frear

Christmas Carol – της Αρχοντούλας Διαβάτη

Καθαρότατος ήλιος, αλλά μια ψυχρή μέρα του Δεκεμβρίου σήμερα όλη μέρα, παραμονή της παραμονής, Χριστούγεννα. Διασχίζει την Εθνικής Αμύνης, παλιά Βασιλίσσης Σοφίας και ακόμα παλιότερα Πολωνίας, έτσι εννοούσε να την λέει ο πατέρας της, χρόνια πολλά μετά την αλλαγή της ονοματοθεσίας. Πάει να βρει την παρέα των φίλων, διάβασαν και είναι να συζητήσουν ένα βιβλίο ‒ μπα, στη γωνία ακριβώς, μια Ψαραγορά ‒ ΘΑΛΑΣΣΑ, στη θέση του παλιού καφενείου ΑΛΦΑ, θάλασσα ζωγραφιστή, γαλανή και άσπρη, με κύματα στην επιγραφή, προς όλες τις κατευθύνσεις, προς την Εθνικής Αμύνης και τη Σβώλου, αλληγορία ή μεταφορά ‒ μια θάλασσα από χαμένα νεανικά απογεύματα, καφέδες και σχέδια ζωής που είχαν περάσει εκεί. Αλλάζουν τα ονόματα των δρόμων, οι άνθρωποι, αλλά και οι χρήσεις των κτηρίων, αλλάζουν κι αυτές.

Αγαπάει τα Χριστούγεννα, αυτό δεν έχει αλλάξει σ’ αυτήν. Από παιδί χαιρόταν χωρίς κανένα λόγο με την προσδοκία μόνο της γιορτής, ενώ ούτε δώρα έπαιρναν η Μαρία κι αυτή, ούτε τίποτα. Έβγαιναν για παιχνίδι στη γειτονιά, έβρισκαν τα παιδιά, έλεγαν τα κάλαντα ανά δύο και παιχνίδι πάλι όλοι μαζί. Ανέμελα παιδιά, η μητέρα και ο πατέρας φρόντιζαν για όλα, ο πατέρας ξεκούραστος στο σπίτι με την εφημερίδα κι ένα καινούργιο γέλιο, αυτό μόνο υπογράμμιζε την ιδιαιτερότητα της ημέρας. Χοιρινό με λάχανο ξινό τα Χριστούγεννα και παραδοσιακή θρακιώτικη κρεατόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρωτοχρονιά. Δεν είχαν σχολείο, από το πρωί έβγαιναν και νύχτα μαζεύονταν. Ήταν ωραία. Δεν υπήρχε η ανία, ούτε ως λέξη.

Συζητούν τις εντυπώσεις τους για τον ΙΩΒ, την ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, του Γιόζεφ Ροτ. Για το δεύτερο μέρος η κριτική έχει επιφυλάξεις, δεν το βρίσκουν πειστικό το θαύμα, αλλά εκείνη η εμφάνιση του Μενουχίμ, γιατρεμένου και ξεχωριστού, την άφησε έκθαμβη, κι όχι μόνο γιατί είναι Χριστούγεννα κι ένα Christmas Carol παρηγορεί και ενδυναμώνει. Από όλο το πρώτο μέρος η εικόνα της Δεββώρας που σχίζει βουνά και θάλασσες για να πάει να βρει τον Ραββίνο και να ακούσει τον σημαδιακό του λόγο για το άρρωστο παιδί της, χαράζει σαν μυτερή πέτρα την ανύποπτη μνήμη, όπως και η εικόνα ‒ φέρνει πόνο στο στήθος ‒ τα τρία αδέρφια να χώνουν τον μικρό ανάπηρο αδερφό στο βαρέλι με το βρόχινο νερό, με τη φριχτή ελπίδα ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει. Ένα ψυχογράφημα με ποιητικότητα και λυρισμό, αυτοβιογραφία ίσως του βασανισμένου συγγραφέα που όμως έχει αυτή την ανατροπή στο τέλος για τον φτωχό ευλαβικό δάσκαλο Μέντελ Σίνγκερ, ίσα ίσα όταν νόμιζε ότι τα είχε χάσει όλα, «πεταμένος έξω απ’ τον εαυτό του», τότε που θύμωσε με τον Θεό, και έπαψε να προσεύχεται.

Αγάπησε αυτό το θαύμα ‒ στη Λογοτεχνία όλα είναι δυνατά. Θυμήθηκε τον θυμό του δικού της πατέρα, μέρες, μήνες μετά τον ιλιγγιώδη θάνατο της Μαρίας από λευχαιμία στα τριάντα της, έτσι Χριστουγεννιάτικα. Άλλαξε τότε εαυτό και τρόπους. Τολμούσε να λέει όχι προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς το παλιό του υποχωρητικό χαμόγελο. Θύμωσε με τον Θεό, αλλά δεν έγινε βέβαια κανένα θαύμα μετά.

Θεσσαλονίκη, 23 Δεκεμβρίου 2016

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη