frear

Για τα «Απόστιχα σιωπής» του Χάρη Ιωσήφ – γράφει η Φένια Αδαμίδη

Απόστιχα Σιωπής είναι ο διεγερτικός και συνάμα κρυπτικός τίτλος της τρίτης ποιητικής συλλογής του Χάρη Ιωσήφ (Περισπωμένη, Αθήνα 2017), ο οποίος μέσα από την «ομιλητική» σιωπή του επιχειρεί να συνθέσει το «δράμα» του Χρόνου.

Γιατί λοιπόν Απόστιχα και γιατί Σιωπή. Ο πρώτος όρος παραπέμπει σε στιχηρές δηλ. έμμετρες περικοπές ιερών κειμένων, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ ψαλμών του εσπερινού και είναι θεματικά ασύνδετες με αυτούς. Επομένως, ο ποιητής δανείζεται από την εκκλησιαστική μας παράδοση το δομικό πρότυπο των Αποστίχων του. Τέσσερα εκτενή ποιήματα που επιγράφονται με τους τίτλους «Σιωπή του χρόνου Ι,ΙΙ,ΙΙΙ,ΙV» αποτελούν θα λέγαμε τον κεντρικό θεματικό άξονα της συλλογής, ενώ πέντε μικρότερης έκτασης ποιητικές υποενότητες αποτελούν mutatis mutandis τους «ασύνδετους» σπόνδυλους που προηγούνται κάθε εκτενέστερης «Σιωπής του χρόνου». Στην τελευταία μάλιστα «Σιωπή του χρόνου» και προηγούνται και την ακολουθούν.

Εδώ εντοπίζεται η πρώτη ποιητική «απάτη» ή «ψεύδος» του ποιητή μας. Αλλά συγχωρητέον, καθώς, ως γνωστόν, οι ποιητές ψεύδονται. Το έχει πει ο Ησίοδος, οι «ποιητές λένε ψέματα όμοια με την αλήθεια», ο Πλάτων ο οποίος γι’ αυτόν τον λόγο τους εξορίζει από την Πολιτεία του, ο Αριστοτέλης ο οποίος ορίζει το ποιητικό ψεύδος ως «μίμηση» και το νομιμοποιεί στη βάση της αισθητικής απόλαυσης, της ηδονής. Αλλά ας μην επεκταθούμε. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το πρώτο ποιητικό «ψεύδος» του Χάρη Ιωσήφ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι τέσσερις «Σιωπές» του που συνιστούν την ποιητική του ιδεολογία αλλά και ποιήματα ποιητικής -θα εξηγήσουμε στη συνέχεια- κάθε άλλο παρά χαλαρά συνδέονται με τα απόστιχα που τις συνοδεύουν, όπως συμβαίνει στο εκκλησιαστικό τους πρότυπο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι συνδέονται άρρηκτα μαζί τους με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας. Τα απόστιχα είναι τρόπον τινά «τα επεισόδια» εκεί που έχουμε τη δράση εκεί που συμβαίνουν τα επιμέρους, «τα καθ΄ έκαστα», οι προσωπικές αναμνήσεις, τα βιώματα, οι σκηνές από την καθημερινή ζωή, εκεί που οι ήρωες συνομιλούν, ωσάν να είναι παρόντες, αισθάνονται, νοσταλγούν, πάσχουν, συνδέονται με τα αντικείμενα, θυμούνται. Εκεί συμβαίνουν όλα. Εκεί αποκαλύπτεται η φθοροποιός δύναμη του Χρόνου αλλά ταυτόχρονα εκεί που επενεργεί ο Χρόνος δημιουργούνται κι οι μικρές ιστορίες, οι έρωτες, οι απώλειες, οι κατεστραμμένοι οίκοι, οι αποχωρισμοί, οι ανέφικτες σχέσεις. Κυλά ο χρόνος και επομένως, στα απόστιχα, οικοδομείται το παρελθόν άρα εκεί εκτυλίσσεται ο ποιητικός «μύθος». Τη δράση, που δεν είναι προφανώς εξωτερική αλλά εσωτερική, κινητοποιεί ο μέγας πρωταγωνιστής του ποιητικού «δράματος» που κατασκευάζει ο Χάρης Ιωσήφ, ο Χρόνος. Οι τέσσερις «Σιωπές» είναι τρόπον τινά, τα «στάσιμα», τα «χορικά» του. Σε αυτά δεν υπάρχει δράση. Το βίωμα πλαταίνει τόσο ώστε η ποίηση γίνεται «φιλοσοφικότερη», εμπεριέχει το «καθόλου» που πηγάζει από το ατομικό βίωμα, αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει. Οι «Σιωπές» έχουν ένα χαρακτήρα καθολικότητας. Εδώ εντοπίζονται δηλ. οι καθολικές αρχές που συνιστούν τη summa causa και την προγραμματική δήλωση της ποιητικής συλλογής.

Ας δούμε από πιο κοντά ορισμένα από αυτά τα δραματικά επεισόδια- απόστιχα και τις αντίστοιχες «Σιωπές» τους: Στην εισαγωγική ενότητα – επεισόδιο (Απόστιχα 1-5) δίνεται με εξαιρετική ενάργεια, ωσάν να πρόκειται για κινηματογραφικά καρέ, που έλκουν την καταγωγή τους από τον Ταρκόφσκυ (όπως συνολικά η εικονοποιία του Ιωσήφ σε μεγάλο βαθμό), το σκηνικό της δράσης: αποβάθρες τρένων, μέσα μεταφοράς, καθίσματα, αναχωρήσεις, πάγκοι λουλουδιών, λιμάνια. Χώροι αστείρευτου πλήθους αποχαιρετισμών, χωρισμών, προσωρινών συναντήσεων, ανέφικτων επιστροφών. Οι πρωταγωνιστές ένα απροσδιόριστο «εμείς»: οι ταξιδιωτικοί χώροι δεν μας υποδέχονται τα καθίσματα μας υπομένουν, τα μέσα μεταφοράς μας απομακρύνουν. Αλλά και μια αποστροφή προς ένα απόν «εσύ»: πώς να ναι οι περαστικοί σου; /οι δικοί μου βιάζονται προς την κατεύθυνση του τελευταίου μας φιλιού…ένα δρομολόγιο προσωπικής πορείας προς τις αλλεπάλληλες απώλειές σου. Η δράση και τα πάθη: ο χωρισμός κι ο θάνατος αφού οι ακρωτηριασμένοι βλαστοί προορίζονται για τα προσκέφαλα απουσιών.

Φωτογραφία: Trevor Dernai

Ακολουθεί εν είδει χορικού η πρώτη «Σιωπή του χρόνου»: εδώ ομιλεί ένα «εγώ», ένας τρόπον τινά «κορυφαίος» του χορού. Το θέμα φαινομενικά ασύνδετο με τα απόστιχα που προηγούνται: η φωνή που ακούγεται περιγράφει με τρόπο λυρικό την αναγνωστική της εμπειρία. Το βιβλίο μεταμορφώνεται σε καράβι, τα γράμματα και οι τόνοι ίπτανται, οι σελίδες – «πανιά» που φουσκώνουν, το ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος αρχίζει «ξαναβγαίνουμε στον πιο δαρμένο από τα στοιχειά βράχο». Το κλίμα μεταβάλλεται πλήρως. Ενώ δηλ. στα απόστιχα που προηγούνται ο Χρόνος, για να θυμηθούμε τον Προυστ, μοιάζει να είναι χαμένος και αντιλαμβανόμαστε την επενέργεια του στις αρνητικές του εκφάνσεις (χωρισμός, θάνατος, απώλεια, φθορά), κάτι που συστηματικά διέπει σχεδόν όλα τα απόστιχα, στη «Σιωπή Ι», όπως και στις υπόλοιπες, ο Χρόνος φαίνεται να κερδίζεται. Στο τέλος της «Σιωπής Ι» το εγώ ομιλεί ωσάν να απαντά σε ένα ερώτημα που συνάγεται ex silentio: τι μπορεί να σταματήσει τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου και να δώσει νόημα στο εφήμερο του ανθρώπινου βίου; Μύριοι μυρίων οι άνθρωποι/χρυσίζονται κύματα στην ατέρμονη επανάληψη του χρόνου. Η απάντηση ανοίγει μια θετική προοπτική η οποία θα ολοκληρωθεί στις επόμενες «Σιωπές» και par excellence στο απόστιχο 35, όπου το στοίχημα φαίνεται να κερδίζεται όχι στο πεδίο της πραγματικής ζωής αλλά στο πεδίο της τέχνης και ειδικότερα εντός της περιοχής της ποίησης: Υπάρχουμε μόνο για να δημιουργούμε παιδικές μνήμες στους μελλοντικούς κλειδούχους μήπως κι εκείνοι καταφέρουν να διασώσουν τις θυμαρίσιες εκπνοές των βουνών τις λεπτές διαβαθμίσεις των αποχρώσεων από τις ζωής τις αδιάκοπες αντιστρέψεις.

Το θέμα της μνήμης που διασώζει αυτό που κάποτε υπήρχε είναι διαρκώς παρόν στην παρούσα συλλογή. Ο χρόνος αφήνει το αποτύπωμά του πάνω στα πράγματα σε αντικείμενα, ρούχα, κτίρια τα οποία, καθώς παλιώνουν και φθείρονται, λειτουργούν ως θυμητάρια μιας πάλαι ποτέ συγκίνησης. Δεν βλέπουμε στα απόστιχα την ίδια τη συγκίνηση αλλά τα σημάδια που αυτή η συγκίνηση άφησε πάνω στα πράγματα που κάποτε συνδέθηκαν με αυτήν, καθώς ο Χρόνος πήρε μακριά την πηγή που τη δημιούργησε δηλ. ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που πλέον δεν είναι «εδώ». Ένα «εσύ» που κάποτε έδινε χαρά, έρωτα, ζωή. Έτσι ο χρόνος μας «μιλά» μέσα από τη σιωπή του δηλ. μέσα από την αλλοίωση που αφήνει στα πράγματα και στις ανθρώπινες σχέσεις. Στο δεύτερο λ.χ. επεισόδιο- (απόστιχα 6-15) τα φορεμένα γάντια απόντων προσώπων, τα φορεμένα ρούχα που παίρνουν το σχήμα των ανθρώπων που πια δεν υπάρχουν, οι στερεμένες βρύσες υπόμνηση απόντων σιφωνισμών (8) εισάγουν πιο καθαρά το θέμα του Χρόνου όχι πλέον ως δύναμης που φθείρει αλλά ως χνάρι, αποτύπωμα πάνω στα πράγματα που αποκτούν μνήμη και άρα έχουν τη δική τους «ιστορία», το δικό τους σιωπηλό «κείμενο». Τα πράγματα, αν και φθαρμένα, διασώζουν – «καταγράφουν» κάτι από το παρελθόν. Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι η μνήμη και το σκηνικό γίνεται πιο προσωπικό: ρούχα και έπιπλα ως φορείς της μνήμης μπορούν κάτι να διασώσουν από αυτό που πέρασε και χάθηκε οριστικά ως βίωμα: τα ακίνητα αντικείμενα αποκτούν την έπαρση των αγαλμάτων/ καθώς τα σέρνουν μάτια έξω από το εργαστήρι το χρόνου. Το βλέμμα καθώς πέφτει πάνω στα αντικείμενα που κάποτε συνδέθηκαν με εμπειρίες και πρόσωπα, σταματά την αδυσώπητη ροή του χρόνου. Εδώ εισάγεται για πρώτη φορά και το θέμα του έρωτα που ανοίγει μια δεύτερη θετική προοπτική: συνύπαρξη δίχως σημεία εξαναγκαστικής τομής/χωρίς πληγές το αναγεννημένο σώμα του Χρόνου (11). Η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί ο Χρόνος ανοίγεται μέσα από ένα διαφορετικό βλέμμα: το βλέμμα πάνω στα πράγματα, αν τα δούμε ως φορείς αναμνήσεων αλλά κυρίως μέσα από μια άλλη ματιά προς τον «άλλο». Η ευκαιρία για μια νέα συνάντηση μεταξύ δύο προσώπων μπορεί να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο: δεν έχουμε παρά ν’ αλλάξουμε την οπτική μας/για να έχει ελπίδα το ξόδεμα των ψυχών/η φυσική ανομία των αρχέγονων δασών/ και των χαμένων ονείρων η λευκότητα (11).

Ακολουθεί ως δεύτερο χορικό η «Σιωπή ΙΙ»: εδώ πάλι ο τόνος γίνεται πιο προσωπικός και λυρικός. Ακούμε πάλι σε πρώτο πρόσωπο να ομιλεί ένα «εγώ» που εξομολογείται το εσωτερικό πνευματικό του ταξίδι, την περιπέτεια της γραφής, οπότε η εξομολόγηση αυτή λειτουργεί ως αυτό-αναφορικό σχόλιο: ίπταμαι σε ένα απροσδιόριστο ύψος/προ τις βαθύτερες αποχρώσεις των σκέψεων/ήχοι λέξεων γραμμένων σε χαρτί που μυρίζει παλιά ορθογραφία κλειστών βιβλίων. Η σύνδεση με τα απόστιχα που προηγούνται δεν δηλώνεται ρητά αλλά υπαινικτικά, σχεδόν σιωπηλά. Η «Σιωπή ΙΙ» προοιωνίζεται την τρίτη δυνατότητα να αντισταθμιστούν οι απώλειες του Χρόνου: ο ποιητικός λόγος διασώζει ως άλλη κιβωτός στιγμές που παρασέρνει στη δίνη της η ροή του χρόνου: οι υπερρεαλιστικές εικόνες που συμφύρονται η μια με την άλλη με ασθματικό ρυθμό και αποδίδονται με έντονο λυρισμό, σε αντίθεση με το φαινομενικά ψυχρό ύφος των αποστίχων, συνιστούν μια απόπειρα να αντιπαλέψει ο ποιητικός λόγος τον Χρόνο να ακινητοποιήσει την αέναη ροή του: μια μαυροφορεμένη γριά μπροστά στα καντήλια, ένας βυθός γεμάτος κουφάρια από κήτη, ένα πυροφάνι άστρα, μια ανάμνηση από καλοκαιρινούς έρωτες, το συνεργείο που αραδιάζει καρέκλες στην μπροστινή αυλή, συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ποιητικών εικόνων που αιχμαλωτίζουν στην ακινησία τους τις στιγμές, καθώς τρέχουν και χάνονται.

Στο τρίτο επεισόδιο (απόστιχα 16-25) κυριαρχεί το θέμα του έρωτα ή καλύτερα της ανάμνησης ενός έρωτα που δεν υπάρχει πια αλλά ωστόσο διασώζεται μέσα στους στίχους: οι μέρες μακριά σου μοναχικά τοπία περιπάτων (19), σε φαντάζομαι μακρινή κι απρόσιτη…νεκρή φύση στην ανάπαυλα του Χρόνου (21), ένα κορμί όλο αγάπη άδειο από έρωτα (23), δύο μικρά πλαγιασμένα ζήτα/δύο ζωές με άνω τελείες (24). Η αποστροφή προς ένα απόν ερωτικό «εσύ» υπογραμμίζει την απώλεια αλλά εκεί που όλα μοιάζουν χαμένα στη «Σιωπή ΙΙΙ» φαίνεται ότι η μνήμη έχει διασώσει κάτι. Το βίωμα χάνεται ανεπιστρεπτί αλλά η ανάμνηση εγκιβωτισμένη στα αντικείμενα και τελικά σε στίχους διασώσει τα μέλη του κορμιού, τις σωματικές κινήσεις, τις εκφράσεις: από εσένα κράτησα τα χέρια σου/έφτιαξαν έναν καλούπι τα δικά μου και μέσα από το δέρμα μου αποτυπώθηκε η αφή τους/θυμάται το σώμα όταν κρατάω τα παρατημένα σου αντικείμενα.

Φωτογραφία: Krass Clement

Στο τέταρτο και πέμπτο «επεισόδιο» (απόστιχα 24-30, 31-35) δηλώνεται πλέον πιο ρητά η αίσθηση της απουσίας της συγκίνησης μέσα από εικόνες αντικειμένων που λειτουργούν ως φορείς πάλαι ποτέ εμπειριών και συναισθημάτων: μουσικά όργανα που εκτίθενται σε μουσεία, παλιά αυτοκίνητα, πόρτες παλιές που τρίζουν, σκάλες απόντων βημάτων. Η τεχνική του Ιωσήφ ανακαλεί τα «αντικειμενικά συσχετικά» του Τ.Σ. Έλιοτ, σύμφωνα με την οποία οι δυνατές εικόνες αντικαθιστούν τις φλύαρες περιγραφές και υποβάλλουν στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα. Ο Χ. Ιωσήφ υπονοεί περισσότερα παρά τα διατυπώνει γλωσσικά. Λέει την αλήθεια αλλά την λέει πλαγίως, όπως θα έλεγε και η Emilly Dickinson. Σε αυτά τα τελευταία επεισόδια πρωταγωνιστούν τα αντικειμενικά συσχετικά, τα πράγματα που αιχμαλωτίζουν τη μνήμη ενώ η τέταρτη «Σιωπή» τραγουδά για τη φθαρτότητα της νεότητας: οι πάλαι ποτε νέοι/ η αποσύνθεση της ονειροπόλησης.

Το «δράμα» του Ιωσήφ τελειώνει με μια ευθεία αποστροφή στον αναγνώστη: εδώ ομιλεί ο ποιητής ως εκ του προσώπου του αποκαλύπτοντας πλήρως τις προθέσεις του, επομένως κάθε άλλο παρά σιωπά, όπως προαναγγέλλει παραπλανητικά ο τίτλος της συλλογής του: είναι ένας καταγραφέας αναμνήσεων που αναλώνεται ολόκληρος στο έργο του, καθώς αντί για αίμα από τα δάχτυλά του στάζει μελάνι. Αυτή είναι η αποστολή του. Στο ποίημά του ενσωματώνει την ίδια του την ποιητική τον τρόπο δηλ. που αντιλαμβάνεται τον ρόλο και την κατασκευή της ποίησής του. Έτσι, με το αυτό-σχόλιο του εντός του ίδιου του ποιήματός του μετατρέπεται κι αυτός σε persona dramatis, αφού ζει τη ζωή του λες κι η ζωή ήταν άλλου, σε μια μίμηση πράξης σπουδαίας και τελείας, μιας πράξης που όσο υπάρχει ο χρόνος, η ποίηση ως φιλοσοφικότερη της ιστορίας θα μιμείται: την πράξη της σθεναρής αντιστάθμισης του Χρόνου μέσα από το βαλάντωμα της γλώσσας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: William Gedney.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη