Τα παιδιά μου παίζουν τάβλι με τους δικούς τους κανόνες στο μπαλκόνι. Η φασαρία που κάνουν τα ζάρια και τα πούλια είναι ένας από τους ορισμούς του ελληνικού καλοκαιριού.
Η λίστα αναπαραγωγής απ’ το σαλόνι παίζει Calexico. Άλλη μια ένδειξη διακοπών.
Έφτιαξα λεμονάδα. Μια φορά άκουσα σε μια αμερικάνικη σειρά που λέγαν πως όταν η ζωή σου δίνει τα πιο ξινά λεμόνια, εσύ προσπάθησε μ αυτά να φτιάξεις την πιο γλυκιά λεμονάδα που μπορείς. Έτσι, η σπιτική λεμονάδα που υπάρχει πάντοτε στην πόρτα του ψυγείου μου είναι πια διάσημη. Είναι κι αυτό μια απόδειξη ότι επιβίωσα.
Αποφάσισα να ταξιδέψω στην Αθήνα για να σε δω. Ξανά μέσα στον καύσωνα. Φέτος μάλιστα ήταν πιο δύσκολη η πίστα γιατί σ’ αυτόν προστέθηκε και η απεργία των σκουπιδιάρηδων. 45 βαθμούς με ελονοσία δεν είχα ξαναζήσει. Νομίζω πως αυτή η Κόλαση ακόμη και τον Δάντη ανασταίνει.
Και η ζέστη είναι διαφορετική όταν ζεις στην πόλη. Το καλοκαίρι, ο ήλιος, η κάψα, όλα αυτά είναι τόσο αλλιώτικα όταν αναγκάζεσαι να τα υπομένεις χτισμένος μες στα τσιμέντα · βουτηγμένος σε μια άσφαλτο παχύρρευστη που αναβλύζει λάβα.
Εγώ ήρθα απ΄το νησί με τις εικόνες του μελτεμιού που παρασέρνει τα κρόσια στις ψάθινες ομπρέλες και χορεύει τα χρυσά στάχυα στους κάμπους · με το τραγούδι των τζιτζικιών που σου προκαλεί υπνηλία, το κυματάκι που ξεκινά απ’ τα γαλάζια βάθη και παφλάζει άσπρες δαντέλες πάνω στο πιο ατόφιο χρυσάφι που υπάρχει στον κόσμο.
-Αν ήμουν νονά παραλιών θα την βάφτιζα Ελντοράντο αυτήνανε-
θυμόμουν ψάθινα καπέλα που βάφουν φακίδες στο πρόσωπο των κοριτσιών όταν τα διαπερνά ο ήλιος, θυμόμουν βόλτες με το μηχανάκι στα χωριά των πιο αργόσχολων καφενείων. Θυμόμουν ούζο και καρπούζι πάνω σε μαρμάρινα τραπεζάκια με βαμμένα μπλε πόδια, κάτω απ’ τον ίσκιο της μπουκαμβίλιας.
Όμως εκεί που είσαι εσύ δεν βλέπεις τις εικόνες μου. Έτσι, σε καταλαβαίνω που κατοικεί ο χειμώνας μέσα σου. Παλιά, που ήμουν πολύ ερωτευμένη, και δεν μ’ ένοιαζε να με πονάς, σκεφτόμουν ότι είσαι το γιν στο γιαν μου – εσύ το σκοτάδι κι εγώ το φως, εσύ το γκρίζο κι εγώ το χρώμα σου. Κι έτσι δε θα μας ξαναέλειπε τίποτα αγάπη μου. Θα ήταν μια δικαίωση για τα χρόνια της μοναξιάς που μας ξεχειμώνιαζαν αιώνες ξεχωριστά.
Δύο μαζί μπορούν να φτιάξουν έναν ψεύτικο κόσμο, να μπουν μέσα και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όμως, ένας μόνος του θα μελαγχολεί εκεί μέσα. Γιατί δεν θα έχει σε ποιον να δείξει όλα αυτά τα χάρτινα ηλιοβασιλέματα που τον γοητεύουν μέχρι δακρύων.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.