Κάθε Ιούλιο η ίδια ιστορία. Μεταμεσονύχτιες ασκήσεις, που δεν άφηναν τη γειτονιά να κοιμηθεί. Οι νεοσύλλεκτοι φαντάροι ακούγονταν πάντα γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Όλο τον Ιούλιο φώναζαν δυνατά: «Πρώτος λόχος, ΑΕΤΟΙ!» Καμιά δεκαριά φορές, μέχρι το επόμενο σύνθημα. Ένας δρόμος χώριζε το σπίτι μας από το στρατόπεδο και τους ακούγαμε ολοκάθαρα. Τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού καθόμασταν πάντα κάτω απ’ την κληματαριά, γιατί είχαμε τη ψευδαίσθηση ότι εκεί είχε δροσιά. Μάταια. Η υγρασία κολλούσε πάνω στο πετσί μας όλο το εικοσιτετράωρο. Ο καύσωνας και η υγρασία γιγαντώνονταν στο κεφάλι μου κάθε φορά που άκουγα τις ασκήσεις των φαντάρων. Ένιωθα ότι το χακί που φορούσαν έλιωνε αργά και βασανιστικά στο δέρμα τους, όπως βασανιστικά ένιωθα την μάνα μου να λιώνει μέσα της κάθε Ιούλιο και Αύγουστο μετά το 74΄, μετά τους αγνοούμενους και τους εγκλωβισμένους.
—Πάμε μέσα, μου φώναζε κάθε φορά που ξεκινούσαν οι ασκήσεις των φαντάρων. Είναι αργά παιδί μου, πάμε για ύπνο.
—Μα! Είναι καλοκαίρι ρε μάνα, δεν έχουμε σχολείο, φώναζα με αντίδραση και εκνευρισμό. Και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε με τις αγριοφωνάρες των στρατιωτών. Δεν με πιάνει ο ύπνος. Όταν τελειώσουν «αυτοί» θα πάω για ύπνο.
— «Αυτοί» είναι οι στρατιώτες μας, μου έλεγε έντονα η μάνα μου κοιτώντας με αυστηρά στα μάτια. «Αυτοί» θα πολεμήσουν πάλι, όταν στο νησί υπάρξουν αναταραχές με τους Τούρκους. «Αυτοί» πολέμησαν και σκοτώθηκαν τότε. «Αυτοί» είναι ο αδελφός σου, ο γείτονάς σου, ο πατέρας σου, ο θείος σου.
—Μα ο θείος είναι αγνοούμενος, της είπα ένα βράδυ τον δωδέκατο Ιούλιο της ζωής μου.
Ήταν τότε που είδα την μάνα μου για πρώτη φορά να βάζει τις παλάμες στο πρόσωπό της και να κλαίει γοερά χωρίς λυγμούς. Αθόρυβα. Έβλεπα μόνο τα βρεγμένα της δάχτυλα. Αυτή η γυναίκα που στα μάτια μου ήταν το πιο δυνατό πλάσμα στον κόσμο, λύγισε μπροστά μου για πρώτη φορά. Κι εγώ καιγόμουνα από ντροπή για την επιμονή και την αυθάδειά μου. Κι ο ιδρώτας κυλούσε κι αυτός από το κεφάλι μέχρι τα ακροδάχτυλα των χεριών μου. Με αυθάδεια. Άνοιξα την αρμαρόλα* της γιαγιάς- κειμήλιο πολέμου κι αυτό, πήρα ένα μαντηλάκι κεντητό και πλησίασα την μάνα μου αμήχανα αγγίζοντάς την απαλά με το μαντήλι στα χέρια.
—Μην κλαις. Σκουπίσου μ’ αυτό, της είπα χαμηλόφωνα. Θα έρθουν καλύτερα και δροσερότερα καλοκαίρια, θα δεις. Και δεν θ’ ακούμε τους ΑΕΤΟΥΣ και δεν θα έχει υγρασία στο πετσί μας και θα καθόμαστε στην ακροθαλασσιά του χωριού μας και θα πηγαίνουμε πυροφάνι, όπως μου έλεγε ο πατέρας ότι κάνατε τα ζεστά καλοκαίρια πριν τον πόλεμο.
…
Πέρασα από το πατρικό μου προχτές αργά το βράδυ και τους είδα και τους δύο κάτω από την κληματαριά να ψιλοκοιμούνται. Κάθησα αθόρυβα να μην τους ξυπνήσω. «Πρώτος λόχος, ΑΕΤΟΙ» ακούστηκε ξαφνικά και η μάνα μου ανασκουμπώθηκε.
—Ήρθες κόρη μου! Δεν κουνιέται φύλλο απόψε. Λιώσαμε σήμερα απ’ τον καύσωνα. Ξεκίνησαν οι ασκήσεις πάλι. Τους άκουσες;
Τους ακούω μάνα. Σαράντα χρόνια τώρα. Και καίγομαι.
*αρμαρόλα: ντουλάπα
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.