Στην Ανθή
Ανεβαίναμε τον ανηφορικό δρόμο. Η μάνα της μπροστά μπροστά πίσω από το κιβούρι. Τη βαστούσανε. Οι αδερφές του φωνάζανε, τραβούσαν τα μαλλιά τους, πέφτανε κάτω και ξανά. Εμείς, από κοντά. Της μιλούσα σιγανά: «Το διάβασα, το πε κι ο δάσκαλος, αλήθεια, θα ξαναβρεθείτε. Όλοι ξαναβρίσκονται.»
Από το πρωί ακούαμε τις καμπάνες. Δεν προλάβαμε να καθίσουμε στα θρανία μας. « Ένας μπαμπάς, σκοτώθηκε ένας μπαμπάς.» Χτυπούσαν οι καρδιές μας. Γρήγορα μας διώξανε.
Σε έξι μήνες φύγανε. Μαζεύτηκε ο κόσμος να χαιρετίσει. Οι άντρες ανεβάσανε στο φορτηγό τις βαλίτσες. Καθίσαμε πίσω, στην καρότσα. Ιούλιος. Λιώναμε από τη ζέστη. Σ` όλη τη διαδρομή , μιλιά. Μόνο ο ιδρώτας που έσταζε.
Ο «Πανορμίτης» περίμενε στο λιμάνι. Αγκαλιαστήκαμε. «Να ρωτάς τον ταχυδρόμο», μου λέει. «Θα σου στείλω τσίχλες Αμερικάνικες».
Τελευταία στιγμή έφθασαν οι γυναίκες με τα μαύρα. «Οι λυπημένες δεν φορούνε σκουλαρίκια» είπανε στη μάνα της και τα δείξανε. Τα ‘βγαλε γρήγορα γρήγορα. Χρυσοί κρίκοι, σαν τώρα τους θυμάμαι. Τους έχωσε στην τσέπη του φουστανιού της, βιαστικά.
Κουνούσαμε τα χέρια και τα μαντήλια μέχρι που ο «Πανορμίτης» έστριψε και μας χώρισε το βουνό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.