δίνεται «Η Διατύπωση της καντιανής Ηθικής» και στο δεύτερο «Η κριτική» του Σοπενχάουερ. Επίσης υπάρχει κατατοπιστικό «Εισαγωγικό Σημείωμα» από τον μεταφραστή Μιλτιάδη Οικονόμου και «Πρόλογος». Το βιβλίο είναι πολύ πυκνό, ωστόσο πολύ ενδιαφέρον και, σύμφωνα με τον προλογίζοντα, «Η φυσική πορεία ενός Άγγλου φοιτητή φιλοσοφίας θα έπρεπε … να ξεκινά από τα λάθη του Λοκ και του Χιουμ, να συνεχίζεται με τις ανακαλύψεις του Καντ, και από τα λάθη του τελευταίου να καταλήγει στις ανακαλύψεις του Σοπενχάουερ που διακρίνεται από τους προηγούμενους στοχαστές κατά το ότι δεν εγκατέλειψε ποτέ το στέρεο έδαφος της εξωτερικής εμπειρίας».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.