Τέλη Ιούνη και το θερμόμετρο για μέρες γυροφέρνει τους σαράντα. Ο καύσωνας της δεκαετίας επισημαίνουν οι μετεωρολόγοι. Αν και απόγευμα, ακόμη ο ήλιος ψήνει το αβγό στην πέτρα. Όλοι οι δρόμοι δείχνουν προς τη θάλασσα. Κατηφορίζω και αναζητώ τη δροσιά στη γαλήνη μιας απόμερης ακτής. Σκόπιμα αποφεύγω να προσθέσω στην κούραση της ζέστης, τη βαβούρα της οργανωμένης πλαζ.
Πλησιάζοντας την θάλασσα βλέπω από μακριά πως το σημείο που συνήθως βουτάω, σήμερα έχει καταληφθεί απρόσμενα από ένα πολυάριθμο σμήνος μαυροπούλια. Πλατσουρίζουν, φτεροκοπούν, βουτούν, κρώζουν… κοσμική πλαζ σκέπτομαι στο χειρότερο της, μα δεν έχω κουράγιο να γυρίσω πίσω. Παραδίπλα και εμφανώς αποτραβηγμένη βουτάει χαριτωμένα μια οικογένεια γλάρων. Χαμηλές ισορροπημένες πτήσεις για τα ξεπεταρούδια, και συγχρονισμένα μακροβούτια υπό επίβλεψη. Έχουν όλοι τους γυρισμένες πλάτες και μόνο λοξές ματιές αποδοκιμασίας ρίχνουν προς τον μαύρο συρφετό. Δύο γηραιοί γλάροι παίρνουν κι αυτοί θέση δίπλα τους και αρχίζουν την σιγανομουρμούρα.
-Κορακόκισσες … Όπου πάνε βρομίζουν τον τόπο με τη μαυρίλα τους.
-Πρώτοι κλέφτες! Ξέρεις πόσα έχουν αρπάξει απ’ τη φωλιά μου…
Δεν άργησαν οι κινήσεις των γλάρων να τραβήξουν την προσοχή των παιδιών του μαύρου σμήνους. Να που ξεμακραίνουν απ’ τους δικούς τους και τους πλησιάζουν. Αρχίζουν για λίγο να μιμούνται φασαριόζικα και κάπως άτσαλα τις κινήσεις των θαλασσοπουλιών, γρήγορα όμως βαριούνται και γυρίζουν πάλι στα δικά τους. Φαίνεται πως τους αρέσει να κυνηγούν ένα γυαλιστερό άσπρο βότσαλο. Όποιος το πιάνει το πετάει και πάλι μακριά μέσα στο νερό και όλοι μαζί χιμούν με σπρωξίματα και δυνατές κραξιές να το ξανάβρουν.
Για κάποιο λόγο το νερό σήμερα δεν με κρατάει. Ο ήλιος ακόμη ψήνει το αβγό στην πέτρα κι εγώ τραβιέμαι σε μια σκιά κοιτάζοντας την εικόνα στο σύνολό της. Όλοι ένα κεφάλι, δύο μάτια, ράμφος, λαιμό, δύο φτερούγες, σώμα, δύο πόδια… άσπρα φτερά ή μαύρα φτερά… όλοι πουλιά. Προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τι είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο. Οι γλάροι με την προκατάληψη και την γκρίνια τους, που θεωρούν πως άπαξ και η τύχη το θέλησε να γεννηθούνε γλάροι, δικαιωματικά τους ανήκουν οι απανταχού θάλασσες ή οι απόκληροι ταραξίες που δυναμιτίζουν την ποθητή γαλήνη της απόμερης ακτής.
Ξαφνικά σκάει μπροστά μου ένα κορακοπαίδι. Μαυροτσίτσιδο, λιανό, με μάτια μαύρο κάρβουνο που με κοιτάζουν ερευνητικά και με βγάζουν από τις σκέψεις μου.
-Γεια σου…
Μου λέει σπαστά.
-Γεια και σε σένα.
Του απαντάω, μάλλον μηχανικά.
Τότε μου πετάει δυο τρεις λέξεις στα κορακίστικα. Αποκρίνομαι μ’ ένα μακρόσυρτο
-Εεε;
Που κρύβει ίσως την ελπίδα να μου απαντήσει στη γλώσσα μου.
Αυτό όμως επαναλαμβάνει την ερώτησή του και πάλι στα κορακίστικα. Γουρλώνω τα μάτια μου και ανασηκώνω τα λευκά φτερά στους ώμους για να του δείξω πως δεν καταλαβαίνω. Δρόσισε τα χείλη του με ένα χαμόγελο. Θα πρέπει αστεία να του φάνηκε η γκριμάτσα μου, γιατί μια στιγμιαία περιπαιχτική λάμψη έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν, όπως γυαλίζουν στον ήλιο τα μαύρα βότσαλα που μόλις βγήκαν από τον βυθό. Έμεινα με απορία να το κοιτάζω. Άραγε τι το ‘φερε κοντά μου, τι να ‘χε τάχα να μου πει… Θα χαμογελούσε κι όταν κάποια στιγμή η ζωή θα του αποκάλυπτε κοντά στα άλλα, ότι οι γλάροι δεν μιλάνε κορακίστικα;
Μ’ ένα φτερούγισμα εξαφανίστηκε ανάμεσα στ’ άλλα μαυροπούλια, που τώρα μόνα αυτά είχαν απομείνει να γλεντούν τη θάλασσα, μαυροτσίτσιδα, λιανά και φωνακλάδικα, σε πείσμα αυτού του ήλιου που εξακολουθούσε να ψήνει το αβγό στην πέτρα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.