Μάκης Τσίτας, Το όνομά μου είναι Δώρα, εκδ. Μίνωας, Αθήνα 2017.
Ο Μάκης Τσίτας κάνει χίλια πράγματα και ανάμεσα στα χίλια, κάθε χρόνο κι ένα παιδικό βιβλίο. Δεν ξεχνάει ποτέ τη μικρή αναγνωστική του γενιά, την οποία προετοιμάζει σωστά για το μέλλον. Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει, λέει ο Ηράκλειτος, αλλά και ρόδα που γυρίζει και επανεπιβεβαιώνει πως ένας είναι ο δρόμος άνω και κάτω, και ο χθεσινός ήρωας και η χθεσινή ηρωίδα του θα είναι οι αυριανοί αναγνώστες του, Μάρτυς μου ο Θεός και οι Άγιοι Πάντες. Γι’ αυτό η γενιά πρέπει να ετοιμαστεί με ωραίο υλικό. Να βλέπει, να ακούει και να δέχεται τα ερεθίσματα σωστά.
Το έχουμε ξαναπεί πως ο Τσίτας δεν γράφει παραμύθια αλλά μικρές ιστορίες με παιδιά, μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, διαμορφώνοντας έτσι ένα πλαίσιο αναφοράς στην ενότητα «Οικογενειακές σχέσεις». Όλοι οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία του είναι δυνάμει άξιοι αυριανοί πολίτες και σημερινά ταλαντούχα παιδιά, παρά την όποια ιδιοτροπία τους, φόβο ή αδυναμία να συμμορφωθούν στο περιβάλλον και να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της καθημερινής, μικρής ζωής τους. Αυτά στην αρχή της κάθε ιστορίας γιατί, πριν πέσουν οι τίτλοι Τέλους, όλοι οι μικροί ήρωες έχουν ξεπεράσει κάθε δυσκολία, ανασφάλεια, ενδοιασμό.
Αυτή τη φορά έχουμε μπροστά μας ένα αστέρι, που θα λάμψει ποικιλοτρόπως αύριο μεθαύριο, σε δέκα, είκοσι χρόνια. Το αστέρι το λένε Δώρα και μας αυτοσυστήνεται από την πρώτη σελίδα, με άνεση, σαν φίρμα που ακόμα δεν έγινε αλλά μέσα στο σπίτι της είναι και παραείναι γινωμένη.
Λοιπόν, «Με βαφτίσανε Θεοδώρα, δηλαδή Θοδώρα, και με λένε Δώρα». Και ήδη η ατάκα έπεσε σε κλίμακα κατιούσα, σε κάθε παραλλαγή το όνομα χάνει και από μία συλλαβή για να καταλήξει από τετρασύλλαβο δισύλλαβο. Με κρυμμένη και αποκομμένη τη θεϊκή καταγωγή, κερδίζει την κατάληξη: Δώρα. Η ηρωίδα μας είναι με πολλά φυσικά χαρίσματα προικισμένη, ωστόσο δεν είναι ευχαριστημένη. Θα ήθελε να την λένε Ιφιγένεια (Εν Αυλίδι, Εν Ταύροις, Εν Ληξουρίω;), Άννα (Φρανκ, Μπολένα, Καρένινα;), μήπως Ζιζέλ (εκείνη του μπαλέτου; Ή το μοντέλο;), Νάντια (εκείνη του Βρετόν; ή εκείνη τη χορεύτρια με τα μακριά μαύρα μαλλιά;). Ποιος ξέρει τώρα πώς της κόλλησαν όλα αυτά τα ονόματα, αφού είναι μόνο χρόνων έξι και για να ωριμάσουν κάποια από τα ταλέντα που φέρουν οι παραπάνω ηρωίδες έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη, και όχι μόνο, δεκαετία. Εκείνη πάντως δεν βλέπει και τόσο μακριά. Όταν θέλει να μεγαλώσει φτάνει μέχρι το εννιά.
Επόμενο βήμα των συστάσεων είναι να μας γνωρίσει τους γονείς της. Η μαμά, ψηλή, λεπτή, ξανθιά, γαλανομάτα, με κάτασπρη επιδερμίδα, «όπως είμαι εγώ!», ιδού το πρότυπο. Η μαμά γέννησε το πιστό της αντίγραφο, για να πάει το σόι βασίλειο. Κι ο έρμος ο μπαμπάς, ψηλός, μελαχρινός, σκούρα μάτια, μαύρα φρύδια και μαλλιά, κοιλίτσα και χοντρή φωνή, «Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ γλυκός». Όταν η δασκάλα είπε στα παιδιά να ζωγραφίσουν την οικογένειά τους, η Δώρα ζωγράφισε μόνο τον εαυτό της πλάι σε μια πόρτα. Οι άλλοι; Έφαγαν πόρτα. Στα γενέθλια ο μπαμπάς θα της φέρει τούρτα, η μαμά την πήρε μαζί της στο κομμωτήριο, από τα αγόρια στο σχολείο, ο ένας της βρωμάει ο άλλος της ξινίζει, όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει τραγουδίστρια, ηθοποιός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φωτομοντέλο, χορεύτρια, δασκάλα, νοσοκόμα, αεροσυνοδός, αλλά μάλλον δύσκολο όλα αυτά μαζί, πάντως κάτι από αυτά θα γίνει, έχει πολλά όνειρα να πραγματοποιήσει. Επίσης της αρέσει η βόλτα στο σούπερ μάρκετ, ο σκύλος της γιαγιάς της, οι ζωοτροφές και τα παπούτσια της, από τα γλυκά που της αρέσει όλος ο μακρύς κατάλογος, εν ολίγοις της αρέσουν όλα, και η φίλη της η Γεωργία, αν και την τσαντίζει μερικές φορές και ο εξάδελφός της ο Πέτρος που λέει όλο το ίδιο ανέκδοτο με τη μαϊμού. Τέλος, αν και οι γιορτές αργούν, η Δώρα έστειλε γράμμα στον Άι-Βασίλη να της φέρει έναν… ελέφαντα.
Αυτό είναι το υλικό που πάνω του κεντάει ο Τσίτας την προσωπικότητα ενός κοριτσιού, τα κεντρίσματα που παίρνει από τη ζωή, όπως με τα παιδικά της μάτια τη φαντάζεται, και που σαν μοναχοπαίδι έχει όλον τον κόσμο στα πόδια της. Οι υπερβολές της σε όλα δείχνουν την παιδική αφέλεια και αθωότητα, την παιδική φιλοδοξία να γίνει ετούτο κι εκείνο και τ’ άλλο, σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει τα μοντέρνα, τα διανοουμενίστικα, τα καλλιτεχνικά, ακόμα και συντηρητικά και παλιομοδίτικα: δασκάλα ή νοσοκόμα. Όλα στο μυαλουδάκι της όμορφης και μοναχοθρεμμένης κόρης με την πλούσια φαντασία, ασκούν γοητεία, το καθένα τη δική του την ξεχωριστή. Όπως και όλες τις λιχουδιές. Ο κόσμος της μικρής Δώρας είναι γεμάτος από την ωραία υπερβολή, είναι φωτεινός και όμορφος. Η Δώρα ζει μέσα στο άνετο σπίτι, στο πριγκιπικό δωμάτιό της, με την αγάπη των δικών της. Η κάποια ενόχληση από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της είναι φυσιολογική, αλλά η ευπρέπεια και η καλή της αγωγή δεν της επιτρέπουν να δείξει την απαρέσκειά της. Με πλάγιο τρόπο ο Τσίτας μας δείχνει ότι τα παιδιά πρέπει να πλένουν τα δόντια τους, αλλιώς γίνονται απωθητικά, όπως ο συμμαθητής της ο Τάκης. Αλλά και ο Κωστάκης που τα πλένει; Η Δώρα ξέρει από τώρα να κάνει επιλογές!
Η δομή της ιστορίας: Η Δώρα πρώτη και καλύτερη, μετά οι γονείς, μετά η δασκάλα, το σχολείο, οι συμμαθητές, οι φίλοι και οι συγγενείς, το φαρμακείο, το ζαχαροπλαστείο, το κομμωτήριο και το σούπερ μάρκετ, όλα έχουν το ρόλο τους στην πυραμίδα των προτεραιοτήτων. Η Δώρα μας έκανε το γύρο του μικρού κόσμου της, μας έδειξε την μικρή γεωγραφία της, μας ξενάγησε μέσα και έξω από την καρδιά της, στα ενδιαφέροντά της, μας έδειξε τις προτιμήσεις της. Όσο για το πλήθος των απαιτήσεών της, αυτό ακριβώς το πλήθος δείχνει και τον πλούτο των γνώσεών της. Η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου, λέει ο Βιντγκενστάιν και η Δώρα έχει ένα πολύ πλούσιο λεξιλόγιο, για την ηλικία της. Και ο Τσίτας προβάλλοντας ένα κοριτσάκι που τα θέλει όλα, παρά τις υπερβολές του, προβάλλει την εξελισσόμενη προσωπικότητα που πρέπει να μαθαίνει, να κάνει επιλογές, να δέχεται και να απορρίπτει, να ξέρει τι θέλει και ας θέλει, για την ώρα, τα πάντα. Θέλοντας τον κόσμο όλο, δυνάμει είναι η ηρωίδα του μέλλοντος. Με την ομορφιά της και με τη δύναμη του χαρακτήρα της θα τον κατακτήσει.
Ο Μάκης Τσίτας, εκτός από συγγραφέας βραβευμένος, δημοσιογράφος, εκδότης περιοδικών, διευθυντής του ενημερωτικού site Diastixo.gr για το βιβλίο και τον πολιτισμό, έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014, το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, έχει ανεβεί στο θέατρο, στίχοι του έχουν μελοποιηθεί, έχει γράψει και δεκαπέντε βιβλία για παιδιά. Ξέρει πια να διαβάζει το παιδικό μυαλό, ξέρει να εισχωρεί στις παιδικές ψυχές και ξέρει να ανιχνεύει τις επιθυμίες τους. Μάλλον, έχει το ταλέντο να στήνει τις ιστορίες του έτσι που να καθοδηγεί. Στην τωρινή ηρωίδα του, τη Δώρα, παρέχει πολλές εναλλακτικές. Η Δώρα δεν θα πάει χαμένη, και τον ελέφαντα θα καταφέρει να τον χωρέσει στο δωμάτιό της. Σαν να λέει ο Τσίτας ότι πρέπει να ζητάς και να διεκδικείς, να ξέρεις να απορρίπτεις, να επιλέγεις και να προχωράς.

Για την όμορφη ιστορία η Ρένια Μεταλληνού, ταλαντούχα γραφίστρια, σχεδιάστρια μόδας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων, σκηνοθέτησε και έστησε έναν φωτεινό παράδεισο, με όλα τα χρώματα της ίριδας να συνεπικουρούν και να βοηθούν τη Δώρα να παίξει τους ρόλους της. Η Δώρα με τους φιόγκους στα πλούσια ξανθά μαλλιά της, η Δώρα με τα φορέματα που κάθε ρόλος απαιτεί, η Δώρα στην καρέκλα του σκηνοθέτη, η Δώρα, «Κατ.!», να προστάζει. Σχήματα και χρώματα κερδίζουν τις μικρές αναγνώστριες, με τη Δώρα πρωταγωνίστρια σε όλους τους ρόλους. Κείμενο και ζωγραφιά μας βγάζουν από τη ρουτίνα και να μας μεταφέρουν για λίγο στον χρωματιστό κόσμο των παιδιών, εμάς τους μεγάλους γονείς και γονείς των γονιών που ξαναγινόμαστε παιδιά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]