«Ποιό είναι τελικά το νόημα του νοήματος»; αναρωτήθηκε φωναχτά η Γυναίκα Κιμωλία. Έγραφε ασταμάτητα τον εαυτό της σε έναν μαυροπίνακα όμως ο κύριος Σπόγγος, ένας φαλακρός επιστάτης, ερχόταν από πίσω με ένα πελώριο σφουγγάρι και την έσβηνε συνέχεια.
«Σιχαίνομαι να αφήνω μαδημένα φτερά τσαλαπετεινού και πράσινα βατράχια αποσιωπητικά», είπε δυνατά στην Άδεια γυναίκα που καθόταν δίπλα της.
«Εννοείς ποιήματα»; την ρώτησε αυτή. «Μακάρι να ήξερα. Μακάρι να μη με κυνηγούσε ο κύριος Κενό. Μακάρι να μην ήθελε να με φάει».
Η Γυναίκα Κιμωλία έγραψε τότε την λέξη βοήθεια στον μαυροπίνακα, αλλά ο κύριος Σπόγγος έσβησε πάλι την κατάληξη και έμεινε η λέξη βοή. Και επειδή ο ήχος γεννιέται, μία καμπάνα άρχισε να χτυπά μακριά.
Ύστερα η φωτεινή επιγραφή που έγραφε σύμπαν έσβησε και μία μέδουσα άρχισε να φωσφορίζει στο σκοτάδι.
Ένας άντρας πλησίασε τότε τις δύο γυναίκες.
«Είμαι ο Έρωτας», τους είπε, «και είμαι τρομερά αφηρημένος. Μήπως θυμάστε τον ρόλο μου στο θεατρικό;»
«Νομίζω», προθυμοποιήθηκε η Γυναίκα Κιμωλία, «ότι βγαίνετε στη σκηνή και λέτε την φράση: Εξισορροπώ τον θάνατο».
«Μπα, αποκλείεται να λέω κάτι τόσο μακάβριο», απάντησε αυτός. «Άλλωστε, δεν θάθελα να είμαι στα παπούτσια του Θανάτου. Θα επιθυμούσα να φορώ το δικό μου κουστούμι. Πρέπει να λέω κάτι σαν:
Συγγνώμη έχω χαθεί, μήπως ξέρετε που έχω αφήσει την ομπρέλα μου;»
«Ω, αυτός υποτίθεται ότι θα μας λυτρώσει»; ψιθύρισε τότε η Άδεια Γυναίκα στην Γυναίκα Κιμωλία. «Αυτός είναι ολοφάνερα περαστικός με μυαλό πουλιού και μνήμη σκαθαριού».
«Είμαστε χαμένες από χέρι λοιπόν», είπε η Άδεια Γυναίκα και έδειξε το δεξί της χέρι που έλειπε από τον καρπό, ενώ ο κύριος Κενό καθάριζε τα δόντια του με μία οδοντογλυφίδα.
«Μη στενοχωριέστε» είπε ο Έρωτας, «η ομπρέλα θα βρεθεί, είναι ζήτημα χρόνου».
«Χρόνος, να ένα ωραίο έδεσμα» είπε ο κύριος Κενό και σκούπισε τα χείλη του με ένα μεγάλο μαντήλι που έβγαλε από την τσέπη του.
«Άραγε», άρχισε να γράφει η Γυναίκα Κιμωλία και ύστερα ράγισε ολόκληρη.
«Απόψε αισθάνομαι κάπως …», άρχισε η Άδεια Γυναίκα, αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση της και ο κύριος Κενό την απορρόφησε με θόρυβο.
Ο Έρωτας υποκλίθηκε στο ακροατήριο.
«Συγγνώμη, μήπως μπορείτε τελικά να με διαφωτίσετε για το ποιος είναι ο ρόλος μου εδώ πέρα;» ρώτησε ταπεινά.
Από το μπροστινό κάθισμα πετάχτηκε τότε η Γυναίκα Κονσέρβα.
«Ξέρω ακριβώς ποιος πρέπει είναι ο ρόλος σας», του είπε και τον έκλεισε σφιχτά μέσα στο μεταλλικό της σώμα.
22.3.2017
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]