Ι.
Το δέντρο τρελάθηκε
κι οι καρποί του γίναν ξυπνητήρια.
Χτυπούν όλα μαζί κάθε Χριστούγεννα
κι οι φάτνες σωριάζονται.
Τα γαϊδουράκια ξεμακραίνουν έντρομα
τα θεία βρέφη αιωρούνται σαν μπαλόνια.
Το παιδί βγάζει κι άλλο αίμα απ’ την τσέπη του
και ολοκληρώνει έναν κόκκινο χιονάνθρωπο.
Ο πεθαμένος συναντά τυχαία τον φονιά του
και του εύχεται.
«Χρόνια πολλά, καλή χρονιά!»
κι εκείνος
καταπράσινος
χωρίς καρδιά και δόντια
του απαντά ψιθυριστά
«Καλή αιωνιότητα».
ΙΙ.
Πάντα κρατώ
μία σταγόνα
διάφανου μαύρου
γλυκού νοσταλγικού
σκότους
και τη στολίζω αναμμένη
στο δέντρο που αγνοείται.
Χριστούγεννα
στην άκρη του γκρεμού
και φέτος.
ΙΙΙ.
Το πεζοδρόμιο είναι
χριστουγεννιάτικη λέξη.
Το διάκενο
το χάος
η χελιδονοουρά της κορδέλας
τα αθωωμένα ψέματα της γης
τα μάτια σου που γουργουρίζουν
ο θαμπός ουρανός
ο στραβός κεραυνός
το ξερόκλαδο ως ανθρώπινο χέρι
η χιονοθύελλα στον καθρέφτη
το μικροσκόπιο στο χιόνι
το χιόνι στο μικροσκόπιο
το ζεστό χιόνι
η φρεσκοβαμμένη ψυχή
ο χαρούμενος Χριστός
ευλογών μέσα στην κοιλιά της μητέρας του.
Έννοιες των Χριστουγέννων
υπό την προϋπόθεση
ότι η γέννηση του Θεού
παραμένει
ένας ανερμήνευτος εφιάλτης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]