frear

Ξεκουμπώνοντας το «Κουμπί» της Τασούλας Τσιλιμένη – της Σούλας Οικονομίδου

Τασούλα Τσιλιμένη,
Το κουμπί και άλλες ιστορίες
Καστανιώτης, 2017

Η Τασούλα Τσιλιμένη προέρχεται από τον κόσμο του παιδικού βιβλίου. Δεν είναι μόνο μία επιστήμονας που ασχολείται, λόγω αντικειμένου, με τα βιβλία για παιδιά, αλλά είναι και μία συγγραφέας που έχει γράψει όμορφες και πρωτότυπες ιστορίες για παιδιά.

Με το βιβλίο της Το κουμπί και άλλες ιστορίες κάνει τώρα ένα άλμα κι έρχεται κοντά μας, να μας μιλήσει για πράγματα των ενηλίκων, δικά της αλλά και δικά μας… Αναρωτήθηκα ποιο μπορεί το κοινό στοιχείο μεταξύ παιδικής λογοτεχνίας και αυτού του έργου που απευθύνεται και αφορά ενήλικες. Ένα εμφανές κοινό στοιχείο είναι ότι το παιδί, ως φιγούρα, τρυπώνει και στις ιστορίες αυτής της συλλογής, και η παιδική ηλικία αναδεικνύεται ως ο τόπος της χαμένης αθωότητας. Η παιδικότητα, τι σημαίνει να είσαι παιδί, θέμα εκ των πραγμάτων δύσκολο να το διαχειρισθεί ένας ενήλικας, είναι κάτι που η Τσιλιμένη πετυχαίνει να σκιαγραφήσει με πειστικότητα σε ορισμένα από τα διηγήματά της, όπως, για παράδειγμα, στο «Τα κάλαντα στο κουτί του ‘Καλγκόν’».

Ένα άλλο στοιχείο, όμως, πιο άδηλο αλλά ωστόσο απτό, που συνδέει τα λογοτεχνικά έργα για παιδιά με την παρούσα συλλογή είναι η ευαισθησία που τα διαπερνά. Δεν μπορεί να γράψει κάποιος για παιδιά αν δεν κάνει τον κόπο να τα νοιώσει, να ξαναθυμηθεί φόβους και αγωνίες και λαχτάρες της δικής του παιδικής ηλικίας. Παρ’ ότι τα παιδιά σαφώς αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι ίδιες οι κοινωνίες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν, κάτι ουσιώδες μένει : το απορημένο μάτι, που πάντα μαγεύεται από τα παράδοξα του κόσμου των ενηλίκων και που ορισμένες φορές σφαλίζει τρομαγμένο μπροστά στα τρομακτικά αυτού του κόσμου. Αυτή, λοιπόν, η ευαισθησία που αποτελεί προϋπόθεση για να γράψει κανείς για παιδιά, διαφαίνεται στον τρόπο που έχουν γραφτεί και οι ιστορίες για ενήλικες που περιλαμβάνονται στο «Το κουμπί».

Η Τσιλιμένη προσεγγίζει τα θέματά της με τόση ευαισθησία και λεπτότητα ώστε να δημιουργεί συγκινήσεις, να ανοίγει δρόμους για ενδοσκοπήσεις, ταυτίσεις, ή και για αποστασιοποιήσεις. Και το καταφέρνει αυτό χωρίς να χρησιμοποιεί μεγαλόσχημους χαρακτήρες. Οι ήρωές της, ή σωστότερα, οι ηρωίδες της, γιατί αυτές είναι περισσότερες, δεν είναι κάτι το εξαιρετικά περίεργο, είναι, αντίθετα, όπως παρατηρεί και ο Ισίδωρος Ζουργός στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «ήρωες ταπεινοί». Μπορεί, λοιπόν, λόγω του ‘μεγέθους’ τους εύκολα να ταυτισθεί κανείς μαζί τους. Επιπλέον, η πέννα της συγγραφέα τούς απεικονίζει με τόση λεπτομέρεια και γλαφυρότητα που είναι σαν είναι πρόσωπα ζωντανά που τα συναντήσαμε, νοιώσαμε τον καημό τους ή την χαρά τους.

Ορισμένα από τα διηγήματα του βιβλίου φαίνεται ότι αντλούν από τα προσωπικά βιώματα της συγγραφέα. Όμως, η λεπτή διαχωριστική γραμμή που τα χωρίζει από την μυθοπλασία ή, που τα ενώνει μ’ αυτήν, είναι αόρατη κι αυτό είναι ένα από τα προσόντα του βιβλίου. Αυτό, θα ήθελα να παρατηρήσω, είναι ένα δύσκολο στοίχημα για κάθε συγγραφέα και η Τσιλιμένη το κερδίζει. Ίσως για μας τους αναγνώστες φαίνεται να είναι εύκολο για έναν ταλαντούχο συγγραφέα να μετατρέψει τα βιώματά του σε μυθοπλασίες. Όμως, πρόκειται, πιστεύω, για ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο. Τι κόβει κανείς και τι πετά από τα προσωπικά του βιώματα; Τα λέει όλα; Ή μόνο αυτά που κρίνει γοητευτικά για τον αναγνώστη; Πώς πετά από πάνω τους το ρούχο το προσωπικό και τα παραδίδει ντυμένα με άλλα ρούχα στα μάτια των άλλων; Πώς με άλλα λόγια μετουσιώνει κανείς την μνήμη σε λόγο και μάλιστα σε λόγο δημόσιο;

Ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό στοιχείο που προσθέτει στη γοητεία που αποπνέουν τα διηγήματα ως σύνολο είναι οι εναλλαγές στην αφηγηματική φωνή. Με ανακατωμένη σειρά, πέντε από αυτά εκφέρονται σε πρωτο-πρόσωπη αφήγηση, μια αφήγηση που μας παρασύρει πιο εύκολα από την τριτο-πρόσωπη να βλέπουμε τον κόσμο του αφηγητή μέσα από τα μάτια του και να ‘βιώνουμε’, τρόπον τινά, τις εμπειρίες του, μπαίνοντας στη θέση του, γινόμενοι μέρος του εγώ του. Τα υπόλοιπα οκτώ διηγήματα εκφέρονται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με εσωτερική εστίαση: ενώ δηλαδή ο αφηγητής είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής που βλέπει τους χαρακτήρες από έξω έχει το προνόμιο, ως παντογνώστης, να εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο τους και να βγάζει στο φως ό,τι βρίσκει εκεί: συγκινήσεις, φόβους, αγωνίες, συναισθήματα…

Άλλη φωνή, λοιπόν, αναλαμβάνει τον λόγο σε κάθε διήγημα, άλλος άνθρωπος είναι αυτός που δρα, που θυμάται, που πονάει ή χαίρεται, και με άλλο, κάθε φορά, μάτι βλέπουμε κι εμείς οι αναγνώστες τον κόσμο. Είναι κι αυτό ένα από τα προνόμια και τα προσόντα του διηγήματος ως είδους. Όμως, αυτές οι διάφορες φωνές, οι διάφορες οπτικές και αφηγήσεις συναντιούνται, συμπλέκονται και αλληλο-συμπληρώνονται επειδή αναφέρονται σε έναν κοινό τόπο: στον γεωγραφικό χώρο της Θεσσαλίας και πιο συγκεκριμένα στα χωριά του Ολύμπου. Το τοπίο, το βουνό, και κυρίως το νερό τις διαποτίζει και τους δίνει ένα συγκεκριμένο άρωμα.

Τα θέματα των διηγημάτων στο Κουμπί δεν είναι πάντα ευχάριστα. Μήπως είναι η ζωή; Είναι παράλογο να ζητούμε από την λογοτεχνία να είναι ευχάριστη και ψυχαγωγική όταν γύρω μας συγκρούεται κάθε στιγμή η χαρά με την αγωνία και τον πόνο. Η φθορά κι ο θάνατος, η απώλεια της αθωότητας και γενικότερα η απώλεια και η εγκατάλειψη είναι θέματα οδυνηρά. Επιπλέον, επειδή όλα τα πρόσωπα φαίνεται να αναδύονται μέσα από την αχλή της μνήμης, και κάποια από αυτά και μέσα από την αχλή της νοσταλγίας, επειδή κάποια από αυτά διαβαίνουν το αόρατο κατώφλι και γυρίζουν πίσω στην οριστικά χαμένη θαλπωρή της παιδικής ηλικίας, φέρουν ένα αδιόρατο άγγιγμα μελαγχολίας που περνάει απέναντι, στον αναγνώστη. Εμένα, για παράδειγμα, με άγγιξαν ιδιαίτερα το διήγημα του τίτλου, «Το Κουμπί» και τα δύο διηγήματα που αφορούν στα παλιά, ακατοίκητα πια πατρικά σπίτια, επειδή άγγιξαν εκείνη την μυστική χορδή του πόνου που πάλλεται μέσα μου όταν θυμάμαι την μαμά μου ή όταν περνάω και δεν βλέπω πια το πατρικό μου σπίτι παρά ένα χορταριασμένο οικόπεδο.

Όμως, το ότι διαβάζοντας για μιαν άλλη, μιαν άγνωστη, μια ηρωίδα μιας μυθοπλασίας, συγκινήθηκα, το ότι το κείμενο μπόρεσε και βρήκε το δικό μου επώδυνο τραύμα, είναι για μένα η απόδειξη ότι το διήγημα πέτυχε το στόχο του. Ο Wolfgang Iser έχει πει ότι άλλο πράγμα είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο κι άλλο ένα λογοτεχνικό έργο: το κείμενο γίνεται έργο μόνο όταν το πραγματώσει ο αναγνώστης. Το ίδιο το κείμενο μας κάνει εκκλήσεις με όλα τα πλούσια μέσα που διαθέτει για να το πραγματώσουμε: να καταλάβουμε το νόημά του, να γελάσουμε με τα αστεία του, να προβληματιστούμε με τις δυσκολίες που μας παρουσιάζει, με τα ερωτήματα που εγείρει. Ταυτόχρονα, όμως, κι εμείς, ως αναγνώστες, δεν στεκόμαστε γυμνοί μπροστά του: κατά την πράξη της ανάγνωσης φέρνουμε κι εμείς απ’ την πλευρά μας ένα πλήθος γνώσεων και εμπειριών γύρω από την λογοτεχνία αλλά και γύρω από τον κόσμο γενικότερα, ένα πλήθος προσωπικών βιωμάτων ή την διάθεση της στιγμής. Κι έτσι, καθώς διαβάζουμε, γίνεται η χημική αντίδραση μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, λαμβάνει χώρα ο σιωπηλός διάλογος μεταξύ τους, γίνεται η πραγμάτωση του κειμένου. Ο καθένας και η καθεμιά από μας που θα διαβάσει το Κουμπί, θα συγκινηθεί από άλλα στοιχεία του, θα κατανοήσει αλλιώς κάποια από τα αφηγούμενα. Έχουν, με άλλα λόγια, τα διηγήματα αυτά την εσωτερική δύναμη να μας επηρεάσουν όλους για διαφορετικούς λόγους.

Υπάρχουν δύο στοιχεία ακόμη του έργου που παρουσιάζουμε σήμερα στα οποία θα ήθελα να σταθώ. Το ένα είναι ο μαγικός ρεαλισμός που χαρακτηρίζει κάποια από τα διηγήματα, αυτό, δηλαδή, το γόνιμο και απίστευτα γοητευτικό πάντρεμα του ρεαλισμού και της φαντασιακής λογοτεχνίας. Πατώντας γερά στην λαϊκή παράδοση του τόπου της, η Τσιλιμένη αφήνει χώρο στις ιστορίες της για να συνυπάρξουν νεράιδες και ξωθιές και φαντάσματα με τους ρεαλιστικούς της ήρωες. Με προσεγμένες δόσεις μεταφυσικού δίνει μιαν άλλη διάσταση στην πεζή πραγματικότητα που περιβάλλει τους ήρωές της και, τραβώντας μας απ’ το μανίκι, μάς ζητά ν’ αφήσουμε πίσω μας, για όσο χρόνο διαρκεί η ανάγνωση, την καταπιεστική λογική μας και να αφεθούμε στο θαύμα. Ν’ αντικρύσουμε, χωρίς φόβο, το φάντασμα του Νταμίλη, του σφαγμένου Τούρκου αξιωματικού να γυρίζει ακόμη και σήμερα, καβάλα στο άσπρο του άλογο, στο σπίτι της χριστιανής που αγάπησε και δεν του την δώσανε, και να νιώσουμε τον καημό του.

Άφησα για τελευταίο, ώστε να το τονίσω, το στοιχείο που λόγω επιστημονικών ενδιαφερόντων αλλά και προσωπικών εμπειριών με άγγιξε ιδιαίτερα: το θέμα της γυναικείας παρουσίας και, πιο συγκεκριμένα, των γυναικείων αναπαραστάσεων που ως αναγνώστρια εντόπισα στα περισσότερα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής. Δεν φαίνεται αν η συγγραφέας στόχευε στο να αναδείξει την θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία του ’50 και του ’60 στην οποία αναφέρεται. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της ίδιας, εγώ, ως αναγνώστρια, είδα ένα ρεαλιστικό και συγχρόνως λεπταίσθητο σκιαγράφημα της γυναίκας, και ιδιαίτερα των κοινωνικών ρόλων που της υπέβαλε η πατριαρχική ιδεολογία. Οι περισσότερες από τις ηρωίδες της Τσιλιμένη είναι γυναίκες ή κορίτσια που ζούσαν στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο στην ύπαιθρο ή που αστικοποιήθηκαν στις μεγάλες πόλεις, όπου εξαναγκάστηκαν, λόγω φτώχειας, να μεταναστεύσουν. Είδα στα διηγήματα την κοριτσίστικη παιδική ηλικία με τις αγωνίες της, είδα το κορίτσι που το αρραβωνιάζουν από τα δεκατέσσερα, τη γυναίκα που της στρεβλώνουν την ζωή τα αυστηρά ήθη του πένθους, την μάνα που μεγαλώνει με φτώχεια, με κόπους αλλά και με αξιοπρέπεια τα παιδιά της, την γυναίκα που μαζεύει τα λείψανα του αποκεφαλισμένου άνδρα της τον καιρό του εμφύλιου, την κόρη που κλείνει το πατρικό της σπίτι και αποχαιρετά τον γενέθλιο τόπο. Είδα, ακόμη, σε τρία διηγήματα το πρόβλημα του βιασμού ή της σεξουαλικής παρενόχλησης μικρών κοριτσιών δοσμένο με έναν υπαινικτικό, όπως ταιριάζει στη λογοτεχνία, λόγο. Είδα, με άλλα λόγια, κάτι σαν ένα πανόραμα γυναικείων αναπαραστάσεων δοσμένων με έναν ευαίσθητο αλλά ταυτόχρονα λιτό τρόπο.

Αναλογιζόμενη, λοιπόν, όλα εκείνα που μου άρεσαν και με συγκίνησαν καθώς διάβαζα Το κουμπί, καταλήγω λέγοντας με παρρησία ότι πρόκειται για ένα καλό βιβλίο που μακάρι να βρει τον δρόμο του σε αναγνώστες που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν και να εκτιμούν την καλή λογοτεχνία!

Σούλα Οικονομίδου, Αναπλ. Καθ.
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη