frear

Για τα «Κάρβουνα» του Στράτου Κοσσιώρη – γράφει ο Σπύρος Θεριανός

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ

Στράτος Κοσσιώρης, Τα κάρβουνα, (.poema..) εκδόσεις, 2014.

Στο βιβλίο του Η αγωνία της επίδρασης, ο Harold Bloom εξαίρει έξι τύπους, έξι μορφές, με τις οποίες εκδηλώνεται η ποιητική επίδραση, που δέχεται ένας ποιητής από έναν άλλον. Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή που της δίνει την ονομασία Κλίναμεν, λέξη πεποιημένη από τον ποιητή Λουκρήτιο και η οποία εκφράζει τη λεπτή παρέγκλιση από το αρχικό πρότυπο, την παρανάγνωση ή την παρατύπωση. Η λειτουργία αυτού του τύπου της επίδρασης είναι διττή: από τη μία ο ποιητής ανακαλύπτοντας ή/και επινοώντας το ποιητικό πρότυπό του –το οποίο ενδεχομένως να μην είναι μόνο ένα- βρίσκει σε αυτό μία δύναμη καθοδήγησης, τρόπους μάθησης και έκφρασης των δικών του πόθων. Η δεύτερη λειτουργία είναι η ολοκληρωτική απορρόφηση του ποιητή από το πρότυπό του, κάτι που τον εμποδίζει στη δική του αυτοεξέταση, στην αναστολή της εξέτασης δικών του τρόπων έκφρασης, η οποία μπορεί να τον οδηγήσει σε μια ιδιότυπη αδράνεια καθώς θα βρεθεί εγκιβωτισμένος ή/και επαναπαυμένος στα δάνεια εκφραστικά μέσα. Με έναν τέτοιο τύπο διττής επίδρασης έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Στράτου Κοσσιώρη, η οποία έχει τον τίτλο Τα κάρβουνα.

Ο Κοσσιώρης γεννήθηκε το 1981. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η πρώτη με τον τίτλο Ύστατος καπνός κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του περιοδικού Οροπέδιο, το 2010. Και οι δύο ποιητικές συλλογές κινούνται στον αστερισμό διαφορετικών, αλλά συγγενών επιδράσεων. Ο Κοσσιώρης προσπαθεί να βρει τους ποιητικούς του δρόμους μέσα από τα πρότυπα που έχει επιλέξει. Το ερώτημα είναι σε ποια σημεία, πραγματικά τον βοηθούν και σε ποια τον καθιστούν δέσμιο της επίδρασης. Η πρώτη ποιητική συλλογή περιέχει ποιήματα με κοφτούς ρυθμούς, έντονη εσωτερικότητα, και συνδιαλέγεται με την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη και του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, έχοντας, όμως, απογαλακτιστεί ως ένα βαθμό και από τους δύο:

Οι άνθρωποι γύρω μου
κλειστά παραθυρόφυλλα
ερειπωμένων σπιτιών

Κάποτε τρίζουν
στο άξαφνο πέρασμα του ανέμου
κι έπειτα, για πάντα, σιωπούν.

(«Οι άνθρωποι γύρω μου»)

Στα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής είναι αφαιρετικός, με έναν ποιητικό λόγο άμεσης απεύθυνσης, όπως στο ποίημα που ακολουθεί, με εμφανείς τις επιρροές από την ποίηση του Λάσκαρη:

Φέρτε μου κι άλλο σκοινί
είπε ο κρεμασμένος

Από ’δω
δεν μπορώ
ν’ ατενίσω το φεγγάρι

(«Ο κρεμασμένος»)

Ωστόσο, στα Κάρβουνα ο Κοσσιώρης επιλέγει άλλον έναν πρόδρομο: την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, με τα ρεαλιστικά εκφραστικά μέσα και τη θεματολογία της ποίησης του κλίματος της Διαγωνίου. Βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά αυτής της «σχολής» είναι ο ρεαλισμός, η εστίαση σε συγκεκριμένες όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας, κυρίως στους απόκληρους, η αίσθηση αποξένωσης και αποκοπής από τη «σύγχρονη» κοινωνία και οι εξιδανικεύσεις του πάτριου κόσμου και της παιδικής ηλικίας, όπου όλα ήταν «φτωχά πλην τίμια». Ο Κοσσιώρης φαίνεται να αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο ποιητικό ύφος ως μια συνέχεια, σαν ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί στην ποίηση ή όπως θα έλεγε ο Percy Shelley σαν ένα Μεγάλο Ποίημα, το οποίο γράφεται αενάως.

Στα Κάρβουνα, εγκαταλείπει την εσωστρέφεια, του Ύστατου καπνού. Από τους ανθρώπους που είναι σαν κλειστά παραθυρόφυλλα, όπως στο ποίημα που παραθέσαμε στην αρχή, το βλέμμα του στρέφεται στα πεπρωμένα των ανθρώπων. Οι Πακιστανοί που πουλούν ομπρέλες έξω από τους σταθμούς του Ηλεκτρικού, ο μογγόλος της γειτονιάς, η μεσόκοπη πόρνη, ο παιδικός φίλος που τρελάθηκε είναι τα πρόσωπα που τον απασχολούν. Μιλώντας γι’ αυτά, μιλά και για τον εαυτό του γιατί είναι ο κόσμος, στον οποίο κινείται:

Ήτανε μια μεσόκοπη πόρνη
την πέτυχα σ’ ένα απόμερο χαμαιτυπείο
καλοφτιαγμένη για την ηλικία της
σίγουρα με πολλά χιλιόμετρα στην πλάτη
κι ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Η συνεύρεση μαζί της ήταν γεμάτη τρυφερότητα
προς έκπληξη μού δόθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Μετά μόνο κατάλαβα όταν είδα
το κομποσκοίνι που φορούσε στο χέρι.

(«Το κομποσκοίνι»)

Στα Κάρβουνα, αρκετά ποιήματα εμφανίζουν αφηγηματική δομή, έχουν, δηλαδή, αρχή-μέση-τέλος. Πρόκειται για μικρές ιστορίες ζωής. Ο ελλειπτικός λόγος της πρώτης ποιητικής συλλογής εγκαταλείπεται. Τα ποιήματα είναι γεμάτα επισημάνσεις και σχόλια. Ο Κοσσιώρης υιοθετεί ένα ύφος χωρίς χυμούς, λιτό, ρεαλιστικό. Και, ίσως η υιοθέτηση της αφηγηματικότητας από τη μεριά του, να είναι –όπως θα έλεγε η ποιήτρια Louise Glück- μια απόπειρα διαφυγής από τους αισθητικούς περιορισμούς του λυρικού. Μια προσπάθεια του ποιητή να κατονομάσει με υπερβολική λεκτική ακρίβεια, αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει. Επανεμφανίζονται θέματα παραγκωνισμένα ή όχι τόσο δημοφιλή, όπως ο αγοραίος έρωτας και η ερωτική έξαψη – θέματα οικεία σε αρκετούς ποιητές που έγραφαν στο κλίμα της Διαγωνίου. Ο Κοσσιώρης δεν μένει, όμως, ανεπηρέαστος από τη σπειροειδή γραμμή της σιωπής, που έχει αναπτυχθεί στην εποχή μας, είτε λόγω σεμνοτυφίας είτε εξαιτίας άλλων λόγων. Ένας ρεαλιστής ποιητής, για παράδειγμα, θα αποφύγει να χρησιμοποιήσει τη λόγια λέξη «χαμαιτυπείο» για να μιλήσει για τους οίκους ανοχής, όπως κάνει ο Κοσσιώρης στα ποιήματα «Το κομποσκοίνι», «Σε αναμμένα κάρβουνα», «Η ζωή είναι θέμα τύχης». Μια από τις γοητείες του ρεαλισμού είναι η απομάγευση του κοινωνικού περίγυρου, με τη χρήση λέξεων που διαρρηγνύουν εφησυχαστικές, συναινετικές ή/και λόγιες πλαισιώσεις.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ποιητικής συλλογής είναι τα μικρά ποιήματα. Με αφορμή απλά καθημερινά αντικείμενα, επιχειρεί να μιλήσει για κάτι ευρύτερο. «Όχι ιδέες αλλά πράγματα» ήταν μία από τις αρχές που διατύπωσε ο William Carlos Williams για την ποίηση του. Ωστόσο, τον Κοσσιώρη δεν τον ενδιαφέρει η ιδέα ή η αίσθηση, που θα σχηματίσει ο αναγνώστης από την παράθεση ενός αντικειμένου στο ποίημά του. Διατυπώνει τη σκέψη, που συνειρμικά προκαλεί στον ίδιο, η θέασή του:

Από τα μηχανικά
πάντα προτιμούσα τα ξύλινα μολύβια.
Είναι αυτή η αίσθηση προσωρινότητας
που σου προσφέρουν.

Κάθε ξυσιματιά
κι ένας μικρός θάνατος.

(«Τα μολύβια»)

Σα να θέλει να μιλήσει για τον πόνο των πραγμάτων:

Υπάρχουν και τασάκια ξεχασμένα
που ’χουν τη σκόνη μόνη συντροφιά
να τα σκεπάζει.
για μια φορά
δεν ένιωσαν
πως είναι
η ζεστασιά
από τη στάχτη.

(«Ξεχασμένα τασάκια»)

Τα συγκεκριμένα ποιήματα θυμίζουν ποιήματα του Τάσου Κόρφη και του Χρίστου Λάσκαρη, στα οποία η παρουσία ενός κρεβατιού ή μιας κρεμάστρας κινητοποιούν σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση. Στην υλικότητα, στην κατάσταση που βρίσκεται ή στη φθορά που έχει υποστεί ένα αντικείμενο, ο ποιητής προβάλλει ανθρώπινα συναισθήματα και σκέψεις. Ένα πεταμένο αποτσίγαρο, για παράδειγμα, γίνεται αφορμή για να μιλήσει ο ποιητής για μια κατάσταση ατομικής «εξάντλησης» και «διάλυσης»:

Το αποτσίγαρο αυτό
πάνω στο πεζοδρόμιο
μάταια προσμένει
μια τελευταία ρουφηξιά.

(«Το αποτσίγαρο»)

Στην ποίηση του Στράτου Κοσσιώρη υποβόσκει ένα δυσοίωνο προμήνυμα. Μια κακή προοπτική που αρχίζει να διαφαίνεται για τις ζωές των περισσότερων. Δεν πρόκειται για μία ψυχική κατάσταση, στην οποία ο ποιητής εμβαπτίζει όλα όσα συνέβησαν ή συμβαίνουν γύρω του. Αναγνωρίζει πως υπήρχαν εποχές που αντιλαμβανόταν διαφορετικά τα πράγματα και τους ανθρώπους:

Θαρρείς πως ανήκε σε μιαν άλλη εποχή
κυκλοφορούσε ατημέλητος
-εκτοπισμένος από την ίδια τη ζωή-
μ’ ένα τσιγάρο μόνιμα στο χέρι.
Είχε μακριά μαύρα λιγδωμένα μαλλιά
φόραγε γυαλιά μυωπίας και μόλις που έσερνε
σκυφτός
τα λιωμένα του σανδάλια.
Τον λυπόμουν μα τον απέφευγα
όποτε τύχαινε να τον συναντήσω στον δρόμο.

Μικρός τότε
τον παρακολουθούσα πίσω από το τζάμι
να περιφέρεται στη γειτονιά
ώσπου μια μέρα χάθηκε εντελώς.

Τα χρόνια πέρασαν
όμως συχνά διαισθάνομαι
πως και για μένα ένα κρυφό ναυάγιο
-που στοίχειωσε τα παιδικά μου μάτια-
αρχίζει ν’ αχνοφέγγει στον ορίζοντα
και κατακλύζει τη σκέψη μου ξανά
ο χαμένος της δεκαετίας του ’60.

Θα του χάριζα τώρα
απλόχερα τη φιλία μου
αν τον έβλεπα να ξεπροβάλλει από μια γωνιά.

(«Ο χαμένος της δεκαετίας του ’60»)

Ο «χαμένος της δεκαετίας του ’60» μοιάζει να είναι το ανάλογο όσων θα χαρακτηριστούν στην εποχή μας ως οι «χαμένοι και τα θύματα του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας». Το «κακό» δεν κατονομάζεται, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζει και ο ίδιος ο ποιητής ποια μορφή θα έχει:

Είναι πράγματι εντυπωσιακό
το πώς συναθροίζονται την κατάλληλη στιγμή
λίγο πριν το ξέσπασμα της μπόρας Πακιστανοί
πουλώντας ομπρέλες
έξω από τους σταθμούς του Ηλεκτρικού.
Γι’ αυτό αν τύχει κι έχω ξεχάσει
την ομπρέλα μου στο σπίτι δεν ανησυχώ.

Την άλλη μπόρα είναι που φοβάμαι –
κι απ’ αυτήν τρόπο δεν έχεις για να κρυφτείς.

(«Πακιστανοί»)

Ένα αίσθημα ακηδίας διακατέχει κάποιες φορές, τον ομιλητή των ποιημάτων του. Όλα μετατρέπονται σε μια λεία επιφάνεια και κυλούν αδιάφορα στο χρόνο. Τα μεταϋλιστικά προτάγματα απογυμνώνονται από νόημα και ο άνθρωπος μένει μόνος με το βαθύ αίσθημα της μοναξιάς:

Πόσα βράδια
όταν ξυπνούσα μέσα στη νύχτα
κουλουριαζόμουν στο κρεβάτι περιμένοντας
μέχρι τη στιγμή εκείνη που θ’ ακουγόταν
το πρώτο κελάηδισμα των πουλιών
κι ο ήχος του σκουπιδιάρικου
να μαζεύει καρτερικά
τ’ αποφάγια της μοναξιάς μας.

(«Το σκουπιδιάρικο»)

Στο σημείο αυτό, θέλω να καταθέσω τον προβληματισμό μου. Τι σημασία έχει η εστίαση στις επιδράσεις, που έχει δεχθεί ένας ποιητής; Μήπως αντιμετωπίζοντας την ποίηση σαν ένα σύστημα γενιών, επιρροών, επιδράσεων, σχολών, υφών δεν της φοράμε έναν στενό κορσέ; Στην ιστορία της ποίησης από τα έπη έως τα δημώδη κείμενα, ο τραγουδιστής απαγγέλλει τους στίχους του δασκάλου του κι έχει τη δυνατότητα κάθε φορά να παραλλάσσει το κείμενο. Ασφαλώς, έχει αλλάξει η λειτουργία της ποίησης. Και έχει αλλάξει, επίσης, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ποιητή, ο οποίος έχει αποκτήσει (για εμάς) οντότητα, αυτονομία και επιζητούμε από αυτόν να είναι πρωτότυπος. Να δημιουργεί με το ποιητικό του έργο αυτό που αποκαλούμε ποιητικό πρόσωπο, με το οποίο θα τον διακρίνουμε και θα τον ξεχωρίζουμε από τους υπόλοιπους ποιητές. Φοβάμαι, όμως, πως με αυτόν τον τρόπο, ο εκάστοτε ποιητής και το έργο του υποβαθμίζονται σε σχέση με το όλον, με το σύστημα, που είναι μια επιμέρους κατασκευή. Και τα ερωτήματα ποιος αξιολογεί/κατηγοριοποιεί και με ποια κριτήρια, μένουν κάθε φορά χωρίς ικανοποιητικές απαντήσεις.

Στράτος Κοσσιώρης

Συνοψίζοντας: αναδρομικά, και με τρόπο αυθαίρετο μερικές φορές, κατηγοριοποιούμε τους ποιητές. Για κάποιους μεταγενέστερους, αυτές οι κατηγοριοποιήσεις, ενδέχεται να λειτουργήσουν ως ένα corpus ποιητικής παράδοσης και ποιητικού ύφους, το οποίο θα παίξει το ρόλο του ποιητικού προδρόμου. Το διακύβευμα είναι αν ο ποιητής που δέχεται τις επιδράσεις θα απογαλακτιστεί ή θα καταποντιστεί από αυτές ή θα δημιουργήσει ένα έργο αναγνώσιμο, αλλά όχι αναγνωρίσιμο, χωρίς δηλαδή, τη δική του ταυτότητα.. Ωστόσο, για όσους είναι εξοικειωμένοι με το συγκεκριμένο ύφος ποιητικής γραφής, η ποίηση του Στράτου Κοσσιώρη είναι μια ενδιαφέρουσα κατάθεση, με τις επισημάνσεις που κάναμε, να λαμβάνονται υπόψη εντός των πλαισίων της μερικότητας και της αποσπασματικής προσέγγισης, που χαρακτηρίζει ένα κείμενο κριτικής.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Inge Morath.]

Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη