Φυσικά και θα σας πω όλη την αλήθεια.
Δεν έχω κανέναν λόγο να μην το κάνω.
Λοιπόν, ήταν όλα κανονισμένα. Θα προφασιζόταν μία δικαιολογία για κάποιο αναπάντεχο επαγγελματικό ταξίδι που δεν μπορούσε να αποφύγει με κανέναν τρόπο και θα γλιστρούσαμε σαν κλέφτες τρείς ολόκληρες ημέρες και νύχτες σε κάποιο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο μόνο οι δυο μας. (Χριστέ μου, επιτέλους θα κοιμόμουν επάνω στο στέρνο του ολόκληρη την νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα!)
Το προηγούμενο βράδυ με πήρε τηλέφωνο από το μπάνιο όσο η γυναίκα του κοίμιζε τα παιδιά και μου είπε πεταχτά ότι θα βρεθούμε στο συνοικιακό πάρκινγκ για να αφήσουμε εκεί το αυτοκίνητό μου.
Ναι, αυτό στην Οδό 33. Μάλιστα.
Έτσι και έγινε. Έφτασα πρώτη και πάρκαρα στην γνώριμη θέση μου. Η βαλίτσα μου στο πορτ μπαγκάζ και η καρδιά μου στο στήθος μου ήταν έτοιμες να εκραγούν αμφότερες. Η στιγμή που θα μέναμε λίγο μόνοι μακριά από δικαιολογίες και ύποπτα βλέμματα είχε επιτέλους έρθει.
Σε δύο τρείς ώρες ήμασταν στον προορισμό μας. Πέταξε γρήγορα το πουκάμισο του σε μία από τις καρέκλες του δίκλινου δωματίου και όρμησε επάνω μου με ανυπομονησία.
Σε δέκα λεπτά αναστέναζε βαθιά μέσα μου όσο το κινητό του χτυπούσε μανιασμένα.
“Μην το σηκώσεις. Σήμερα μου ανήκεις”, έκανα πνιχτά και τον άρπαξα από το μπράτσο.
Ήθελε να πάρει τα παιδιά της και να τον εγκαταλείψει. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει ακόμη ένα τριήμερο μόνη της, δεν την άντεχε άλλο αυτή την τραγική κατάσταση στην οποία είχε καταντήσει να ζει πλάι του.
Βγήκε στο μπαλκόνι για να διαπραγματευτεί μαζί της αλλά η φωνή που κατάφερνε να φτάσει έως τα αυτιά μου από την άλλη γραμμή, ενόσω παρέμενα γυμνή ακόμη στο διπλό κρεβάτι, δεν του άφηνε περιθώρια για άλλη επιλογή.
Έπρεπε να επιστρέψει απόψε.
Άνοιξα την τηλεόραση για να μην τον ακούω να ψελλίζει δικαιολογίες τόσο φτηνές όσο τα σεντόνια που είχαμε κυλιστεί πριν από λίγο.
Ο μεγάλος κάυσωνας για τον οποίον προειδοποιούσαν οι μετεωρολόγοι είχε φτάσει.
Στην επιστροφή δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα.
Σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο για να γεμίσει το ρεζερβουάρ του και βγήκα να καπνίσω ένα τσιγάρο.
Με πλησίασε και με ένα φιλί στον ώμο μου υπενθύμισε την ανάγκη να βιαστούμε.
Τον περίμεναν.
Και εγώ σε περίμενα. Ανόητε. Μια ολόκληρη ζωή σε περίμενα. Χειμώνες και κρύα και παγωνιές περίμενα να έρθεις και να φέρεις το καλοκαίρι. Και μόλις φάνηκες αντί να έρθει η λιακάδα, έπεσε σκοτάδι.
Μα, τι είναι αυτά που λες;
Θα σου εξηγήσω.
Θα σου εξηγήσω.
Θα σου εξηγήσω.
Δεν την άντεχα πια αυτή την φράση. Αλήθεια σας λέω! Πνιγόμουν. Πνιγόμουν.
Όρμηξα στο αυτοκίνητο, άναψα την μηχανή και μπροστά στα μάτια όσων ήταν εκεί έπεσα πάνω του με φόρα. Τον πλάκωσαν στο στήθος οι βαριές ρόδες και του έλιωσαν το στέρνο.
Αυτό ήταν. Όλες οι δικαιολογίες του, είχαν σκορπίσει μαζί με τα σωθικά του, πάνω στην καυτή άσφαλτο που άχνιζε.
Όχι δεν μετανιώνω και θα σας εξηγήσω το γιατί. Ή μάλλον δεν θα σας εξηγήσω τίποτα.
Τι να πω; Ότι τον σκότωσα γιατί δεν πέρασε ποτέ μια ολόκληρη νύχτα μαζί μου;
Αστεία πράγματα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.