frear

Το καρτοτηλέφωνο – του Κυριάκου Γιαλένιου

Την πρώτη φόρα που τον πρόσεξα ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων. Γυρνούσα από τη σκοπιά στις τέσσερις τα χαράματα. Την ώρα του λύκου. Συνήθως έκανα δεκαπέντε λεπτά για να φτάσω από τη σκοπιά στους θαλάμους αλλά με το κρύο που είχε, σχεδόν έτρεχα στον γυρισμό οπότε τέσσερις και πέντε ήμουν πίσω. Όλο το στρατόπεδο έτριζε κάτω από ένα παχύ στρώμα πάγου. Οι θάλαμοι ήταν έξι στη σειρά και στο τέλος τους υπήρχε το γραφείου του υπαξιωματικού υπηρεσίας που παραδίδαμε όπλα και εξαρτύσεις. Πιο πέρα, μετά την παρέλαση όλων αυτών των μισόκλειστων ξεδοντιασμένων θυρών, έστεκε σαν βαλσαμωμένο διαστημικό πλάσμα το μοναδικό καρτοτηλέφωνο του λόχου. Το αντικείμενο του πόθου για εκατοντάδες νέους άντρες που είχαν την ατυχία να στρατευθούν λίγα χρόνια πριν εμφανιστούν τα κινητά τηλέφωνα. Και ειδικά τις γιορτινές μέρες.

Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, μπορώ να ορκιστώ πως όταν μπήκα μέσα να αφήσω το σκουριασμένο G4 τουφέκι μου δεν υπήρχε κανένας εκεί. Βγαίνοντας λίγα λεπτά αργότερα, περισσότερο τον άκουσα πάρα τον είδα. Είχε γυρισμένη τη πλάτη προς έμενα και το σώμα του ήταν σφηνωμένο στο ελάχιστο κενό μεταξύ του πλαστικού προστατευτικού και της συσκευής. Η ράχη του δονούνταν από κάτι εσωτερικό και βίαιο. Τότε αντιλήφθηκα πως στεκόταν μπροστά μου ξυπόλυτος, φορώντας μόνο ένα χακί φανελάκι και τη σκελέα του. Στις τέσσερις τη νύχτα, στους μείον πέντε βαθμούς! Ένιωσα μια ασυγκράτητη παρόρμηση να βγάλω το πανωφόρι μου, να σκεπάσω αυτό το άγνωστο σώμα και να φύγω αθόρυβα αλλά καθώς στεκόμουν αναποφάσιστος, εκείνος βρόντηξε με όση δύναμη είχε το ακουστικό και αστραπιαία έκανε μεταβολή. Δεν έδειξε καμία έκπληξη που με βρήκε να στέκομαι πίσω του. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου μόνο για δύο δευτερόλεπτα αλλά αμέσως κατάλαβα ότι τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Πυρετός και θύελλα. «Όλοι είμαστε μόνοι», ψιθύρισε περνώντας από δίπλα μου και το σκοτεινό στόμα ενός θαλάμου τον ρούφηξε.

Την επόμενη είχα πάλι σκοπιά. Στην υπερυψωμένη, δύο μέτρα πάνω από το έδαφος με άψογη οπτική ορατότητα. Δώδεκα με δύο τη νύχτα. Λίγο πριν την μία κατέφτασε ο εφοδεύων. Δεν απάντησε σε κανένα από τα συνθηματικά που φώναζα, ως όφειλε. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι του να με κοιτάξει. Έκατσε στη βάση της ασβεστωμένης σκάλας αμίλητος και έβγαλε ένα τσιγάρο. «Περίμεναν να φύγω φαντάρος, να έρθω στην άλλη άκρη της χώρας για να την παντρέψουν με άλλον. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έφυγε και από το νησί. Όταν γυρίσω εκεί πίσω θα είναι σα να μην είχα καθόλου ζωή». Μονολογούσε ή τα έλεγε σε μένα; Ποτέ δεν κατάλαβα. Τον αναγνώρισα από τη φωνή όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται. Ήταν σαν ένα ηλεκτρικό καλώδιο που στις άκρες του πετάει σπίθες από την υπερβολική τάση.

Μετά έγινε το Χριστουγεννιάτικο γλέντι για όσους είχαμε ξεμείνει στις γιορτές εντός στρατοπέδου. Όσο κι αν έψαξα δεν τον είδα πουθενά. Έφυγα με άδεια λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, γύρισα τα Φώτα και το πρώτο βράδυ που πήγα στο καρτοτηλέφωνο βρήκα μια τρύπα να χάσκει. Η φωνή του επιλοχία ήρθε ως αυτόβουλη απάντηση στο απορημένο μου βλέμμα. «Το διέλυσε πριν λίγες μέρες ένας ηλίθιος από τα νεύρα του. Μέσα στη νύχτα, δεν τον πήρε κανείς χαμπάρι αλλά ποιος ξέρεις πόσο φοβήθηκε, από τότε έχει εξαφανιστεί. Τον ψάχνει όλο το στρατόπεδο. Μέχρι και η μάνα του ήρθε από το νησί του. Και αυτός για ένα κωλοτηλέφωνο προκάλεσε τέτοιο χαμό… Τι να πεις;»

Όχι για το κωλοτηλέφωνο, αλλά γι’ αυτά που άκουσε. Ή δεν άκουσε, ήθελα να του πω…

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη