frear

Face to face με τη φωτιά – της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά

Ιούλης μήνας. Αρχές δεκαετίας του ’80. Σε μια ηπειρωτική πόλη της Β. Ελλάδας, επίπεδη πόλη, κάμπος πόλη, καμίνι πόλη το θέρος. Κι άμα έχεις μεγαλώσει πλατσουρίζοντας σ’ ακρογιάλια κι άμα άνοιγες επί 25 συναπτά έτη την αυλόπορτά σου κι έβλεπες τα καμώματα της πλανεύτρας, άκουγες άγκυρες να αράζουν ή να σαλπάρουν «για λιμάνια ξένα», ίσως τότε τα λικνιζόμενα σιταροχώραφα για θάλασσες να τα περνούσες. Κατακαλόκαιρο, 40⁰ η θερμοκρασία, τα σχολειά κλειστά. Τα παιδιά μας, τα μπογαλάκια μας και βουρ για τα πάτρια θαλασσινά τοπία κι ας απορούσε η θεια-Κατίνα μέσα από το δικό της κλειστό κόσμο για την υπερβολή των ταξιδιωτικών μας μετακινήσεων άπαξ του έτους.

—Πάλι στη μάνα σου θε να πάτε; Πέρσι πήγατε.

— Μα τους πεθύμησα τους γονείς μου, το πατρικό, τον τόπο που μεγάλωσα και τη θάλασσα, θεία! Κι εκείνοι τα εγγονάκια τους…

—Εμείς δεν είχαμε ψυχή; Σαν ήρταμε από την πατρίδα, δεν ξεμυτίσαμε από την αυλή ούτε ως την πλατεία.

Γυναίκα κάποτε ψηλή, κυρτωμένη τώρα, κάποτε με άντρα και παιδί, χαροκαμένη τώρα, άνθρωπος που δε βγήκε από την αυλή από το 1922, όταν ήρθαν πρόσφυγες από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης. Αμ, γι’ αυτό, θεία, τη νταμάρωσες τη χωμάτινη αυλή, τσιμέντο την έκανες κατάβρεχε-σκούπιζε. Μας κέρασε ωστόσο λουκουμάκι με κρύο νερό σαν πήγαμε να τη χαιρετίσουμε και χαμογέλασε συγκαταβατικά.

Οι θάλασσες των παιδικών σου χρόνων άλλη αίσθηση, πέτρα πέτρα τις γνωρίζεις. Και τα μεσημεριανά στην αυλή του πατρικού κάτω από περικοκλάδες, αγιοκλήματα και κληματαριές μαγεία. Κι εκείνα τα ψητά στο μαγκάλι ολόφρεσκα σαφρίδια με βλίτα ζεστά σαλάτα όνειρο. Κι ας ήταν καύσωνας κι ας πύρωναν τα μάρμαρα της αυλής, δυο βήματα η θάλασσα για βουτιές, πρωί, απόγευμα. Έτσι άρχισαν οι διακοπές μας εκείνο το καλοκαίρι. Αλίμονο, όμως. Πάνω στη βδομάδα ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά, μια από τις πολλές που κατάπιναν πευκώνες, που έκαναν κρανίου τόπο τις καταπράσινες πλαγιές μας κάθε καλοκαίρι. Ναι, αλλά τι πυρκαγιά! Στην περιφραγμένη και περιφρουρημένη έκταση της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων! Αποθηκευμένα εκρηκτικά σε υπόγειες αποθήκες παντού και η φωτιά επίγεια να μαίνεται με το βοριά, που πέτρες σήκωνε. Πύρινη κορόνα στεφάνωνε πια τα τελευταία σπίτια του λοφίσκου προς τα δυτικά της πόλης. Face to face από τα μπαλκόνια μας. Πανικός. Ο πάτερ φαμίλιας μας είχε φέρει κι επέστρεψε στην εργασία του, που σήμαινε δε διαθέταμε μεταφορικό μέσο για απομάκρυνση προς Αθήνα μεριά. Η μάνα συμβούλεψε.

—Πάρτε τα παιδιά και κατεβείτε στο λιμάνι, να είστε δίπλα στο νερό. Εμένα αφήστε με εδώ.

Σκέψεις κρυφές και φανερές, αγωνία, στρατηγικά σχέδια σωτηρίας έπεφταν στο τραπέζι, ανατρέπονταν και ναυαγούσαν το ένα μετά το άλλο. Προτάσεις της μάνας, προτάσεις του πατέρα από το τηλέφωνο κι εμείς εκεί ποτισμένοι καπνιά, χωρίς δραστικά μέτρα, ώσπου έφτασε αργά το βράδυ η ενημέρωση. «Ο κίνδυνος πέρασε προς το παρόν»! Καληνύχτα!


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: