Βίκυ Τσελεπίδου, Aλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017.
«Με περπατά απ’ άκρη σ’ άκρη / ανθρώπων βήμα εξορισμένων»
Κ. Μοσκώφ
Mε τρεις έννοιες συνομιλεί η Βίκυ Τσελεπίδου στο βιβλίο της Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; Την έννοια του χρόνου, της Πατρίδας αλλά και της βίας, την κάθε μορφή βίας που κρύβεται μέσα σ’ αυτές.
Το βιβλίο (που πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών), πρωτότυπο και αριστουργηματικό σε πολλά του σημεία όσον αφορά τη γλώσσα και τη σύλληψη, επηρεάζεται από τον μαγικό ρεαλισμό, πατώντας παράλληλα ως θεματολογία στην παράδοση και στη σύγχρονη ιστορία. Δανείζεται τον τίτλο του από ένα παιδικό παιχνίδι με κρυφτό που παιζόταν στη Μικρά Ασία και παίζεται στην Τουρκία ακόμη και σήμερα, ενώ στην Ελλάδα το συναντούμε με την παραλλαγή της εκφώνησης του σε Βασιλιά, βασιλιά με τα κόκκινα σπαθιά, τι ώρα είναι; και Ρολογά, ρολογά, τι ώρα είναι;
Το παιχνίδι του κυνηγητού και του κρυφτού που όλοι παίξαμε στα παιδικά μας χρόνια, μας προϊδεάζει άμεσα στις διαχρονικές έννοιες του φευγαλέου χρόνου και του μεταβλητού τόπου, μας παραπέμπει στο παιχνίδι της μνήμης που άλλοτε κρύβεται κι άλλοτε εμφανίζεται- αναδύεται-μέσα από τη σκοτεινή συλλογική συνείδηση που κουβαλάμε.
Η διαχρονικότητα της επανάληψης συγκλονίζει με την επικαιρότητά της στην αφήγηση της Βίκυς Τσελεπίδου, επιβεβαιώνοντας έτσι τα λόγια του Μπόρχες, πως «η πραγματικότητα αρέσκεται στις συμμετρίες και στους αναχρονισμούς».
Ξεκινώντας η συγγραφέας με μια σειρά ονομάτων, προσφύγων της Μικράς Ασίας που έζησαν εκεί πριν τη Μικρασιατική καταστροφή του ’22 ως Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανοί ορθόδοξοι το θρήσκευμα και μετέπειτα Έλληνες υπήκοοι του αυτού θρησκεύματος (Αλέξανδρος Λεοντόπουλος εξ Άκσεραϊ Καππαδοκίας, Τούρκος υπήκοος, χριστιανός ορθόδοξος το θρήσκευμα, μετέπειτα Έλλην υπήκοος του αυτού θρησκεύματος, κι άλλοι κι άλλοι…), μας μεταφέρει αμέσως στην ατμόσφαιρα του βιβλίου και παράλληλα προσδιορίζει τον τόπο και τον χρόνο, όπου η ιστορία διαδραματίζεται.
Ο τόπος, ο χρόνος, ο άνθρωπος. Το αμετάβλητο, το μεταβλητό και η ύπαρξη που εμπεριέχεται στον χαοτικό στροβιλισμό τους.
Τοποθετώντας τους ήρωές της σε διαφορετικά χρονικά σημεία, αποδομεί τον χρόνο στο τότε, στο τώρα, στο ύστερα, για να γίνει διακριτό πως ο χρόνος στη συνεχή, αμετάκλητη και επαναλαμβανόμενη κίνησή του, αλλάζει τα σημεία που ο άνθρωπος βρίσκεται, μετατοπίζοντας στην κίνησή του τα εσωτερικά και εξωτερικά του σύνορα. Οι τόποι μετατοπίζονται σαν τους δείκτες του ρολογιού, οι Πατρίδες φεύγουν σαν τους ανθρώπους, μεταφέρονται μαζί τους μέσα σε μια χούφτα χώμα, με «τα κόκαλα μες στα τσουβάλια», «τα νεκρά μωρά στις αγκαλιές αβάπτιστα», «με του Αισχύλου τα μωρά τα πολύ γερασμένα, τα επί χρόνια πολλά πεθαμένα».
«Μόνη πατρίδα ο χρόνος, ο αέρας, τελεία»,γράφει η ίδια κι ύστερα αναρωτιέται αν πατρίδα είναι η μία και μοναδική Ιθάκη, «η μουριά στην αυλή των παππούδων σου ή ο τόπος ο ιδανικός που κουβαλάς μες στο κεφάλι σου;»
«Νταϊρέ θα πει κύκλος και μουσικό όργανο και σπίτι». Αυτός ο ήχος που ακούς, που επαναλαμβάνεται κυκλικά που σε γυρίζει πίσω σ’ αυτό που αγαπάς, ίσως αυτός να είναι η πατρίδα. Αλλά και πάλι, όχι. «Μόνη πατρίδα ο χρόνος, ο αέρας, τελεία». Ο χρόνος που δε σταματά να προχωρά αλλά και να επαναλαμβάνει τις ώρες που ξαναπέρασαν ίδιες. Οι ιστορίες ξανασυμβαίνουν με άλλη μορφή, με άλλα λόγια πλέκεται το παραμύθι, η ουσία όμως παραμένει ίδια.
Δύο ιστορίες αφηγηματικά παράλληλες, βιωμένες στο παρελθόν και στο τώρα, συνθέτουν το περιεχόμενο του βιβλίου, με τη βία να κυριαρχεί και στις δύο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, όμως η κτηνωδία και η βαρβαρότητα στην ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια. Μέσα από μια κυκλική αφήγηση η ιστορία εξελίσσεται, με μια αφηγηματική τεχνική που βοηθάει τη συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη να στοχασθεί πάνω στην έννοια του χρόνου και της ζωής.
Κεντρικές ηρωίδες η γιαγιά Αναστασία και η εγγονή της Λουκία. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με την ανταλλαγή του ’24, η Αναστασία έρχεται με την οικογένειά της από την Καππαδοκία στη Δράμα. Παντρεύεται τον Λουκά. Άλλον ήθελε, άλλον πήρε. Τον Ιορδάνη τον άφησε πίσω στην Πατρίδα βαθειά, στα αμελέ-ταμπουρού. Τον αναζητά μια ζωή στα όνειρά της. «Τον Γιορδάνη φέρτε μου», λέει. Η εγγονή Λουκία που είναι και αφηγήτρια της ιστορίας, καταγράφει τον ξεριζωμό απ’ την πατρίδα και τις ιστορίες της γιαγιάς, τις τραγικές ιστορίες βίας στον πόλεμο του 22, συναισθηματικές και υλικές καταστροφές αργότερα στην Βουλγαρική κατοχή, και παράλληλα ζει τη δική της εσωτερική εξορία μέσα από διαπροσωπικές σχέσεις βίας ,πληγές κάτω απ’ το δέρμα και συναισθηματικές απώλειες στη σύγχρονη εποχή. Η ερωτική περιπέτεια της Λουκίας, παραλληλίζεται με την Πλατωνική ερωτική περιπέτεια της Αναστασίας, μέσα από έναν δραματικό εσωτερικό μονόλογο.
Δύο γυναίκες διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικών εποχών, βιώνουν τη βία στην ψυχή και στο σώμα.
Oι ηρωίδες συγκρούονται με τον εαυτό τους, τη μοίρα, τις περιστάσεις. Η αφήγηση πραγματώνεται με ανάδρομες αναφορές στα ήθη, τα έθιμα, στη γλώσσα, στα τραγούδια της πατρίδας που χάθηκε, διαδραματίζουν κι αυτά κάποιο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.
Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή και στο τώρα, η γραφή γίνεται ρεαλιστική. Ο,τι όμως ξεπηδάει απ’ τη μνήμη και το παραμύθι αποδίδεται με γραφή ποιητική και σουρεαλιστική. Από τον σκληρό ρεαλισμό στη μαγεία του ονείρου και της φαντασίας.
Μήπως πατρίδα είναι ο έρωτας; Ένας άνθρωπος που εγκαταλείπεις κι ακούς το τραγούδι του μια ολόκληρη ζωή από τους μακρινούς νταϊρέδες;
Ερωτηματικά χωρίς απαντήσεις και απαντήσεις χωρίς ερωτηματικά. Ο αναγνώστης προβληματίζεται, σκέφτεται, συμμετέχει.
«Άααλλα χώματα εκεί. Βλογημένα μας τα ‘χε ο Θεγιός», «εμείς σο πατρίδα… Έτσι άρχιζε πάντα», η Αναστασία. «Έτσι στην πατρίδα, αλλιώς στην πατρίδα».
Είναι το χώμα η Πατρίδα μας; Είναι η γλώσσα μας; Ο άνθρωπος, η μνήμη; Το εδώ και το εκεί του κόσμου;
Η Αναστασία ήρθε απ’ την Καπαδοκία. Έλεγε: «ήτον», «είπεν με», «να σε χοτζακλατίσω» (να σ’αγκαλιάσω), «βάι,θα τσανίσω!» (θα τρελαθώ) «τσανήμ, θεγέμ, τι σε ποίκα κι αβούτσα παίδεψές με;» (τι σου έκανα, θεέ μου και με παιδεύεις έτσι;)
Ένα πλήθος από παραδοσιακά ιδιόλεκτα της Μικράς Ασίας. Η γραφή της Τσελεπίδου ακολουθεί όπου χρειάζεται τον τρόπο της αφήγησης των χαρακτήρων και της γλώσσας των ηρώων. Ακούσματα και ντοπιολαλιές ακολουθούν τον χαρακτηριστικό αφηγηματικό τρόπο των προσφύγων Μικρασιατών. Ενσωματώνει στον λόγο της τη σκέψη του ήρωα με το ιδιαίτερο γλωσσικό του ιδίωμα.
Εσωτερικοί μονόλογοι που αναπτύσσονται με μεγάλες περιόδους, μας κρατούν σε εγρήγορση και πολλές φορές διακωμωδούν την τραγικότητα της στιγμής, αποφορτίζοντας έτσι την ατμόσφαιρα.
Ποιητικός, ο τρόπος γραφής της Τσελεπίδου. Ακόμη και στον πεζό λόγο, η γραφή πρέπει να είναι ποιητική, λένε οι μεγάλοι της λογοτεχνίας. Αφαιρετικός, ευρηματικός, απρόοπτος ο λόγος της, με τον χρόνο να μπλέκεται συνεχώς στις μικρές εγκιβωτισμένες ιστορίες της αφήγησης. Μια πολυεπίπεδη σύγχρονη γραφή με πολλές αναφορές στην τοπική κουλτούρα της Μ. Ασίας, στην ιστορία, στην επιστήμη, στην ψυχολογία ,στην πολιτική, στην κοινωνική παθολογία και στην περιπέτεια της ανθρώπινης ζωής.
Κινηματογραφικές εικόνες σε αργή κίνηση, στηρίζουν τη δομή της αφήγησης. Η συγγραφέας δένει αριστοτεχνικά σε μια αδιόρατη κλωστή, τα ασύνδετα πολλές φορές κομμάτια της αφήγησης, με το σκηνικό της δραματικής κίνησης των προσφύγων από τη μια Πατρίδα στην άλλη, να προχωρούν φορτωμένοι «με τα κόκαλα μες στα τσουβάλια», «τα νεκρά μωρά στις αγκαλιές αβάπτιστα», πορεία-εικόνα που παρεμβάλλεται κατ’ επανάληψη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, σε όλη τη ροή της αφήγησης και των δύο ιστοριών, έτσι που η μία εικόνα να υποσκάπτει την άλλη και η πρώτη εντύπωση να αναιρεί την επόμενη. Οι απροσδόκητοι συνειρμοί, είναι το μαγικό μυστικό της αφήγησης της Βίκυς Τσελεπίδου και πολλές φορές μας πείθει πως ίσως το σκηνικό της Μικρασιατικής καταστροφής είναι απλώς το πρόσχημα για να μιλήσει για τις φρικαλεότητες της σύγχρονης ζωής πάνω στον αθώο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο ή να φιλοσοφήσει πάνω σε διαχρονικές και πανανθρώπινες έννοιες:
«Προχωρούσαν. Κι όσο προχωρούσαν, ακόμη κι αν κανείς δεν τους το είχε απαγορεύσει, ούτε πια κουβέντες μεταξύ τους άλλαζαν, ούτε στον διπλανό τους ένευαν, τον μπροστά ή τον πίσω από αυτούς, κι ούτε μεταξύ τους ξύνονταν ούτε αγγίζονταν. Πατούσε ο ένας στη σκιά του άλλου, κι αν τυχόν κάποιος από την πορεία αυτή παρέκκλινε , κανείς δε νοιαζόταν μόνο προχωρούσαν.
………………………………………………………………………………………
Κι ο πίσω χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χώμα, μόνο βαδίζοντας… Αν ήμουν ο Φλοξ ο σκύλος μου, σπιτάκι μου τώρα θα καθόμουν, στην αυλή, γιατί κανένας αρρωστημένος νους δε θα σκεφτόταν ποτέ ν’ ανταλλάξει τους ελληνικούς με τους τούρκικους σκύλους, να βάλει όλα τα ει τα σκυλιά, άσπρα, μαύρα ,κανελιά, τα τσομπανόσκυλα, κάτι μαλλιαρά, κάτι μικροκαμωμένα, σε μια σειρά και πει «Πααίνεται».
H γραφή κάθε τόσο αλλάζει και όσα είναι δύσκολο να ειπωθούν, η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου τα αφήνει διάσπαρτα, σαν ένα σκόρπιο σημειωματάριο που προσπαθεί να συναρμολογηθει και η δομή εμφανίζεται ως χαοτική. Άρθρα εφημερίδων, συνθήκες, συγκλονιστικές μαρτυρίες προσφύγων, επιστολές του Βενιζέλου, αποσπάσματα απ’ τον Όμηρο, απ’ τον Αισχύλο, πληροφορίες για το σύμπαν απ’ το διαδίκτυο, τραγούδια και νταϊρέδες, εκτοξεύονται στον αέρα , μια φευγαλέα ύλη που όσο κι αν προσπαθείς να την εντάξεις σε μια κανονικότητα να της δώσεις όνομα, αλλάζει κάθε τόσο ταυτότητα, όπως ο άνθρωπος, οι τόποι, οι πατρίδες, ο χρόνος. Ένα μπαμ, και όλα χάνονται, αιωρούνται στο σύμπαν, νετρόνια, πρωτόνια, προορισμοί, πατρίδες έρωτες, πατρίδες άνθρωποι, τα παίρνει ο αβυσσαλέος χρόνος στο άπειρο. Τα κάνει ήχο, λέξη, τραγούδι, φωνή προηγούμενη που ακούγεται μέσα σε σένα σαν τραύμα στη μνήμη.
«Ως χους στον άνεμο είπαν, χώμα είπαν είναι, χάος γίνεται, η γλώσσα λιώνει είπαν»
«Μόνη πατρίδα ο χρόνος, ο αέρας, τελεία»
[Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Ξάνθης, στις 2/2/2018.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.