Να χωθώ σ’ένα κήπο όσο είναι ακόμα καιρός. Να ξεγελάσω τον λίβα, να τον σπρώξω βίαια πάνω στα πράσινα σπαθιά της γιούκας, με μια κίνηση ν’αποκεφαλιστούν αυτά τα πύρινα φιδάκια που όλο και γυροφέρνουν το κορμί και το φασκιώνουν με την γλίτσα τους.
Να μείνω ώρες κρυμμένη στο καταφύγιο των φυλλωμάτων, με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στη στέρνα με τα κοκκινόψαρα. Μέσα στη δροσερή σιωπή θα μπορούσα ν’αντέξω την αλλοίωση του χρόνου, όλα αυτά τα ακίνητα, συρρικνωμένα δευτερόλεπτα που αμήχανα αιωρούνται στον πηχτό αέρα.
Ξεράθηκε το στόμα μου. Νερό ζεστό κάτουρο στο πλαστικό μπουκάλι. Ενα σπουργίτι φτεροκόπησε με μισάνοιχτο ράμφος. Χύνομαι στο παγκάκι. Ηλιακό στεφάνι μαρτυρίου καρφωμένο στα μαλλιά πυρώνει του μυαλού το χοροπήδημα. Αναποδογυρίζονται οι σκέψεις, ψήνονται κι απ’ την άλλη τους μεριά. Και νά που χωρίς ζώνη ασφαλείας στα πετροχώραφα εκτινάσσομαι μιας άγνωστης ερήμου. Μόλις που διακρίνω την βροχή που ονειρεύτηκα να εξατμίζεται κάπου μακριά. Ξερό τοπίο σκαλώνει πίσω από τα μάτια μου σαν μια φωτογραφία που χάλασε απ’ το πολύ φώς. Ετσι είναι το καλοκαίρι, είπε μια γυναίκα στο νησί. Σε κλέβει και σε καίει. Φυλάξου.
Το πανδαιμόνιο δυναμώνει. Βουίζουν τα τηλέφωνα στις ιδρωμένες τσέπες, φρυγμένα έντομα πίσω απ’ τα κλιματιστικά. Είναι ακόμα μεσημέρι. Γύρω και πέρα δρόμοι, φωνές, φωνούλες, διαμερίσματα, καμένοι διακόπτες και σεντόνια κάτασπρα απλωμένα. Το ψιλικατζίδικο που μένει ανοιχτό όλη νύχτα, με τους ανεμιστήρες να φυσάνε τα ιδρωμένα μαλλιά των πελατών. Κλεμένες τσάντες πεταμένες στα σκουπίδια, δίπλα σε στρώματα λεκιασμένα. Μεθυσμένοι εργάτες. Και το γηροκομείο απέναντι απ’ το φαρμακείο ψεκάζει τον αέρα με μυρωδιές εντομοκτόνου και αντισηπτικού.
Κορδόνια ιδρώτα κατηφορίζουνε στις πλάτες κι αφήνουν άσπρα αλατισμένα σχέδια πάνω στα υφάσματα. Ταλαίπωροι τουρίστες σωριάζονται κάτω απ’ τα δέντρα της πλατείας. Δύο γυναίκες τσαλαβουτάνε στα βρώμικα νερά του συντριβανιού, γελάνε δυνατά καθώς κλωτσάνε τους αφρούς και τα σάπια φύλλα. Παιδάκια κυνηγούν ένα κουτσό περιστέρι κι είναι τα μάγουλα τους πασαλειμένα με λιωμένο παγωτό και σκόνη.
Μέσα στη σκιά θα περιμένω να περάσει το κακό. Εκτός κι αν οι στάχτες του λίβα αρχίσουν να πέφτουν στη πόλη και στα δέντρα και σ’ όσους κούρνιασαν από κάτω για να σωθούν. Θα σηκωθούμε τότε κι ακροβατώντας πάνω στη κινούμενη άσφαλτο θα φτάσουμε στις σπηλιές, στα έσχατα καταφύγια που σκάφτηκαν προ αμνημονεύτων χρόνων. Εκεί θα μπούμε και θα κουβαριαστούμε όσο γίνεται πιό μακριά απ’το καμίνι, στη κρύα σκοτεινιά ενός θαμμένου κόσμου. Θα περιμένουμε, σιωπηλοί κι ευγνώμονες. Κάποιοι θα σηκωθούν και θα προσπαθήσουν να διαβάσουν τα ονόματα που σκαλίστηκαν άτεχνα στο βράχο. Αλλοι θα γείρουν αποκαμωμένοι στον ώμο του διπλανού τους και θ’αποκοιμηθούν, κι άλλοι θα σκέφτονται γαλάζιους πάγους.
Οι ακτίνες του φωτός σαν τεθλασμένα χόρτα θ’ αγγίξουν τα τοιχώματα της εισόδου κι αργά-αργά θα οπισθοχωρήσουν προς την δύση. Θα ξεμυτίσουμε τότε από τις σπηλιές κι ήσυχα θ’ανηφορίσουμε ξανά προς την μαρμάρινη πλατεία. Τα υδροφόρα οχήματα θα ρίχνουνε νερά που θα κατρακυλάνε απ’ τα σκαλοπάτια κι όλα τα νυχτερινά φώτα θα έχουν ανάψει – και θά’ναι σαν γιορτή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.