frear

Για το βιβλίο της Μαριάννας Κουμαριανού «Τόπος στη Γαλήνη» – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Μαριάννα Κουμαριανού, Τόπος στη Γαλήνη, Θράκα 2017.

«Όταν οι θεοί δεν καταφέρνουν να υποστηρίξουν την ύπαρξή τους πρέπει ο κόσμος να υπάρχει για να πιστεύουμε σε κάτι». Με αυτή τη φράση σαν μότο, η Μαριάννα Κουμαριανού μπαίνει στα πεδία της αμφισβήτησης της ύπαρξης του θεού, σαν από την αντίθετη διαδρομή του Ντεκάρτ. Ο κόσμος όμως, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν οι θεοί, υπάρχει. Και ενώ για τον Ντεκαρτ είναι αρκετή απόδειξη το ότι σκέφτεται, έστω και εκβιάζοντας τον συλλογισμό του για να καταλήξει στο ποθούμενο, για την Κουμαριανού, στο βιβλίο της Τόπος στη Γαλήνη, εκβιάζεται η πίστη της για να υπάρχει ο κόσμος. Της χρειάζεται ο κόσμος. Ποιος όμως είναι αυτός ο κόσμος και πώς εμφανίζεται στο βιβλίο της; Περί τίνος πρόκειται; Τι είδους βιβλίο είναι;

Ο ανειδοποίητος αναγνώστης θα νομίσει πως μπήκε σε ένα σπίτι από την είσοδο της υπηρεσίας ή μπήκε στο εργαστήρι της ποιήτριας και την έπιασε την ώρα που διευθετεί τα εργαλεία της. Και τι είδους είναι αυτά τα εργαλεία; Χαρτιά, σημειώσεις, βιβλία, μνήμες· κι ακόμα, συναισθήματα, απογοητεύσεις, εμμονές; Σημειώσεις για θεατρική παράσταση; Ποίημα με σημειώσεις; Ποιήματα που δεν ολοκληρώθηκαν; Καταγραφή σκέψεων σε ώρα στοχασμού, απελπισίας, μήπως; Απεγνωσμένη προσπάθεια να μιλήσει για να μην εκραγεί; Όνειρο που προσπαθεί να το μεταφράσει σε λέξεις; Ένα κάτι ρευστό που δεν μπορεί να τιθασεύσει; Ένας χείμαρρος που υπερχειλίζει στις όχθες του; Ό,τι και να είναι, η μικρή αυτή συλλογή κειμένων, απροσδιορίστου χαρακτήρα, έχει μεγάλη απόσταση από ό,τι δεν είναι και είναι πολλά μαζί. Υπάρχουν ή όχι θεοί, ο Τόπος στη Γαλήνη υπάρχει και είναι εδώ. Εδώ, στην καρδιά, στο μυαλό, στην ουτοπία, τον πιο καλό τόπο γιατί είναι φτιαγμένος στα μέτρα εκείνου που τον κατοικεί.

Η συλλογή είναι μικρή, λεπτή, σεμνή, διστακτική. Σαν «δειλή τριανταφυλιά», θα έλεγε ο Ελύτης, για να της αποδώσει τη σεμνότητα και την ζωντάνια αλλά και την ομορφιά και τη δροσιά της, κάτι που φαίνεται πάρα πολύ καλά στην άλλη έκφραση της ποιήτριας· στα παιδικά της βιβλία.

Εδώ όμως, θέλει άλλα να πει. Πράγματα που στριφογυρίζουν στο μυαλό της, που προσπαθεί να τα περιγράψει αλλά αυτά της ξεφεύγουν. Ωστόσο, μοιάζει να λέει είμαι κι εγώ εδώ. Πού εδώ; «Et in Arcadia ego». Κι εγώ στην Αρκαδία. Τόσο βαρύ το μήνυμά της; Όχι, αλλά, ό,τι γράφεται, μένει· και αν όχι στην Μεγάλη εκείνη μυθική Αρκαδία, μένει στη μικρή, σ’ εκείνη που κάθε ταπεινά φιλόδοξος προσβλέπει. Στο ράφι του βιβλιοπωλείου ή στο ράφι της βιβλιοθήκης του ή της βιβλιοθήκης των φίλων του.

Η ιστορία η σχετική με την «Αρκαδία» είναι πολύ μεγάλη και μυστηριώδης. Και υπάρχει κι ένας μνημειώδης πίνακας του Νικολά Πουσέν που δείχνει έναν τάφο και έχει μια επιγραφή, αυτήν που είπαμε: «Et in Arcadia ego». Δηλαδή τι; Ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία, ή ακόμα και στην Αρκαδία να ήσουν, θυμήσου. Υπάρχει και ο θάνατος. Η Αρκαδία είναι ένα memento mori, μια υπόμνηση θανάτου: Θυμήσου ότι είσαι θνητός. Και αφού από την αρχή αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού αλλά όχι και του κόσμου, ο κόσμος της είναι η γραφή, αυτή είναι η Αρκαδία της και η γραφή είναι ο θεός της.

