Διαβάζουμε στην προμετωπίδα του πέμπτου βιβλίου του Κώστα Καβανόζη με τίτλο Τυχερό από τις Εκδόσεις Πατάκη, με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι «όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος υπήρξαν, όλα τα λόγια ειπώθηκαν και όλα τα γεγονότα συνέβησαν.» Δίκαια θα αναρωτηθεί λοιπόν κάποιος, πώς είναι δυνατόν ο συγγραφέας να κατατάσσει στον κανόνα του μυθιστορήματος ένα πεζογράφημα που αποτελείται από γεγονότα, αφηγήσεις και πρόσωπα πραγματικά. Ο ίδιος δεν αφήνει καμία ρωγμή ή ίχνος υπόνοιας ότι εισχώρησε κάποιο μυθοπλαστικό στοιχείο στο κειμενικό του έργο. Ίσως πάλι δεν πρέπει να απορούμε για το αντικείμενο της μυθιστορίας, όταν η ίδια η πραγματικότητα κατασκευάζεται, «επιχρωματίζεται», όπως η παλιά φωτογραφία με το ορατό τσαλάκωμα της φθοράς, που κοσμεί το εξώφυλλο και απεικονίζει την οικογένεια του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, Ευάγγελου Βολοβότση.
Ο συγγραφέας επέλεξε να γράψει με τα γλωσσικά πρωτόκολλα του ντοκουμέντου, του δημοσιογραφικού λόγου, της άμεσης μετάδοσης και μνείας των πολύπτυχων και πολυπρόσωπων πηγών του. Ύφος αμιγώς ρεαλιστικό, άμεση και ευθεία καταγραφή γεγονότων και περιστατικών από εφημερίδες, από άλλα βιβλία και αρχεία, από ηχογραφημένες συνομιλίες με τρίτους αφηγητές, συγγενείς ως επί το πλείστον του συγγραφέα. Ένας τρόπος γραφής που λειτουργεί εγγυητικά για τη σοβαρότητα και αλήθεια των εξιστορουμένων. Κάποιες προσωπικές εκτιμήσεις και περιγραφές φθάνουν σε εμάς υπό την εκδοχή ενός ρεπορτάζ, ή ενός πορίσματος κάποιας επιτροπής, ή τέλος ενδεδυμένες από τη συγκινησιακή φόρτιση ενός προφορικού και ηχογραφημένου αφηγητή. Ο συγγραφέας βγάζει τον εαυτό του έξω από το έργο. Δεν είναι ο αφηγητής που συναντάται στις κλασικές φόρμες των μυθιστορημάτων, αλλά ένας μαέστρος που διευθύνει συνθετικά το πολυπρισματικό υλικό των καταγεγραμμένων αφηγηματικών προτύπων.
Το υλικό του Καβανόζη είναι πλούσιο και ευρύ, κάτι που διαπιστώνεται άμεσα από τον αναγνώστη στην πρώτη επαφή με το βιβλίο. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ακολουθεί μία ιμπρεσσιονιστική μορφή διήγησης. Αποφεύγονται οι μεγάλες περιγραφές και οι συναισθηματικές εξάρσεις. Περιστέλλονται τα γνωστά λογοτεχνικά σχήματα που τονίζουν τον υποκειμενισμό. Ο χρόνος και η πραγματικότητα ως μέρος μίας σύνθετης ιστορίας επελαύνουν χωρίς χρωματικούς αφορισμούς και διαχύσεις. Ακόμη κι εκεί που τα γεγονότα είναι σκληρά, ο συγγραφέας απονευρώνει το θέμα. Αποστασιοποιείται, αφήνοντας τον γύρω κόσμο να διηγηθεί, ο καθένας από την πλευρά του, το γεγονός. Οι συγκινήσεις και οι αξιολογικές κρίσεις αποσιωπούνται χωρίς όμως να θάβονται. Ο αναγνώστης αφήνεται στην ελεύθερη ροή των γεγονότων να συναισθάνεται, να στοχάζεται και να εμπνέεται από την μεγάλη ιστορία που ξεκινά με το ξερίζωμα των αρβανιτόφωνων κατοίκων το έτος 1923 του Ιμπρίκ Τεπέ της Ανατολικής Θράκης και την εγκατάστασή τους στο Τύχιο του ν. Έβρου, που μετά την επίσκεψη του Βενιζέλου μετονομάστηκε σε Τυχερό.
Ο Ευάγγελος Βολοβότσης γεννήθηκε το 1912 στον Ίμβρασο Ανατολικής Θράκης. Στη Δυτική Θράκη βρέθηκε πρόσφυγας με τους γονείς και τα αδέρφια του. Είχε προηγηθεί η παράδοση της Ανατολικής Θράκης με την Συμφωνία της Ανακωχής των Μουδανιών στους Τούρκους και η εκκένωσή της από τους χριστιανικούς –ελληνόφωνους, αρβανιτόφωνους και τουρκόφωνους-πληθυσμούς. Τον βίο αυτού του συγγενή του συγγραφέα παρακολουθούμε στο βιβλίο. Από μαρτυρίες τρίτων προσώπων και από πλήθος ντοκουμέντων ο δάσκαλος Βαγγέλης Βολοβότσης γίνεται το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης που συνδέει την ατομική του ιστορία με τη συλλογική της πατρίδας. Ξεκινά σαν πρόσφυγας και καταλήγει πολιτικός εξόριστος, αφού εμπλέκεται στις μάχες του εμφυλίου από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού. Και στο τέλος μία επώδυνη τυχαιότητα, απορριπτική κάθε αιτιώδους αναγκαιότητας σφραγίζει έναν βίο που σε κάποιον εύλογα θα προκαλούσε την απορία αν αξίζει να γίνει αντικείμενο διήγησης.
Στις 23 Απριλίου του 1947 ο Βολοβότσης βγαίνει στο αντάρτικο, μάλλον χωρίς τη θέλησή του, καθώς «δεμένο τον πήρανε», ενώ στο μεταξύ έχει παντρευτεί την Ευανθία και έχει αποκτήσει ένα αγοράκι τον Γιώργο. Ήταν ήδη δάσκαλος, διορισμένος στην Εληά της Ορεστιάδας. Η σύζυγός του Ευανθία μαζί με τον μικρό επτάχρονο Γιώργο έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αλεξανδρούπολη.
Το πρώτο θανατηφόρο δυστύχημα στην ιστορία της Ολυμπιακής Αεροπορίας σημειώθηκε στην περιοχή Αυλώνα Αττικής στις 29 Οκτωβρίου 1959 στις πέντε και είκοσι πέντε το απόγευμα. Σκοτώθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες. Το αεροσκάφος τύπου Ντακότα, εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Συνεργάτης απεσταλμένος της εφημερίδας Απογευματινή, κάνει λόγο στο επιτόπιο ρεπορτάζ του για «την βαριά μυρωδιά της καμένης σάρκας, την οποία ένας δαιμονισμένος αέρας μετέφερε μακριά» ενώ ο απεσταλμένος της εφημερίδας Μακεδονία μετέδωσε ότι είναι αδύνατη η αναγνώριση και ο διαχωρισμός των σορών μετά την εύρεση τεμαχίων από καμένες σάρκες.
Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Βαγγέλης Βολοβότσης εγκαταστάθηκε για τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια στο χωριό «Μπελογιάννης» της Ουγγαρίας, το οποίο οικοδομήθηκε εξ’ αρχής από τους πολιτικούς εξόριστους της Ελλάδας τον Μάιο του 1950 με την αρχική ονομασία «Ελληνοχώρι». Εκεί διέπρεψε ως δάσκαλος και ως επιθεωρητής σε διάφορες περιοχές της Ουγγαρίας, μέχρι το 1981 οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη σύζυγό του και διέμενε ως τον θάνατό του στη Θεσσαλονίκη.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1959 και ενώ ήδη είχαν αρχίσει οι προσπάθειες συνένωσης των οικογενειών των πολιτικών εξορίστων που ζούσαν στις σοσιαλιστικές χώρες, η Ευανθία φτάνει στον Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Βουδαπέστης και σμίγει με τον άντρα της μετά από δώδεκα περίπου χρόνια. Έφτασε μόνη, χωρίς τον Γιώργο.
Είναι γνωστό πως η ιστορία καταγράφεται έχοντας ως κριτήριο τη σημαντικότητα. Χιλιάδες απλά περιστατικά του καθημερινού βίου μένουν απαλλαγμένα από το βάρος της συμμετοχής στο ιστορικό γίγνεσθαι. Διαπιστώνονται μόνο σε κάποιο ρεπορτάζ, πόρισμα ή αφηγηματική μαρτυρία. Τα μικρά και ασήμαντα είναι προορισμένα να χαθούν στο χωνευτήρι της λήθης. Εκτός αν στην έξοδό τους από τον μεγάλο ρου της επίσημης ιστορίας παρασυρθούν από το ρέμα της λογοτεχνίας. Απ’ αυτά τα ήσσονος σημασίας γεγονότα συντίθεται η ιστορία κάποιων προσώπων. Χάρη σε αυτά υπήρξαν ή χάθηκαν. Η λογοτεχνία και ιδίως το μυθιστόρημα μπορεί να δώσει μορφή και υπόσταση στο υπό αφανισμό γεγονός. Και να το διασώσει.
Ο Καβανόζης λοιπόν, διασώζει τον βίο ενός προσώπου και της οικογένειάς του. Το αέναο της πραγματικότητας την κάνει απρόβλεπτη. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας σαν δεύτερη προμετωπίδα χρησιμοποιεί τον αφορισμό του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν ότι «ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν». Από αυτό το χάος των συμβάντων ξεχωρίζει τους αρμούς για να επανασυνθέσει και να αποδώσει στον χρόνο πλέον την αξία της ύπαρξης. Ακόμη και όταν αυτή καταλήγει μία άμορφη μάζα εξαιτίας μιας αχώνευτης τύχης. Το Τυχερό δεν είναι μόνο η ιστορία ενός τόπου δίπλα στον ποταμό Έβρο, που θεωρήθηκε προνομιακός από τους πρώτους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί. Είναι ταυτόχρονα και μία υπενθύμιση ότι μοιάζουμε υποταγμένοι στους αφόρητους κλυδωνισμούς της τυχαιότητας.
Ίσως η τέχνη να είναι ικανή να προσφέρει μια μορφή αντίστασης στη ρευστή και ανελέητη πραγματικότητα. Όπως στην περίπτωση της επιχρωματισμένης οικογενειακής φωτογραφίας του εξωφύλλου, που καλλώπισε και συνέθεσε ο Ούγγρος φωτογράφος, τον οποίο επιστράτευσε το ζεύγος Βολοβότση, για να απαθανατίσει τη μορφή της ανυπόστατης, με τη συγκεκριμένη τότε σύνθεση, οικογένειας.
[Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αλεξανδρούπολης, στις 26.1.2018. Φωτογραφία: Raymond Depardon.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.