Ήρθε κι ο Γενάρης, η νέα εποχή, μόλεμα παντού απ’ άκρη σ’ άκρη, το πενήντα οχτώ θα ’τανε μπορεί κι αργότερα, η θάλασσα τον ξέβρασε, γεροντοκόρη η λεγάμενη, είπε να τη στεφανωθεί, μαύρο το φως κείνη τη μέρα, δώσανε τα χέρια, διαβολεμένος γαρμπής, σ’ ένα σπιτάκι απάνου στα κάθετα βουνά να ρίξουνε στο ριζιμιό λιθάρι. Είχαν τσακίσει τα νεφρά του στο θανατονήσι, και οι χωριανοί τον κοίταζαν λοξά τον αμετανόητο ‒μα τι τα θες, ήταν καλά, μα την Παναγία, ύστερα από καιρό ήταν καλά μαζί της, το αμίλητο κοίταγμα το χάραμα που έψηνε καφέ στη χόβολη, τα πρησμένα σαν γκορτσιές πόδια του δεν τον πόναγαν πια, δυο δυο στην καταχνιά του χρόνου, και την αγγίζει, είναι ζωντανή, πιο ζωντανή από τις άλλες, μπαίνει σίφουνας μέσα της τρυπώντας το σκοτάδι, δίνει όρκους, εκείνη τους ξέρει τους άντρες σαν την γλεντήσουν τη γυναίκα δεν την αντέχουν τη στεριά, αυτός είναι αλλιώς, μόνο εκείνη του χαρίζει φως, κάθε βράδυ τον πλένει τον λούζει μαλάζει στα στήθια της τα χέρια του ‒ώι ώι μάνα μου‒ τον ακούει ‒ώι ώι μάνα μου‒ και σαν βρέφος αποκοιμιέται πάνω της φορώντας κατάσαρκα το βλέμμα της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Tibor Nagy.]