Ειδοποιώ τον αναγνώστη πως ό,τι ξέρει από ποίηση δεν θα το βρει εδώ. Η γλώσσα πρωτίστως έχει παραβιάσει όλους τους κανόνες της νοηματικής αλληλουχίας και η σύνταξη ελευθερώθηκε από τα δεσμά του ορθολογισμού που υπακούει σε γραμματοσυνταγματικούς κανόνες. Δεν περιμένουμε ένα κείμενο, όπως είθισται να είναι τα ποιήματα. Δεν θα βρούμε εύκολα ή δεν θα βρούμε καθόλου τι θέλει να πει η ποιήτρια, τι την βασανίζει ή της δίνει ικανοποίηση. Μάταιες ελπίδες τέτοιες δεν μπορούμε να καταδεχτούμε. Σφίγγα, Πυθία, στρείδι κλειστό, κρατάει κρυφό το ποιητικό της μυστικό.

Στο ποίημα «Σπουδή», δειλά, διστακτικά, σεμνά, διακριτικά, προσπαθεί να συνθέσει ένα σονέτο που το στήνει και το ξεστήνει. Ένα μάλλον πένθιμο, όπως υποδηλώνει ο στίχος «σε πλάγιο του δευτέρου» που παραπέμπει σε πένθιμη εκκλησιαστική μουσική:

«Όταν ξεκίνησα να ζω αποδέχτηκα / ότι οι απολαύσεις αναδίδουν δυσωδία /
ενώ ήδη έπρεπε να με ξεπλύνω/ από τα συσσωρευμένα πταίσματα προγόνων

υπήρξαν οστά κρανία/ για να επιβεβαιώνουν την επιτυχή κατάληξη /
και ρασοφόροι που κερνούσαν γλυκό/ κόκκινο κρασί με χρυσά κουτάλια»

Αυτό είναι το διαγραμμένο μέρος του ποιήματος. Κι εδώ οι λέξεις-φράσεις, όπως «δυσωδία», να «ξεπλυθεί», «πταίσματα προγόνων», «οστά κρανία», αποτελούν την «επιτυχή κατάληξη» εκείνων που έπρεπε να τιμωρηθούν. Η Φράση «ρασοφόροι κερνούσαν κόκκινο κρασί» υποβιβάζει το μυστήριο της θείας κοινωνίας σε αστική εκδήλωση- κέρασμα- και τους λειτουργούς της εκκλησίας σε αστούς σε διασκέδαση. Τα «χρυσά κουτάλια» γίνονται το δελεαστικό μέσο της απάτης. Χάνεται, πλέον, το μετουσιωμένο αίμα του Χριστού. Η Θεία Κοινωνία, χωρίς τον συμβολισμό της υποδηλώνει το φορτίο της πίκρας.

Απομένουν τα δύο τρίστιχα από το δεκατετρασύλλαβο. Στο ένα διαβάζουμε:

«Αγνοώντας το παρελθόν και τη μνήμη / έμεινα πιστή/ εγκλωβισμένη στον παράδεισό τους». Η παραπλάνηση μας θυμίζει μια άλλη παραπλανημένη, τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη, που λέει πως το προπατορικό αμάρτημα ήταν εφεύρημα «των Δυτικών… Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε». Όλα μια απάτη, λοιπόν. Οπότε και η ποιήτρια εξεγείρεται: «Τα παραχωρώ ως / ένδειξη – εξακολουθητικής έλλειψης- ταπείνωσης». Κάτι από τον Καζαντζάκη αναδύεται εδώ: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Δηλαδή: Δεν ελπίζω σε μετά θάνατον ζωή, δεν φοβάμαι καμιά κόλαση, είμαι ελεύθερος από οποιαδήποτε θρησκευτική υποχρέωση ή μεταφυσική τιμωρία. Με τρία ρήματα γκρέμισε τον κόσμο που η Εκκλησία έκανε λυσσαλέο αγώνα για να τον στήσει. Κι επειδή η ύπαρξη του Θεού και της Κόλασης, όπως μας τον παραδίδει η θρησκεία, είναι θέμα πίστης, όχι γνώσης και όχι γνώμης, ούτε γνωρίζω ούτε νομίζω, πιστεύω μόνο ή δεν πιστεύω. Κι ο άπιστος δεν κινδυνεύει από τίποτα. Και ο Ρεμπώ είχε πει ότι η κόλαση είναι ανίσχυρη μπροστά στον ειδωλολάτρη. Ομοίως και η Κουμαριανού.

Στο ποίημα «Πράξεις» θα πράξει σε τέσσερις φάσεις, σε τέσσερα βήματα. Η ένωση, η γέννηση, η μήτρα, η μετάβαση και θα αντιμετωπίσει πράγματα φυσικά και ευτυχή, ψυχρά, στεγνά και τηλεγραφικά, σαν να ακυρώνει τα πάντα. Στο ποίημα «Εγκατέλειψα» θα παίξει θέατρο για να δείξει την απογοήτευση. Η παρένθεση, «(Στην Πέμπτη Οικουμενική τα σημεία για τις ζωές / σβήστηκαν – τεχνηέντως – ως αναληθή»), υποδηλώνει μια μεγάλη διάψευση. Στην «Αυτοεκπλήρωση» υποφώσκει η ελπίδα ότι «μπορεί να επιτευχθεί καθαρότητα». «Η Επιτυχής απώλεια» μοιάζει με χρησμό. Στην «Αίθουσα», ξαναστήνει θεατρικό σκηνικό, στο «Σβήνω το φως» ανασαίνουμε για λίγο «αφού μπορώ να δω ξανά/ τη σκηνή με τα κοτσύφια/ και να με συγχωρέσω». Στη «Δοκιμή» ξεπροβάλλουν οδυνηρά συναισθήματα. Απελπισία: «να με σκοτώσω», «Θλίψη και απάθεια» αλλά και «τα φάρμακα» της τέχνης, «που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή», καθώς λέει ο Καβάφης. Εδώ η ποιήτρια, σαν να πήρε το αναισθητικό της/ το ηρεμιστικό της, προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση. Η παρένθεση που ακολουθεί «(θα διαβάσω πλάι στη θάλασσα για να βρω τον εαυτό μου)» μου θυμίζει και πάλι τον Σεφέρη, όταν λέει ότι η θάλασσα ξεπλένει τις αμαρτίες μας. Στο «Εν γράμμα» υπάρχει δια της απουσίας, σαν μαύρη τρύπα, στο διάστημα. Στο «Αδειάζω το δωμάτιο», έπιπλα- αντικείμενα: ενθύμια: χαμένα: Η κάθε λέξη έχει δίπλα της διπλή τελεία, σαν το ένα να γίνεται διευκρίνιση του επόμενου, οπότε δημιουργείται μια αλυσίδα απωλειών. Από το ένα στο άλλο, τα αντικείμενα –ενθύμια, φτάνουν στο δαχτυλίδι της γιαγιάς με τη γαλάζια πέτρα. Το γούρι; Προς το τέλος, στο χώρο (σαν χώρο της ψυχής), τα πράγματα έχουν χάσει τη βαρύτητά τους τρέπονται σε πλεύση, αιωρούνται, εμψυχωμένα και ζωντανά, όλα στο υπόγειο. Τα σκυλιά δεμένα στο υπόγειο λέει ο Νίτσε, εδώ όμως δεν είναι δεμένα, είναι λυτά και τρομαγμένα.

Γενικά ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα τραύμα. Οπότε και το κείμενο, με το δικό του τραύμα, διασπασμένο, αποδομημένο, μας δείχνει το από μέσα του, τις ραφές και τα ξέφτια του. Το υποκείμενο ρευστό κι αυτό, απροσδιόριστο, και τίποτα σταθερό για να ακουμπήσει, να σταθεί, να κρατηθεί.

Ο Πολ Βαλερύ λέει: Η ασυναρτησία μιας ομιλίας ανήκει σ’ αυτόν που ακούει, που διαβάζει. Με άλλα λόγια εμείς, οι αναγνώστες δεν ξέρουμε, η ποιήτρια όμως ξέρει.

Όταν κάποτε ρώτησαν τον Σεφέρη: Κι ο αναγνώστης τι πρέπει να κάνει; Εκείνος απάντησε: Ε! κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός. Αυτό το «κάτι» όμως απαιτεί μεγάλο διασκελισμό και αν ο ποιητής δεν δώσει κλειδιά, ο αναγνώστης δεν θα ανοίξει το κείμενο. Και η Κουμαριανού προσπαθεί να μη μας δώσει, αλλά από μικρές χαραμάδες της εφτασφράγιστης ψυχής της μας αφήνει να καταλάβουμε ότι αυτή η ψυχή έχει αισθήματα πόνου, ο νους έχει αμφιβολίες, η καρδιά που δεν πείθεται σε ό,τι της λένε, παραμένει ραγισμένη. Ωστόσο, όσο και να κρύβεται, σαν λεπτός ατμός αναδύεται από μέσα της ένας κόσμος πλούσιος και δημιουργικός. Και ας μην καταδέχεται να μιλήσει ανοιχτά, να ξεθυμάνει, να κλάψει, να ουρλιάξει. Δεν καταδέχεται το μελό. Πετάει στίχους σαν πυθικούς χρησμούς, σπαράγματα συναισθημάτων, σαν λέξεις μισές σε σπασμένη επιγραφή, σαν αδιάβαστη αρχαία γραφή. Πιστεύω ότι γη μορφή είναι μέρος της ερμηνείας. Η άλλη η εξομολογητική δεν θα εξέφραζε το δικό της απερίφραστο, απροσέγγιστο, άρρητο, άδυτο.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Janos M. Schmidt.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη