frear

Μαύρη μέρα – της Φωτεινής Βασιλοπούλου

Τις δυο τελευταίες μέρες η ελάχιστη χλόη ξεροφρυγάνιαζε στον καυτό λίβα, ενώ τα λουλούδια με τους κυρτωμένους λαιμούς τους έμοιαζαν κεριά που έσταζαν το μέλι τους στη γη σε μιαν έσχατη, αλλά μάταιη ικεσία για λίγη δροσιά.

Στη σκιά μιας ασημένιας ελιάς, προσπαθώντας να αποφύγω τον εκτυφλωτικό ήλιο που τσουρούφλιζε κάθε τι ζωντανό, παρατηρούσα τα διαγράμματα των δέντρων να διαλύονται στη λάβρα του καύσωνα, τα σύννεφα να εξατμίζονται, τα πυρακτωμένα αγκάθια και τις πικραλίδες να τινάζουν στον αέρα τους φτερωτούς σπόρους τους, όταν ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Για την ακρίβεια, όλα άσπρισαν. Χάθηκε μεμιάς το γαλάζιο τ’ ουρανού, το πράσινο των δέντρων, το κίτρινο του ξεραμένου χόρτου και στη θέση τους υψώθηκαν άσπρα τείχη που με παγίδευσαν από παντού σαν ένα κάστρο από αλάτι.

Άρχισα να περπατώ προς τα μπρος, αλλά στα τριάντα βήματα χτύπησα σ’ έναν άσπρο τοίχο και σωριάστηκα κατάχαμα. Ζαλισμένη γύρισα στην αντίθετη κατεύθυνση για να ξαναπέσω σε νέο τοίχο. Άσπρος κι αυτός. Όπου κι αν πήγαινα, χτυπούσα κάπου κι έξοδος δεν υπήρχε πουθενά.

Μετά προσπάθησα ν’ ανέβω προς τα πάνω, αλλά ούτε εκεί μπόρεσα να βρω αρχή ή τέλος στην κόλασή μου. Μόνο μέση. Κάθισα, λοιπόν, στη μέση και περίμενα το τέλος. Το δικό μου.

Όσο περνούσε η ώρα, το οξυγόνο και οι ελπίδες μου να επιζήσω ολοένα και λιγόστευαν. Μόνο ο πανικός μου γιγαντωνόταν. Μα πώς δεν τον είχα δει τόσην ώρα; Πότε κι από πού μπήκε άραγε; Κάπου υπήρχε τρύπα, επομένως, κι έπρεπε να την ανακαλύψω σύντομα. Όταν σηκώθηκα, όλα τα πόδια μου ήταν βαριά και με δυσκολία προχωρούσα, καθώς είχα αρχίσει να ζαλίζομαι κι έβλεπα να περνούν από μπρος μου όλες οι αποχρώσεις του άσπρου. Να ‘ταν η πείνα, ο πανικός, η ασφυξία;

Μάλλον πέθαινα.

Έκλεισα τα μάτια, γιατί δεν άντεχα άλλη ασπρίλα κι άρχισα να προσεύχομαι για μια … μαύρη μέρα. Κι εκεί που ήμουν βυθισμένη στην άσπρη κατάθλιψη και νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει, εντελώς ξαφνικά μπήκε μέσα καθαρός αέρας, που τον ρούφηξα απ’ όλους τους πόρους μου, και τα πάντα άρχισαν να ξαναπαίρνουν το αρχικό τους χρώμα.

Πρώτα είδα το μπλε παντελόνι, μετά την πράσινη μπλούζα και τελευταία τα κόκκινα νύχια της να σφίγγουν και να βάζουν στο κεφάλι της το παραλίγο φονικό εργαλείο, το άσπρο της καπέλο. Αυτό που τόση ώρα ήταν το αλατένιο κάστρο μου, η άσπρη φυλακή μου. Άσπρη; σκέφτηκα, κι ένα ολόσωμο ρίγος με διαπέρασε και ξανάκλεισα έντρομη τα μάτια μου, αφού δεν μπορούσα να αντικρίσω πια τίποτα άσπρο.

Τέρμα οι επιδρομές στις ανθισμένες μυγδαλιές, στις μαργαρίτες και στα κρινάκια. Ποτέ ξανά χαμομήλι, γιασεμί κι αγιόκλημα για πρωινό, ορκίστηκα, κι έπεσα με τα μούτρα στον πρώτο κατακόκκινο ιβίσκο που βρέθηκε μπροστά μου χώνοντας βαθιά μέσα του την προβοσκίδα μου μπας και ρουφήξω καμιά σταγόνα απ’ το εξατμιζόμενο νέκταρ του πριν πέσω λιπόθυμη απ’ την πείνα.

Δυο ολόκληρες μέρες δεν είχα βάλει γουλιά στο στόμα μου. Και με τέτοιον καύσωνα!


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη