frear

Για το καλοκαίρι – του Θανάση Δ. Σταμούλη

Με τη Μαρία ανακαλύψαμε μία έρημη παραλία στις αρχές του Ιούνη. Μας άρεσε η απομόνωση, ήταν η εποχή τέτοια που αναζητούσαμε λίγη μοναξιά. Έτσι παίρναμε κάθε πρωί το Ζάσταβα και πηγαίναμε μέχρι εκεί. Η άμμος ήταν μαλακή, οι ρόδες πατούσαν επάνω της και βούλιαζαν, λες και η παραλία ήθελε να καταπιεί τα λάστιχα και το μέταλλο. Ή εμάς. Αλλά αυτό δεν μας πείραζε, ίσως το είχαμε ανάγκη.

Κάθε μέρα η παραλία είχε το ίδιο πρόσωπο με την προηγούμενη. Κάθε μέρα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τα δικά μας αποτυπώματα, λες και αυτό το μέρος μας ανήκε ή είχε φτιαχτεί για εμάς. Τόσο πολύ πίστεψα σε αυτήν την ιδέα που σταδιακά συνήθισα στην εικόνα των νεκρών ψαριών και των πουλιών που τα τσιμπολογούσαν με τα ράμφη τους. Τόσο πολύ είχα οικειοποιηθεί αυτήν την εικόνα που μερικές ημέρες αργότερα άρχισα να χαϊδεύω τα ψόφια ψάρια· δεν ήθελα να τα ξυπνήσει η παρουσία μας. Στη Μαρία δεν άρεσε αυτή η συμπεριφορά. «Μην τα αγγίζεις, είναι νεκρά», έλεγε. Πώς μπορεί και προσδίδει στα ψάρια μία τόση ασήμαντη ιδιότητα, σκεφτόμουν. Όμως δεν μιλούσα. Φοβόμουν πως θα πει: «Μη με αγγίζεις άλλο, είσαι και εσύ νεκρός».

Υπήρχαν πρωινά που τα πουλιά δεν μας πρόσεχαν ή που ο αέρας τα έριχνε κατά πάνω μας. Μου άρεσε να νομίζω ότι ο άνεμος είναι δικός μου σύμμαχος. Όμως, όταν άπλωνα τα χέρια προς το μέρος τους, εκείνα πετούσαν μακριά, σαν να ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους. Δεν παραδεχόμουν ότι έφευγαν μακριά από εμένα, θα ήταν σαν να παραδεχόμουν πως τίποτα σε εκείνο το μέρος δεν ήταν δικό μου· υποστήριζα πως τα τρόμαζε το Ζάσταβα, σαν να πίστευαν πως, όταν φεύγαμε, θα τα βάζαμε στο αμάξι και θα τα παίρναμε μαζί μας. Η Μαρία, κάθε φορά που έβλεπε τα πουλιά να μας ζυγώνουν, έσφιγγε με τις παλάμες τα αυτιά της. Δεν ήθελε να ακούει το φτερούγισμα και τη φωνή τους. Της προκαλούσαν απέχθεια. «Παράτα τα πουλιά», έλεγε, «μην προσπαθείς να τα κλέψεις». Δεν θύμωνα, την κατανοούσα. Έλεγα πως όταν δείχνεις κατανόηση δεν μπορείς να αισθανθείς απέχθεια. Έλεγα πως αν έβλεπε την κατανόησή μου, θα νοιαζόταν για τα πουλιά. Και για την πείσω να τα προσέξει, έκανα πως δεν την άκουγα. Μάζευα όλα τα ψόφια ψάρια, τα έκανα έναν ψηλό σωρό και τα άφηνα μπροστά μας. Αλλά η Μαρία ούτε κατανοούσε, ούτε παρατηρούσε. Ξάπλωνε στην άμμο και έκλεινε τα μάτια, λες και αν κοιτούσε τα πουλιά, εκείνα θα έχαναν τον προσανατολισμό τους και θα έπεφταν επάνω της· «Τα πουλιά», είπα ένα μεσημέρι, «δεν πρέπει να τα φοβάσαι. Ούτε τα ψάρια. Τον εαυτό σου πρέπει να φοβάσαι. Όπως εγώ φοβάμαι τον δικό μου. Αυτός είναι το μέτρο μας. Τα πουλιά και τα ψάρια δεν έχουν για μέτρο εμάς, αλλά τη θάλασσα», είπα. Η Μαρία άκουσε τη φωνή μου και σήκωσε το κεφάλι της. Και για να με δει, σκέπασε τα μάτια με τα χέρια της. «Ποιοι είμαστε τελικά», ρώτησε. «Γιατί ερχόμαστε κάθε μέρα εδώ; Δεν είμαστε ούτε πουλιά, ούτε ψάρια. Για αυτά, αυτή η παραλία είναι το σπίτι τους. Για εμάς δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από ένα απομονωμένο μέρος. Εμείς ούτε να πετάξουμε μπορούμε, ούτε να δούμε τον βυθό. Για αυτό η επιφάνεια της θάλασσας μοιάζει με άγονη γη. Και εκεί που στεγνώνει, θυμίζει νεκροταφείο». Δεν είχα κάποιο ψέμα να πω, υπήρχαν μόνο αλήθειες για να αντικρούει η μία την άλλη. Όταν απάντησα: «Ερχόμαστε επειδή εδώ μαθαίνουμε ο ένας τον άλλον», ένιωσα να πνίγομαι, επειδή ήξερα και την αλήθεια που αντέκρουε τα λόγια μου: Ξέρουμε τόσο λίγο ο ένας τον άλλον που είναι ανυπόφορο. Αυτό όμως δεν μπορούσα να το πω. Θα ήταν σαν να έλεγα: «Για σένα, είμαι ό, τι τα πουλιά για τα ψάρια».

Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στην παραλία μαζί με το Ζάσταβα. Ο ουρανός είχε κίτρινο χρώμα και η θάλασσα ήταν καφετιά. Αυτή τη φορά δεν ήμασταν μόνοι. Δύο νεαρά αγόρια πατούσαν τα ίχνη μας και στα χέρια κρατούσαν φτυάρια και μαύρες σακούλες. Και με τα φτυάρια μάζευαν την άμμο και στις σακούλες έριχναν τα ψόφια ψάρια. Βγήκαμε από το αμάξι, περάσαμε δίπλα τους και καθίσαμε στην παραλία. Η Μαρία κοίταξε προς το μέρος τους. «Αύριο», είπε, «μπορεί να πάρουμε εμείς τη θέση τους». Πήρα μία βαθιά ανάσα. Ο αέρας ήταν τόσο καυτός που έκανε το κεφάλι μου να θολώσει. Τόσο θολό ήταν το κεφάλι μου που δεν κατάλαβα αν εννοούσε τα αγόρια, τα φτυάρια ή τα ψάρια.

Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στην παραλία. Κατάλαβα πως όσοι υποστηρίζουν ότι η μοναξιά είναι τυφλή, έχουν δίκιο· ούτε πουλιά ξανάδαμε, ούτε ψόφια ψάρια. Τόσο ξένοι ήμασταν που δεν μιλήσαμε ποτέ για αυτό, που δεν μάθαμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Ή αυτό που μάθαμε ήταν πως ήμασταν διαφορετικοί από ό, τι πιστεύαμε. Και επειδή δεν είχαμε το θάρρος να αντικρούσουμε την αλήθεια, καθόμασταν πάνω στο καπό του Ζάσταβα κοιτώντας το καλοκαίρι να φεύγει.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη