frear

Το βάρος του φόβου – του Θανάση Δ. Σταμούλη

Ο πατέρας, όταν θύμωνε, έλεγε: ο φόβος ανήκει στο βάρος. Όσο περισσότερο βάρος, τόσο μεγαλύτερος ο φόβος. 120 κιλά σωματικού βάρους = 120 κιλά φόβου. Μετά έλεγε: αν ζυγίζεις 40 κιλά είσαι εύκολος αντίπαλος. Αν ο φόβος ζυγίζει 40 κιλά δεν σε τρομάζει. Ξέρεις ότι μπορείς να τον διαλύσεις με μία σπρωξιά. Ο βαρύς φόβος, όμως, δεν γίνεται να νικηθεί. Μόλις πέσει επάνω σου σε κάνει κομμάτια. Το να προσπαθήσεις να αντιμετωπίσεις 120 κιλά φόβου είναι ανόητο, έλεγε στο τέλος. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις. Να περιμένεις να σε χτυπήσει με την ορμή του· δεν του έφερνα αντίρρηση, δεν προσπαθούσα να καταλάβω. Ήξερα πως όσο μεγαλύτερη ήταν η επιμονή μου τόσο περισσότερο εκείνος θα θύμωνε ή θα υπερέβαλε. Τότε όμως δεν τον κατηγορούσα για τίποτα. Έλεγα πως έτσι είχε μάθει να ζει. Πως είχε μάθει να κάνει το βάρος του σωματικό φόβο.

Ο πατέρας όταν δεν πάχαινε τον φόβο του φαινόταν πιο άγριος από ποτέ. Σαν να παραφυλούσε να βρει μια ευκαιρία για να επιβεβαιώσει τα λόγια του· ένα μεσημέρι, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, βγήκαμε στην πόλη για μία βόλτα. Ο ήλιος ήταν τόσο καυτός που στον δρόμο δεν έβλεπες κτήρια και αυτοκίνητα, αλλά θολές αντανακλάσεις. Τόσο πολύ έκαιγε ο ήλιος που ο πατέρας δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό του να εξατμίζεται και πρότεινε να σταθούμε στη σκιά ενός υπόστεγου. Εκείνη την εποχή ήταν 60 κιλά βαρύτερος από τη μητέρα και 100 από εμένα, αυτή η διαφορά τον έκανε ανίκητο. Ο πατέρας έβαλε με το ένα χέρι στο στόμα ένα τσιγάρο, με το άλλο έσπρωξε τη μητέρα έξω από το υπόστεγο. Όσο ο ήλιος κάνει σκιές στο δέρμα, τόσο πιο ζεστό θα είναι το καλοκαίρι. Η ζέστη ανήκει στις γυναίκες, είπε. Η μητέρα στάθηκε στον ήλιο δίχως να πει κουβέντα. Ούτε εκείνη κατηγόρησα για τη σιωπή της. Ήταν η δική της συνήθεια. Όταν γυρίσαμε σπίτι τα μάτια της μητέρας ήταν μαύρα σαν κάρβουνο και τα μάτια του πατέρα λευκά σαν χιόνι· από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, η μητέρα αρρώσταινε διαρκώς. Πρώτα αρρώστησε στο στήθος, μετά στους πνεύμονές. Στο τέλος η αρρώστια κόλλησε στο κεφάλι της και το έκαψε. Όταν η μητέρα πέθανε ο πατέρας ούτε φοβήθηκε, ούτε άλλαξε. Οι γυναίκες, είπε, δεν παντρεύονται τους άντρες τους αλλά τον ήλιο. Για αυτό η δική μου πέθανε, είπε· δεν τον συγχώρεσα ποτέ επειδή όσα μου είχε μάθει για τον φόβο ήταν λάθος. Ο φόβος δεν ανήκε στο βάρος αλλά στην καρδιά· όταν πέθανε η μητέρα ζύγιζα είκοσι κιλά αλλά ο φόβος μου δύο τόνους. Δεν τον συγχώρεσα ποτέ γιατί με ανάγκασε, για τα επόμενα χρόνια, να σέρνω μαζί μου κάτι ασήκωτο.

Τον πατέρα τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο, ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόμασταν από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι. Το βάδισμά του ήταν αργό και στήριζε το σώμα του επάνω σε ένα μπαστούνι. Και το μέτωπό του ήταν ρυτιδιασμένο. Με είδε από μακριά. Επειδή ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να με αποφύγει, γύρισε από την άλλη και έκανε πως κοιτάζει μία βιτρίνα. Πλέον δεν τρόμαζε αλλά προκαλούσε λύπη. Ένιωσα την ανάγκη να τον πλησιάσω, να τον αγκαλιάσω και να του πω: είχες δίκιο. Ή να του πω: λυπάμαι που όλα αυτά τα χρόνια σε αδίκησα. Όμως δεν το έκανα. Δεν ήμουν έτοιμος να κοροϊδέψω κάποιον από τους δύο. Ήξερα πως το μόνο που θα μπορούσα να ξεστομίσω ήταν: Ό, τι μου είχες μάθει ήταν λάθος. Ή: όλα αυτά τα χρόνια ήσουν άδικος με όλους. Έτσι άλλαξα κατεύθυνση και απομακρύνθηκα. Μπήκα σε ένα λεωφορείο, κατέβηκα στο νεκροταφείο και βρήκα τον τάφο της μητέρας. Ήταν καθαρός και γεμάτος λουλούδια. Στάθηκα εκεί, ακίνητος κι αμήχανος, σαν να μην ήξερα ποιος είχε πεθάνει ή γιατί με τον καιρό είχα σταματήσει να στεναχωριέμαι. Και καθώς προσπαθούσα να βρω μία απάντηση, συνειδητοποίησα πως υπήρχαν φορές που ήθελα με ένα μαρκαδόρο να σχεδιάσω ένα μουστάκι στη φωτογραφία της. Αλλά δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να διασκεδάσω με την απώλεια: μία μητέρα με τσιγκελωτό μουστάκι δεν είναι αστείο αλλά τραγωδία. Ή δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να παραδεχτώ πως ήθελα να μου είχε πει κάποιος: τον πατέρα σου τον καταπλάκωσε ο εαυτός του. Για αυτό έλιωσε· μετά τον θάνατο του πατέρα, σκέφτομαι πως αυτό που με τρόμαζε σε εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η χυδαιότητα της οικειότητας μιας λάθος ιδέας. Τόσο πολύ την είχα οικειοποιηθεί που δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου: 120 κιλά σωματικού βάρους = 120 κιλά φόβου· αυτή η ιδέα με τρομάζει ακόμη, παρότι με έχει εξουθενώσει και λεηλατήσει το πέρασμα του χρόνου. Και παρά τις προσδοκίες μου, δεν παντρεύτηκα ποτέ. Δεν τόλμησα ποτέ να πάρω πίσω τα χαμένα μου χρόνια, λες και παραιτήθηκα από το μέλλον. Και αυτή η παραίτηση έχει καθίσει στα μάτια, στα χέρια, στόμα. Και όπως την κοιτάζω μοιάζει με καμένη σάρκα, και όπως με αγγίζει με γδέρνει. Και όταν μου μιλά, λέει: είσαι το βάρος που πλάκωσε ο φόβος. Και εγώ απαντώ: είμαι ακόμα ο φόβος που ζυγίζει δύο τόνους.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη