Γεώργιος Μόρμορης
Αμύντας (1745)
Ελεύθερη παράφραση από το ομώνυμο έργο του Torquato Tasso (1573)
Δραματουργική προσαρμογή: Σπύρος Ευαγγελάτος
Εκδόσεις Κάπα 2016
Ένα κορμί χωρίς ψυχή/ σαπίζει και βρομίζει·
Δίχως αγάπη μια καρδιά/ μαραίνει και χλωμιάζει
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος ανήκει στην περιουσία του ελληνικού θεάτρου. Είναι ο άνθρωπος που όχι μόνο σκηνοθέτησε μεγάλα και γνωστά θεατρικά έργα, ελληνικά και ξένα, αλλά ανέσυρε από την αφάνεια άγνωστα έργα και συγγραφείς από το επτανησιακό θέατρο, από το θέατρο της Βενετσιάνικης Κρήτης και άλλα της ελληνικής Γραμματείας. Στην επτανησιακή παραγωγή ανήκει και ο Γεώργιος Μόρμορης και ο Αμύντας του που ανέβηκε με εξαιρετική επιτυχία φέτος το καλοκαίρι στο Ηρώδειο.
Ο Ευαγγελάτος την «κλήση» για τα «ξεχασμένα» έργα την έλαβε από τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου «Βαγιονάκης» στα 21 του χρόνια, όταν είδε εκεί τον Φορτουνάτο του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου να του κάνει νεύμα. «Κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό, απ ’να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», είπε, όπως λέει ο Ελύτης, και ανέλαβε να τον σκηνοθετήσει, στα 1965, σε μια εποχή που όλοι ασχολούνταν με το παράλογο· ένα έργο που ήταν γνωστό, μόνο ως τίτλος και μόνο στους φοιτητές της Φιλοσοφικής και όσους διαβάζουν καλά τις εισαγωγές των σχολικών βιβλίων. Κι έτσι κέρδισε το στοίχημα της νεανικής του ηλικίας, να κάνει θέατρο, να προσθέσει έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων καλλιτεχνών της οικογένειας, ο γιος του Αντίοχου, που ήταν αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και της αρπίστριας Ξένης Μπουρεξάκη, ο αδελφός της Δάφνης που είναι διακεκριμένη διεθνώς στο χώρο της όπερας, και πατέρας της Κατερίνας που συνεχίζει το έργο του, σκηνοθέτις αντάξια του μεγάλου ονόματος, καθώς και της εκλιπούσας ηθοποιού μητέρας της Λήδας Τασοπούλου.
Ο Ευαγγελάτος λοιπόν έκανε έρευνα και βρήκε τον ιατροφιλόσοφο συγγραφέα από τα Κύθηρα και το έργο του, το οποίο τυπώθηκε ανώνυμα στη Bενετία σε μια ελεύθερη μετάφραση του Aminta του Torquato Tasso το 1573. Ανακάλυψε δηλαδή πως πίσω από την ανωνυμία κρυβόταν ο επτανήσιος από τα Κύθηρα (τα Κύθηρα διοικητικώς ανήκουν στα Επτάνησα) Γεώργιος Μόρμορης.
Ο Αμύντας ανήκει στην «ποιμενική κωμωδία» – commedia pastorale- με δάση, ερωτευμένους βοσκούς, ζώα, παρθένες, αμαζόνες, άγρια και ανύπαρκτα θηρία (σαν τα Φανταστικά όντα του Μπόρχες που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Γιώργου Βέη), όπως σάτυροι, δράκοι, θεοί του έρωτα. Μόδα της εποχής όλα αυτά που τα βρίσκουμε και στον Σαίξπηρ, στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας παραδείγματος χάριν, στην ελληνική Πανώρια του Χορτάτση και αλλού.
Το κείμενο του Μόρμορη «ακτινοβολεί μια αίσθηση εφηβικής δροσιάς με γοητευτικό χιούμορ και συναρπαστική γλώσσα, ανάμειξη της τότε κοινής με το ιδίωμα των Κυθήρων», γράφει ο Ευαγγελάτος στο εισαγωγικό σημείωμα. Η «ποιμενική κωμωδία» προβάλει μια τάση φυγής του ανθρώπου προς τη φύση. Οι «βοσκοί» και οι «νυμφάδες» συμπεριφέρονται σαν «ευγενείς αρχοντικών οίκων». Κι επειδή, όπως ήδη έχουμε πει πολλές φορές και θα το ξαναπούμε, ο έρωτας σώζει, φέρνει όμως και δεινά, ο καημένος ο Αμύντας θέλει να αυτοκτονήσει, διότι δεν τον θέλει η Σίλβια. Η αυτοκτονία δεν είναι της μόδας στο θέατρο και θα αργήσει να γίνει. Ο Βέρθερος θα γραφτεί τον άλλο αιώνα. Ο Μόρμορης προηγήθηκε. Επειδή, λοιπόν όλα αυτά… ο έρωτας κυριαρχεί στο έργο.
Για την παράσταση του Αμύντα ο Ευαγγελάτος μας λέει ότι οργάνωσε την εξέλιξή της σε διαφορετικές αισθητικές εκφράσεις: μπαρόκ, ροκοκό, ρομαντισμό, 20ό αιώνα και «πέρασμα» στον 21ο και ότι όλη η σύνθεσή της ρέπει άλλοτε προς τον εφιάλτη και άλλοτε προς την ποιητική φάρσα. Επίσης συντόμευσε το κείμενο, αφαιρώντας κυρίως τους στίχους που επαναλαμβάνονταν. Τα διαλεκτικά στοιχεία τα κράτησε, τα δύσκολα τα απέσυρε, κάποια χορικά μεταμόρφωσε σε ιντερμέδια και οι στίχοι χόρεψαν με τον έρωτα σε γοητευτικό 15σύλλαβο:
Ας κάμει ο Αμύντας τα ποθεί, ας κάμει ό,τι θέλει
κι εμέ δια την αγάπην του τίποτας δε με μέλει…
Και ο δυστυχής Αμύντας πάει να αυτοκτονήσει:
Πόνε σκληρέ, που τυραγνάς μέσα στα σωθικά μου,
τι κάνεις και δεν απολλάς παντελώς την καρδιά μου;
Κι εγώ πηγαίνω βιαστικά, πλέον να μη γυρίσω·
κλάψετε, νύμφες και βοσκοί, πάγω να ξεψυχήσω
τότε όμως η Σίλβια αλλάζει γνώμη και αναφωνεί:
Αμύντα, όνομα γλυκό, ναι, είμαι ερωτευμένη
Ο Επίλογος που απαγγέλλεται από όλον τον θίασο και έχει καταλήξει στη συνετή απόφαση να γλιτώσει από τα δεινά του έρωτα, αντικαταστάθηκε από μουσικό επίλογο. Ωστόσο του Επιλόγου ο επίλογος ήταν:
Έρωτα, δε σου γυρεύω, / τέτοια χάρη εγώ τη φεύγω
Χάρισέ της αλλουνών,/ των αγνώστων και λωλών.
Στην παράσταση του έργου στο Ηρώδειο στις 8-7-2016, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σύμφωνα με την κριτική παρουσίαση της Μαρίας Κοτοπούλη (Παραθέματα Λόγου, 15 Ιουλίου 2016), ο Ευγγελάτος μας θύμισε «τον καλό, εμπνευσμένο εαυτό του, ανέδειξε με ευφυή διδασκαλία και σκηνοθετικά μέσα τις αρετές και την ποιητική ατμόσφαιρα του έργου». Ο Σκηνοθέτης, ξεκίνησε «από τα βάθη του χρόνου, με τη βοήθεια της ωραίας μουσικής σύνθεσης του Γιάννη Αναστασόπουλου, θαυμάσια ερμηνευμένης από τον Μάριο Σαραντίδη και το εκλεκτό τρίο, Άκη Στρατουδάκη βιολί, Στέφανο Χατζηαναγνώστου φλάουτο, Έλενα Παπανικολάου πιάνο, που έπαιζαν ζωντανά επί σκηνής… Με ποίηση και φαντασία, βοσκοί και βοσκοπούλες, Σάτυροι, Φαύνοι, Νύμφες και Χορός, άνοιξαν τις πύλες του χτες για να εισχωρήσουν στο σήμερα και να μας δείξουν ότι η ιστορία, η μυθολογία, η παράδοση, αντανακλώνται στο παρόν, προσφέροντας την ευεργεσία των δώρων τους στο σύγχρονο κοινό, που όρθιο, μέσα στο θέατρο, χειροκροτούσε, παλλόμενο από χαρά και πνευματική ευωχία». Τα χειροκροτήματα του κοινού επαναλήφθηκαν τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου ο Ευαγγελάτος βραβεύτηκε για το βιβλίο του Γεώργιος Μόρμορης, που εκδόθηκε από το ΜΙΕΤ το 2012.
Αυτού του Μόρμορη τον Αμύντα, για τις ανάγκες της θεατρικής παράσταση, έχουμε στα χέρια μας από τις επιμελημένες εκδόσεις Κάπα.
Το βιβλίο, πέρα από το εισαγωγικό σημείωμα του Ευαγγελάτου και το εύχυμο κείμενο του Μόρμορη, περιέχει γλωσσάρι, απόσπασμα από τη μελέτη του Gilbert Highet (Η κλασική παράδοση. Ελληνικές και ρωμαϊκές επιδράσεις, ΜΙΕΤ 2000), όπου γίνεται λόγος για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιδιόμορφου αυτού θεατρικού είδους της Αναγέννησης, που συνδυάζει κλασικά και συγχρονικά στοιχεία σε νέα μορφή. Επίσης, παρατίθενται σταχυολογήματα από το βιβλίο του Ευαγγελάτου, στα οποία μας δίνονται πληροφορίες για τον Μόρμορη, τη γέννησή του στη Φορτέτζα των Κυθήρων το 1720, το γάμο του με την κατά πολύ νεότερή του «Κυρά Ελένη», τα έντεκα παιδιά του, τις σπουδές του στην Πάδοβα, τον διδακτορικό του τίτλο, τη συγγραφή του Αμύντα και τις σχέσεις του με το ιταλικό πρότυπο, τον Aminta του Τάσσο (ο Ευαγγελάτος επιμένει πως είναι «άλλο» έργο), το διορισμό του ως κρατικού γιατρού στα Κύθηρα, όπου έζησε και έγραψε και πέθανε στα 1790. Τέλος, εικαστικό υλικό, πορτρέτο, φωτογραφίες από την παράσταση ολοκληρώνουν την έκδοση. Ας προσθέσουμε και την εκτίμηση από την εικαστική εντύπωση του βιβλίου, του οποίου οι σελίδες από χρωματική άποψη υπακούουν στην αισθητική του άσπρο-μαύρο, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί ένα ένθετο που παριστάνει κάτι σαν άλογο και ελάφι και φτερωτό, μαύρο και γυαλιστερό που κάτω από το δυνατό φως του προβολέα γίνεται κόκκινο, και μοιάζει σαν να έρχεται από τον φανταστικό κόσμο του έργου σχίζοντας το λευκό της αδιάφορης επιφάνειας.
Πέρασαν σχεδόν 230 χρόνια μετά που ο Μόρμορης πέθανε και ξεχάστηκε αλλά μέσω Ευαγγελάτου αναγεννήθηκε και χειροκροτήθηκε στην παράσταση και ξαναζεί μέσα από το βιβλίο, πλαισιωμένος από τα φρέσκα πρόσωπα των ηθοποιών που έπαιξαν τους ρόλους και ζωντάνεψαν το έργο του και την εποχή του.
Στα εικαστικά του τόμου απολαμβάνουμε τις φωτογραφίες από την παράσταση, τα πορτρέτα των ηθοποιών με τα κοστούμια τους, σκίτσα, πορτρέτα, φωτοαντίγραφο της πρώτης έκδοσης του ΑΜΙΝΤΑ του Τάσου, Εν Ενετίησιν 1715, σελίδες λευκές, σελίδες μαύρες, όλα στην ίδια αισθητική καλαίσθητα και ξεχωριστά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]