Για τα Η λήθη που θα γίνουμε του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε (εκδ. Πατάκη) και
Νυχτερινές ικεσίες του Σαντιάγκο Γκαμπόα (εκδ. Πόλις).
Μια χώρα είναι πάντα ένα αίνιγμα, και κάθε βιβλίο που γράφεται γι’ αυτή τη χώρα είναι άλλη μια φανερωμένη όψη από τις χιλιάδες αυτού του αινίγματος. Η μαρτυρία Η λήθη που θα γίνουμε του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε (όμορφα μεταφρασμένη από την Τιτίνα Σπερελάκη) και το μυθιστόρημα Νυχτερινές ικεσίες του Σαντιάγκο Γκαμπόα (σε έξοχη μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου) είναι δύο βιβλία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, που δεν μπορεί παρά και τα δυο μαζί να κλείνουν μέσα τους, κατά κάποιον τρόπο, κάτι απ’ όλη τη Κολομβία. Την Κολομβία που υπάρχει σε κάθε αράδα και σε κάθε σελίδα του καθενός βιβλίου, στου Φασιολίνσε ως πατρίδα που αγαπιέται όπως μόνο μια πατρίδα μπορεί ν’ αγαπηθεί, και προδίδει όπως μονάχα μια πατρίδα μπορεί να προδώσει, και στου Γκαμπόα ως απουσία αυτής της πατρίδας και μάταιη αναζήτηση του τόπου και των ανθρώπων που θα μπορούσαν να γεμίσουν τούτο το κενό. Και στον πυρήνα αυτών των τόσο διαφορετικών βιβλίων, εκτός από τη χώρα ως παρουσία ή ως απουσία, υπάρχει επίσης η οικογένεια. Η οικογένεια ως καθολική παρουσία που πλάθει τον άνθρωπο και τον στηρίζει, στο βιβλίο του Φασιολίνσε. Και η οικογένεια ως απουσία, που αφήνει τον άνθρωπο να περιπλανιέται δίχως έρμα, στις Νυχτερινές ικεσίες του Γκαμπόα.
Στο Η λήθη που θα γίνουμε, ο Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε αφηγείται με τρυφεράδα, με ειλικρίνεια, με γενναιότητα, καταρχάς την ιστορία του πατέρα του, ενός οραματιστή φιλειρηνιστή γιατρού, που ήταν, με τα λόγια του συγγραφέα, «χριστιανός στη θρησκεία, λόγω της καλοσυνάτης μορφής του Ιησού και της προφανούς προτίμησής του για τους πιο αδύναμους· μαρξιστής στην οικονομία, επειδή απεχθανόταν την οικονομική εκμετάλλευση και τα απάνθρωπα αίσχη των καπιταλιστών· και φιλελεύθερος στην πολιτική, επειδή δεν ανεχόταν την έλλειψη ελευθερίας, ούτε τις δικτατορίες, ούτε καν εκείνη του προλεταριάτου, αφού οι φτωχοί στην εξουσία, έχοντας πάψει να είναι φτωχοί, δεν ήταν λιγότερο δεσποτικοί και ανελέητοι από τους πλούσιους στην εξουσία» – και το 1987 δολοφονήθηκε από παραστρατιωτικούς. Ενός οπαδού μιας πεφωτισμένης μέσης οδού, που έλεγε: «Εκείνοι που οι γουέλφοι τους κατηγορούν ως γιβελίνους και οι γιβελίνοι τους κατηγορούν ως γουέλφους, αυτοί έχουν το δίκιο». Και, μέσ’ από τις σελίδες τούτης της αφήγησης, ξετυλίγεται παράλληλα με την οικογενειακή ιστορία του συγγραφέα η ταραγμένη ιστορία της Κολομβίας από το ’60 και μετά· με φιγούρες ζωγραφισμένες με ζωηράδα, και με τη φωνή του Φασιολίνσε να μιλά με αγάπη πάντα, όσο σκληρά κι αν είναι –και συχνά είναι– αυτά που εξιστορεί. Όταν δολοφόνησαν τον πατέρα του, γράφει ο Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε:
«Κράτησα αυτό το μυστικό πολλά χρόνια, εκείνο το ματωμένο πουκάμισο, με κάτι γρόμπους που με τον καιρό μαύρισαν και σκούρυναν. Δεν ξέρω γιατί το φύλαγα. Ήταν σαν να ήθελα να το έχω εκεί σαν βουκέντρα που δε θα μ’ άφηνε να ξεχάσω κάθε φορά που η συνείδησή μου θα αποκοιμιόταν, σαν σπιρούνι για τη μνήμη, σαν υπόσχεση πως έπρεπε να εκδικηθώ τον θάνατό του. Όταν έγραψα ετούτο το βιβλίο, το έκαψα κι αυτό, γιατί κατάλαβα πως η μοναδική εκδίκηση, η μοναδική ανάμνηση, καθώς επίσης και η μοναδική δυνατότητα λήθης και συγχώρεσης συνίσταται στην εξιστόρηση αυτού που συνέβη και τίποτε άλλο».
Δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου από ένα σονέτο του Μπόρχες, και η πρώτη έμπνευσή του για να το γράψει ήταν ένα περίφημο ποίημα του 15ου αι. του Χόρχε Μανρίκε, για τον πατέρα του ποιητή. Πράγματι, η λογοτεχνία ως παραμυθία και οδηγός υπάρχει παντού στις σελίδες της Λήθης: ο Άμλετ, ο Προυστ, η Αντιγόνη, οι Διάλογοι του Πλάτωνα.
Και η λογοτεχνία ως κάτι ακόμα πιο ισχυρό από παραμυθία, ως μοναδική σανίδα σωτηρίας, υπάρχει επίσης στις Νυχτερινές ικεσίες του Σαντιάγκο Γκαμπόα. Λέει εδώ ένας από τους αφηγητές που μοιράζονται εξίσου την αφήγηση της ιστορίας: «Σ’ αυτού του είδους τα ταξίδια συνήθως πηγαίνω με τη λογοτεχνία για οδηγό – κοιτάζω τι έχουν γράψει άλλοι, ποια είναι η γνώμη τους. Τα βιβλία και η ποίηση είναι το Lonely Planet μου». Ακόμα περισσότερο, στις Νυχτερινές ικεσίες η λογοτεχνία τρόπον τινά είναι η πατρίδα του απάτριδος και η οικογένεια του ορφανεμένου. Η εθνική λογοτεχνική ταυτότητα, χειροπιαστή ακόμα στις αποχρώσεις που έχει η φωνή του αφηγητή στο Η λήθη που θα γίνουμε, μοιάζει εδώ να έχει αντικατασταθεί από ένα οξύμωρο: έναν διεθνισμό της μοναξιάς. Lonely planet, πράγματι.
Η ιστορία στις Νυχτερινές ικεσίες, που διαδραματίζεται επί κυβερνήσεως Ουρίμπε στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας, είναι αυτή ενός σπουδαστή φιλοσοφίας, του Μανουέλ, που, αναζητώντας την εξαφανισμένη του αδερφή, τη Χουάνα, ταξιδεύει από την Μπογκοτά στην Μπανγκόκ, εκεί φυλακίζεται για κατοχή ναρκωτικών και ζητά τη βοήθεια του Κολομβιανού πρόξενου στο Δελχί. Αυτός ταξιδεύει στο Τόκιο κι αποκεί στην Τεχεράνη, όπου βρίσκει την αδερφή του Μανουέλ και με τη σειρά της εκείνη παίρνει τη σκυτάλη της αφήγησης.
Πρώτα η Χουάνα, έπειτα ο Μανουέλ, έχουν φύγει αφήνοντας πίσω μια χώρα που τους έχει προδώσει και μια οικογένεια που δεν στάθηκε ποτέ δίπλα τους. Το ταξίδι τους δεν έχει κανέναν εξωτισμό, μόνο βία και πικρία. Ο βαθύτερος πυρήνας της εθνικής και της οικογενειακής ταυτότητας –ό,τι ορίζει εντέλει τον άνθρωπο– έχει απολεσθεί, και για τη Χουάνα κάθε άλλη αγάπη πλην αυτής για τον αδερφό της έχει επίσης χαθεί, για να την αντικαταστήσει μια επιθυμία για εκδίκηση, όπου ως νόμισμα και όπλο χρησιμοποιεί το ίδιο της το κορμί. Ένας κυνικός πληγωμένος τόνος είναι ο κυρίαρχος σ’ όλη την αφήγηση του Γκαμπόα, και το ταξίδι των δύο αδελφών είναι μια απελπισμένη περιπλάνηση σ’ έναν εχθρικό σκληρό κόσμο, χωρίς λύτρωση, ως την τελευταία φράση.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο διαβάστηκε περίπου σ’ αυτή τη μορφή στην παρουσίαση των δύο συγγραφέων στη Λευκάδα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΛΕΑ.]
Δείτε τα περιεχόμενα του έντυπου τεύχους μας εδώ.