Πήρε κλειδιά, γυαλιά ηλίου, χρήματα και τη λίστα και ξεκίνησε. Το σιχαινόταν το σούπερ μάρκετ μέρα Σάββατο, αλλά όλη τη βδομάδα έφευγε αχάραγα και γυρνούσε νύχτα. Σκέφτηκε όλες τις κυρίες με τα παιδάκια, τους συζύγους με τις λίστες ανά χείρας να γυρνάνε σαν παραζαλισμένοι στους διαδρόμους ψάχνοντας, και την έπιασαν τα διαόλια της, αλλά επειδή ψυγείο και ντουλάπια ήταν πια έρημη χώρα, άλλη επιλογή δεν είχε.
Ψώνισε μεθοδικά και γρήγορα, τσέκαρε τις ουρές στα ταμεία και στάθηκε στη μικρότερη. Μπροστά της κυρία μικροκαμωμένη και μαυροφορούσα έβγαζε με τρεμάμενα χέρια ένα ένα τα ψώνια. Το καρότσι σχεδόν ξεπερνούσε το μπόι της. Με μια κλεφτή ματιά ξεχώρισε κονσέρβες με ντομάτα πελτέ, πακέτα με κιμά και παστουρμά, κύμινο τριμμένο συσκευασία σε σελοφάν, φύλλο κουρού για πίτα, ρύζι σπυρωτό, βούτυρο, τυρί κασέρι, ντομάτες – παρόλο που δεν ήταν η εποχή τους- λάχανο, καρότα, σέλινο. Ε ρε που έπεσα, σκέφτηκε καθώς στο ταμείο έπαιρναν σειρά λακέρδες, ελιές καλαμών οι μεγάλες, πιπεριές φλωρίνης ξυδάτες, αγγουράκια τουρσί, δυο μπουκάλια μπρούσκο, ξύδι, φύλλο για μπακλαβά, αμύγδαλα, ζάχαρη, μοσχοκάρφια, λεμόνια. Η κυρία πλήρωσε με τσαλακωμένα χαρτονομίσματα μέσα από ένα μπλε σκούρο πορτοφολάκι που βγήκε απ’ τον μποξά της. Τα ψώνια να της τα στείλουν παρακαλώ, δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει μόνη της.
Καθώς έβγαζε τα δικά της λιγοστά -για έναν- ψώνια απ΄ το καλάθι, φαντάστηκε τη μεγάλη οικογένεια της κυρίας, κόρες και νύφες να τη βοηθούν στο μαγείρεμα, στο στρώσιμο του κατάλευκου κολαριστού τραπεζιού και ξαφνικά της έλειψε η μάνα της, τόσα χρόνια πεθαμένη.
Πίσω στο σπίτι, μέσα στη σακούλα, βρήκε δυο φακελάκια μαυροκούκι. Δεν ήταν δικά της.
Την ίδια ώρα, η μαυροφορούσα κυρία Αλεξάνδρα στο δικό της σπίτι, ετοιμαζόταν: έστηνε ταψιά και κατσαρόλες, έβραζε νερά. Κινείτο αργά, ας όψονταν τα αρθριτικά, αλλά όσο περνούσε η ώρα τόσο έπιανε ρυθμό. Στο ραδιόφωνο ακουγόταν Μαίρη Λίντα-Χιώτης, η κυρία Αλεξάνδρα σιγοτραγουδούσε και έπλαθε: τα σουτζουκάκια έπρεπε να είναι μικρά. Τα αράδιασε με προσοχή, στο καυτό λάδι, τα γύρισε, βγάζοντας τα χρυσαφιά. Σειρά είχε η σάλτσα: πελτές, ζάχαρη, ξύδι, κανέλα, γαρύφαλλο. Μετά ο μπακλαβάς: ζεμάτισε τα φύλλα με βούτυρο, ψιλοκόψε τα αμύγδαλα, φούρνισε, έβρασε σιρόπι.
Στο σαλόνι άνοιξε το τραπέζι, έβγαλε από τη σερβάντα το λινό τραπεζομάντηλο, το εγγλέζικο πορσελάνινο σερβίτσιο, τα ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ο,τι γλύτωσε το ’55 από τις επιδρομές. Έστρωσε τραπέζι για οκτώ. Μέτρησε τη Μαρούσα, τον Φώντα, τον Ηρακλή, τη Μαρίκα, την Ευρυδίκη, τον Παναγιώτη, τον Σταμάτη, αδέλφια, σύζυγο, κόρη και γαμπρό.
Γύρισε στην κουζίνα, ψιλόκοψε λάχανα, καρότα, σέλινα, έτοιμη η πολίτικη σαλάτα, σέρβιρε σε ραβιέρες τις λακέρδες, τα τουρσί και τις ελιές, ξεφούρνισε την πίτα Καισάρειας και άφησε τελευταίο το πιλάφι. Στόλισε το τραπέζι με τις αχνιστές πιατέλες, κάθισε κομψά στην άκρη της καρέκλας, γέμισε και τα οκτώ ποτήρια με κρασί και έκανε την πρόποση. Δεν της αποκρίθηκε κανείς.
Πίσω στο σούπερ μάρκετ, η Αννα επιστρέφοντας το μαυροκούκι ρωτούσε την ταμεία “θα έχει μεγάλη οικογένεια, ε;“
“Ποια, η κυρία Αλεξάνδρα; Σαν την καλαμιά στον κάμπο είναι, δεν της έχει μείνει κανείς”, ήρθε η απάντηση.
Άκουσε αναπάντεχα τον εαυτό της να ζητά τη διεύθυνση. Δέκα λεπτά αργότερα, η Αννα χτυπούσε το κομψό μπρούτζινο κουδούνι της εξώπορτας. Η κυρία Αλεξάνδρα της άνοιξε κρατώντας τη λινή πετσέτα στο χέρι.
“Κατά λάθος σας πήρα το μαυροκούκι, ήμουν πίσω σας στην ουρά στο ταμείο στο σούπερ μάρκετ”, απολογήθηκε.
Η γηραιά κυρία άνοιξε διάπλατα την πόρτα και πίσω της η Αννα διέκρινε το τραπέζι φορτωμένο φαγητά και τις καρέκλες άδειες.
“Κι έλεγα ότι κάτι έλειπε απ΄την πίτα μου, πέρνα μέσα κορίτσι μου. Σήμερα έχω τραπέζι την οικογένεια μου, αλλά πάντα υπάρχει θέση και για έναν ξένο”.
Την πήρε απ΄το χέρι, έστρωσε άλλο ένα σερβίτσιο, και έφαγαν οι δυό τους στο μεγάλο, άδειο τραπέζι.







